Η Γερμανία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό χαμηλόμισθων στη Δυτική Ευρώπη, διαπιστώνει η Ανκε Χάσελ σε άρθρο της στους «Financial Times». Η διευθύντρια ερευνών του Οικονομικού και Κοινωνικού Ινστιτούτου και καθηγήτρια του Hertie School of Governance σημειώνει επίσης ότι το εμπορικό ισοζύγιο εμφανίζει ένα πλεόνασμα που φθάνει τα 300 δισ. δολάρια και αντιστοιχεί στο 7,8% του γερμανικού ΑΕΠ –το υψηλότερο παγκοσμίως.
Τα οικονομικά αυτά στοιχεία έχουν ξεσηκώσει φωνές κριτικής εκ μέρους πολλών πολιτικών προσωπικοτήτων, συμπεριλαμβανομένου του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και διεθνών οργανισμών, όπως είναι το ΔΝΤ. Οι ασκούντες κριτική σημειώνουν ότι η όξυνση των ανισορροπιών μεταξύ ελλειμματικών και πλεονασματικών χωρών απειλεί τη σταθερότητα των χρηματαγορών.
Το Βερολίνο, ασφαλώς, δεν παραμένει απαθές. Απαντά υποστηρίζοντας με πάθος ότι τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου διαχέονται σε όλους, ότι η ζήτηση για υψηλής ποιότητας γερμανικά προϊόντα είναι εύλογη και ότι η Γερμανία έχει μια γηράσκουσα και απαιτητική, από οικονομικής απόψεως, κοινωνία.

«Πρόκειται για όχι απόλυτα πειστικά επιχειρήματα» σημειώνει η αρθρογράφος των «FT», διότι «οι υψηλές εξαγωγές θα μπορούσαν εν μέρει να αντικατασταθούν από μια ισχυρότερη εσωτερική ζήτηση και οι υψηλότεροι μισθοί θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στους Γερμανούς υψηλότερες αποταμιεύσεις για τα γεράματά τους».
Η Γερμανία συνιστά μια ακραία και μοναδική περίπτωση χώρας με τόσο υψηλές εξαγωγές και τόσο συμπιεσμένη εσωτερική ζήτηση. Και οι χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), όπως και οι σκανδιναβικές χώρες, στηρίζονται στις εξαγωγές και έχουν συγκριτικά χαμηλή εσωτερική ζήτηση.
Αλλά δεν μπορούν να συγκριθούν με τη Γερμανία, διότι είναι χώρες με πολύ μικρότερο πληθυσμό, με πολύ μικρότερη εσωτερική αγορά. Μια αιτία της ισχυρής εξαγωγικής απόδοσης της Γερμανίας είναι η χαμηλή ισοτιμία του ευρώ. Αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την πολύ αργή αύξηση των μισθών τις τελευταίες δύο δεκαετίες και τη φθίνουσα εσωτερική ζήτηση.
Το κόστος της ενοποίησης
Γιατί, λοιπόν, η Γερμανία πολιτεύεται κατ’ αυτόν τον τρόπο; Κλειδί για την κατανόηση της εμμονής των γερμανών πολιτικών και των ηγετικών επιχειρηματικών στελεχών της χώρας σε μια οικονομία στηριζόμενη στις εξαγωγές είναι οι επιπτώσεις της επανένωσης της χώρας το 1990. Η ενιαία γερμανική οικονομία επλήγη κατ’ αρχάς από μια μείζονα ύφεση τη διετία 1992-1993, όταν κατέρρευσε η πρώην Ανατολική Γερμανία και χάθηκαν 500.000 θέσεις εργασίας στον δευτερογενή βιομηχανικό τομέα.
Το ποσοστό της ανεργίας εκτινάχθηκε στο 19% τη δεκαετία του 1990, παρά τα γενναιόδωρα προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης και επανεκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων που εφάρμοσε το Βερολίνο. Το 1999 η Γερμανία ήταν γνωστή διεθνώς ως «ο ευρωπαίος ασθενής».
Δύο είναι οι αιτίες για αυτό. Πρώτον, οι βιομηχανίες στη Δυτική Γερμανία και τα εργατικά τους σωματεία υιοθέτησαν τολμηρά μέτρα αναδιάρθρωσης για να ξανακερδίσουν την ανταγωνιστικότητά τους. Εργοδότες και εργαζόμενοι διαπραγματεύθηκαν και συμφώνησαν στη διασφάλιση των εργασιακών συνθηκών για όλους τους εργαζομένους με αντάλλαγμα πολύ συγκρατημένες αυξήσεις ή και πάγωμα μισθών.
Η δεύτερη αιτία έχει να κάνει με την αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας στην Ανατολική Γερμανία. Οι μισθοί στα αποβιομηχανοποιημένα ανατολικά κρατίδια είχαν ήδη διολισθήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα αντανακλώντας την προβληματική λειτουργικότητα και τη χαμηλή παραγωγικότητα των μονάδων. Οι ανισότητες μισθών και εισοδημάτων οξύνθηκαν στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1990. Συνολικά στη χώρα το ποσοστό των χαμηλόμισθων αυξήθηκε από το 15%, που ήταν το 1995, στο 22,6% το 2006. Και πολύ κοντά στο ποσοστό αυτό κυμαίνεται μέχρι σήμερα…
Οι μεταρρυθμίσεις Σρέντερ
Μόλις το 2015 η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ θεσμοθέτησε έναν κατώτατο μισθό στη χώρα. Το αποτέλεσμα είναι το ποσοστό των Γερμανών που αμείβονται με τον βασικό αυτόν μισθό να είναι το υψηλότερο από όλες τις χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της «απορρυθμισμένης» Βρετανίας.
«Σε αντίθεση με ό,τι υποστηρίζεται συχνά, δεν είναι οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας στις αρχές της δεκαετίας του 2000 που προκάλεσαν το φαινόμενο των πάμπολλων χαμηλόμισθων Γερμανών» υποστηρίζει η Ανκε Χάσελ, αναφερόμενη στην περιβόητη «Ατζέντα 2010» που εφάρμοσε το 2002 ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Η «Ατζέντα 2010» απλώς ενίσχυσε τις ήδη υπάρχουσες τάσεις, περιορίζοντας τον χρόνο χορήγησης ασφαλιστικών επιδομάτων που συνδέονται με τον τελευταίο μισθό για μια μικρή συγκριτικά περίοδο 12 έως 18 μηνών.
Στα ανατολικά κρατίδια οι περικοπές των επιδομάτων ανεργίας και άλλα μέτρα είχαν ως αποτέλεσμα να σπρώξουν τους μακροχρόνια ανέργους με χαμηλές και μέσες δεξιότητες να καλύψουν θέσεις εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών με πολύ χαμηλές αμοιβές.
Οι μισθολογικές αυξήσεις εμποδίστηκαν και με άλλες πολιτικές των κυβερνήσεων Σρέντερ και Μέρκελ. Το αποτέλεσμα είναι στη Γερμανία να εμφανίζεται επίσης (μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ) το υψηλότερο ποσοστό φορολόγησης σε ζευγάρια χαμηλόμισθων ή μερικώς απασχολουμένων –τα εισοδήματά τους φορολογούνται χωριστά.
Η λιτότητα του Σόιμπλε
Τέλος, ο «κόφτης χρέους», η υποχρέωση δηλαδή ισοσκελισμού του προϋπολογισμού της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που εφάρμοσε το 2011 ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για να δώσει το καλό παράδειγμα στην Ελλάδα και στις άλλες δημοσιονομικά απείθαρχες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, υποχρέωσε τόσο τις κυβερνήσεις των κρατιδίων όσο και την ίδια την κυβέρνηση Μέρκελ να δώσουν προτεραιότητα στη λιτότητα και την αποταμίευση και όχι στις επενδύσεις που θα τόνωναν την εσωτερική κατανάλωση. Οι δημόσιες επενδύσεις στη Γερμανία είναι πολύ χαμηλότερες από πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
«Η επανεξισορρόπηση της οικονομίας σε μια νέα βάση είναι αναγκαία και θα ωφελούσε και τη Γερμανία και τους εμπορικούς εταίρους της» σημειώνει η αρθρογράφος των «FT». Και εκτιμά ότι η χώρα χρειάζεται υψηλότερες επενδύσεις στο εσωτερικό της και υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών –εφέτος είναι αλήθεια ότι τα γερμανικά συνδικάτα πέτυχαν εντυπωσιακά υψηλές αυξήσεις (αν συνυπολογίσει κανείς τον μηδαμινό πληθωρισμό), που φθάνουν στο 7% σε ορίζοντα τριετίας στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων.
Η πτώση της ανεργίας κάτω από το 5%, σε επίπεδα δηλαδή στα οποία θεωρητικά ισχύουν συνθήκες πλήρους απασχόλησης, δημιουργεί προϋποθέσεις περαιτέρω αύξησης των μισθών.
Αλλά στη νοοτροπία των Γερμανών η «πολιτική με μέτρο», που ασκείται δεκαετίες τώρα, είναι η ενδεδειγμένη. «Πέραν τούτου, προστατεύεται άλλωστε και από ένα πυκνό σύστημα νόμων και θεσμών. Αυτό σημαίνει ότι, για να αλλάξει κάτι ουσιαστικά, απαιτείται μια αποφασιστική και γενναία αλλαγή πολιτικής» καταλήγει η Χάσελ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ