Ο νεοφιλελευθερισμός περιορίζει την ελευθερία, ιδίως των εργαζομένων, και δεν την αυξάνει δίνοντάς τους περισσότερες επιλογές, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του. Το τι πάει στραβά με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία επιχειρεί να εξηγήσει ο βραβευμένος με Νομπέλ οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν, ενώ άλλοι αναλυτές διαπιστώνουν ότι οι νεοσοσιαλιστές έχουν απήχηση στην Αμερική του 2018 διότι επικεντρώνουν το μήνυμά τους ακριβώς σε αυτό το σημείο: στην ελευθερία.
Οι νεοφιλελεύθεροι από τη δεκαετία του ’70 προωθούν τους χαμηλούς φόρους και τις ελάχιστες κρατικές ρυθμίσεις της αγοράς με βασικό επιχείρημα ότι «το μικρό κράτος αποτελεί το κλειδί για την καλή οικονομική επίδοση, μια αυξανόμενη παλίρροια που σηκώνει ψηλά όλες τις βάρκες». Ο Κρούγκμαν αντικρούει τον ισχυρισμό αυτόν σε άρθρο του στους «New York Times», με τίτλο «Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και ανελευθερία», λέγοντας ότι ο νεοφιλελευθερισμός συνεχίζει να υφίσταται όχι επειδή έφερε γενική ευημερία, αλλά «επειδή το επιθυμούν ισχυρά συμφέροντα». Η εποχή της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού χαρακτηρίστηκε από «μέτρια οικονομική ανάπτυξη που δεν διαχύθηκε στους απλούς εργαζομένους» λέει ο Κρούγκμαν.
Ο άλλος βασικός ισχυρισμός των νεοφιλελευθέρων είναι ότι «η ελεύθερη αγορά μεταφράζεται σε προσωπική ελευθερία, ότι η απορρυθμισμένη ελεύθερη οικονομία της αγοράς απελευθερώνει τους απλούς ανθρώπους από την τυραννία της γραφειοκρατίας». Σε μια ελεύθερη οικονομία, λένε οι νεοφιλελεύθεροι, «δεν είσαι αναγκασμένος να «γλείφεις» το αφεντικό σου ή την εταιρεία που σου πουλάει κάτι γιατί γνωρίζουν ότι μπορείς να πας αλλού».
Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική, σύμφωνα με τον Κρούγκμαν, αλλά και τον Κόρεϊ Ρόμπιν, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Brooklyn College, που έγραψε έτερο άρθρο στην αμερικανική εφημερίδα με τίτλο «Οι νέοι σοσιαλιστές», εξηγώντας γιατί το μήνυμά τους «πιάνει» σήμερα: η καθημερινότητα δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών –κυρίως, αλλά όχι μόνο, όσων δεν είναι εύποροι –είναι συνυφασμένη με τη συνεχή εξάρτηση από την καλή θέληση του εργοδότη και άλλων, πιο ισχυρών οικονομικών παικτών.
Ο Κρούγκμαν καταθέτει την προσωπική του εμπειρία: είχε χρονοβόρα και κουραστικά πάρε δώσε τόσο με την ιδιωτική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Verizon, όσο και με την κρατική Διοίκηση Κοινωνικής Ασφάλισης. Και στις δύο περιπτώσεις «το κοινωνικο-οικονομικό μου στάτους αναμφίβολα με διευκόλυνε σε σχέση με το αν ήμουν εργάτης του κατώτατου μισθού» γράφει. Αλλά, ακόμη και στη δική του προνομιούχο περίπτωση, «η άποψη ότι η ελεύθερη αγορά έβγαλε τις σχέσεις ισχύος από την εξίσωση είναι αφελής.Και είναι πιο αφελής σήμερα απ’ όσο πριν από μερικές δεκαετίες, γιατί οι μεγάλοι οικονομικοί παίκτες κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην οικονομία» προσθέτει επικαλούμενος ανάλυση οικονομικού συντάκτη των «New York Times», στην οποία υποστηρίζει ότι οι εταιρείες-μαμούθ ευθύνονται για τους βαλτωμένους μισθούς και τη χαμηλή ανάπτυξη.
Η ανάλυση υποστηρίζει, μάλιστα, ότι οι εταιρείες-μαμούθ επηρεάζουν πράγματα όπως ο πληθωρισμός και η αύξηση των μισθών περισσότερο απ’ όσο μπορούν να τα επηρεάσουν οι κεντρικές τράπεζες: «Δυο από τα σημαντικότερα οικονομικά στοιχεία των τελευταίων δεκαετιών είναι ότι όλο και περισσότεροι τομείς κυριαρχούνται από μια χούφτα εξαιρετικά επιτυχημένων εταιρειών και ότι οι μισθοί, ο πληθωρισμός και η ανάπτυξη έχουν παραμείνει πεισματικά χαμηλά. Πολλοί από τους ισχυρότερους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής παίρνουν σήμερα σοβαρά την πιθανότητα το πρώτο στοιχείο να αποτελεί αιτία για το δεύτερο».
Ο Κρούγκμαν συμφωνεί με αυτή την άποψη: «Γίνεται όλο και πιο σαφές ότι η ισχύς του μονοψωνίου (σ.σ.: όταν υπάρχουν λίγοι εργοδότες με μεγάλη δύναμη) μειώνει τους μισθούς». Αλλά το μονοψώνιο κάνει και κάτι άλλο, σύμφωνα με τον αμερικανό οικονομολόγο: μειώνει ή εξαφανίζει τις εναλλακτικές των εργαζομένων όταν τους συμπεριφέρεται άσχημα ένας εργοδότης, γιατί αν παραιτηθούν μπορεί να δυσκολευτούν να βρουν άλλη δουλειά.
Ποια είναι η λύση; Ο Ρόμπιν λέει «ο σοσιαλισμός», του οποίου η απήχηση αυξάνεται στις ΗΠΑ σήμερα: αυτοπροσδιοριζόμενοι ως σοσιαλιστές, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ και η Ρασίντα Τλαΐμπ, εδραιώνονται στο Δημοκρατικό Κόμμα ενώ τα μέλη των Δημοκρατικών Σοσιαλιστών της Αμερικής, της μεγαλύτερης σοσιαλιστικής οργάνωσης στη χώρα, έχουν εκτιναχθεί στα ύψη, ιδίως ανάμεσα στους νέους.
Γιατί έχουν απήχηση οι νεοσοσιαλιστές; Γιατί, σε αντίθεση με τους παλαιούς σοσιαλιστές, μιλούν λιγότερο για φτώχεια και περισσότερο για δύναμη. «Το βασικότερο επιχείρημά τους κατά του καπιταλισμού δεν είναι ότι μας κάνει φτωχούς, αλλά ότι μας κάνει ανελεύθερους» λέει ο Ρόμπιν. Ανελεύθερους γιατί «είμαστε αναγκασμένοι να υποτασσόμαστε στο αφεντικό για να πάρουμε αύξηση ή απλώς για να μην απολυθούμε. Οταν η ευημερία μου εξαρτάται από τη διάθεσή σου, όταν οι βασικές ανάγκες της ζωής αναγκάζουν υποταγή στην αγορά και καθυπόταξη στη δουλειά, δεν ζούμε στην ελευθερία αλλά στην κυριαρχία».
Οι νεοσοσιαλιστές θέλουν να βάλουν τέλος σε αυτή την κυριαρχία. «Αναφέρονται στον καπιταλισμό και στον αποκλεισμό: πως ως «μιλένιαλς» (σ.σ.: οι σημερινοί 30άρηδες), που αγωνίζονται με χαμηλούς μισθούς, υψηλά ενοίκια και δάνεια που επικρέμονται, αυτοί και η γενιά τους στερούνται την υπόσχεση της ελευθερίας» προσθέτει ο Ρόμπιν.
Ο Κρούγκμαν τονίζει ότι οι κανόνες για τα εργασιακά δικαιώματα που ορίζει η κυβέρνηση μπορεί να περιορίζουν την ικανότητα των εταιρειών να προσλαμβάνουν και να απολύουν, αλλά παράλληλα προστατεύουν τους εργαζομένους από το να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης. Επίσης, τα συνδικάτα περιορίζουν κάπως τις επιλογές των εργαζομένων αλλά αποτελούν και σημαντικό αντίβαρο στη μονοψωνιακή ισχύ των εταιρειών.
«Και τα προγράμματα για κοινωνικά δίχτυα ασφαλείας κάνουν περισσότερα από το να περιορίζουν τη μιζέρια: είναι απελευθερωτικά» λέει ο Κρούγκμαν. «Γνωρίζω πολύ κόσμο που παρέμενε σε μια δουλειά που απεχθανόταν από τον φόβο μη χάσει την ασφάλιση υγείας. Το Obamacare, με όλα του τα λάθη, μείωσε σημαντικά αυτή τη «φυλακή» και η πλήρης εγγύηση της υγειονομικής κάλυψης θα έκανε την κοινωνία μας εμφανώς πιο ελεύθερη.
Δεν υπάρχουν τέλειες απαντήσεις: η ουτοπία δεν είναι στο μενού» καταλήγει ο Κρούγκμαν. «Αλλά οι οπαδοί της ανεξέλεγκτης ισχύος των επιχειρήσεων και της ελάχιστης προστασίας των εργαζομένων τη γλιτώνουν για πάρα πολύ καιρό παριστάνοντας ότι είναι υπερασπιστές της ελευθερίας –η οποία, όμως, δεν είναι συνώνυμη με το «δεν έχω τίποτα να χάσω»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ