«Climate Correction» επιγράφει το περιοδικό Harper’s magazine το τελευταίο ποίημα του Τζον Ασμπερι. Το δημοσιεύει στο τρέχον τεύχος του σε ειδικό πλαίσιο. Γράφτηκε στις 25 Αυγούστου 2017, εννιά μέρες προτού εγκαταλείψει ο ποιητής τον μάταιο τούτο κόσμο. Χωρίς τίτλο, βρέθηκε γραμμένο με το χέρι στο σπίτι του στο Χάντσον της Νέας Υόρκης. Οπως φαίνεται, δεν είναι ακόμη ένα δυσερμήνευτο ή «δύσκολο» ποίημα, από εκείνα που μας είχε συνηθίσει στη μεγάλη του πορεία στην αμερικανική ποίηση ο σπουδαίος αυτός νεοϋορκέζος ποιητής. Είναι ένα ποίημα σχετικά βατό και κατανοητό για τους μη μυημένους στην ποίησή του, και αυτό ίσως να δείχνει μια ελαφρά κάμψη στις δικές του περί ποίησης αντιλήψεις. Ισως και με τα χρόνια που πέρασαν και με την ηλικία να έβαλε λίγο νερό στο κρασί του. Διότι το ποίημα αυτό δεν έχει πολλή σχέση με όσα έγραφε μια ζωή.
Λοιπόν τι έγινε αν υπήρξε μια απόπειρα διεύρυνσης
του χάσματος. Κυλίσου στο τοπίο.
Δεν είναι του στιλ μας να κυλιστούμε στη διαφορά.

Εχομε το δωμάτιο
στα χέρια άλλων, να βγούμε όπως ένα φάντασμα μερινό.
Τι σου έλεγα;

Βόλτα στις καλαμιές. Γίνε
περιφρονητικός.
Σου χρειάζεται ένας κυνηγός.

Με άλλα λόγια, επίμενε, αλλά προτιμότερο
μια πυκνή σκιά να ανεμιστεί.
Οχι ακριβώς σατανικό, αλλά το ‘πιασες το νόημα.
Πρόκειται για ποίημα απόκρυφο, κλειστό, ανεπίδεκτο κατηγοριοποίησης, γεμάτο υπονοούμενα: μια πλάκα που κλείνει την είσοδο σπηλιάς όπου φυλάει τα μυστικά της η κλιματική αλλαγή. Σε λίγους στίχους λέει πολλά, συμπυκνωμένα, πατικωμένα, αφαιρετικά, ελλειπτικά. Αυτή είναι η ποίηση του Τζον Ασμπερι, ελαφρώς σκοτεινή. Ως κριτικός τέχνης και ως λάτρης της μουσικής, αντλεί ιδέες και εμπνέεται τόσο από τη ζωγραφική όσο και από τη μουσική, αλλά και από τη φύση και το περιβάλλον. Η ποίησή του συχνά συνδέεται με ένα ελεύθερο, ανυπόταχτο ύφος στα όρια του αυτοσχεδιασμού, ίσως και της αυτόματης γραφής. Ταυτόχρονα, μας δίνει την εντύπωση ενός χειρουργού που εκτελεί δύσκολες και απίθανες επεμβάσεις στην ίδια την ποιητική δομή. Στη διάρκεια της καριέρας του πειραματίστηκε με κάθε δυνατή φόρμα ποίησης, επιδεικνύοντας ενδιαφέρον ακόμη και για ξεχασμένες, άγνωστες φόρμες. Ελαφρύς, παιχνιδιάρης, ασύστολος, χιουμορίστας, απρόβλεπτος και σκωπτικός, με την επίμονη μουσικότητα των στίχων του και ένα γνήσιο πάθος για οτιδήποτε νεωτερικό, παρασύρει τον αναγνώστη στον δικό του ρυθμό. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται μεγάλη συγκέντρωση όταν τον διαβάζει κανείς.
Ο Τζον Λόρενς Ασμπερι γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου του 1927 και μεγάλωσε στο Σόντους της Νέας Υόρκης σε μια φάρμα με μηλιές, κερασιές, ροδακινιές και δαμασκηνιές. Σπούδασε στο Χάρβαρντ. Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου του 2017. Προτού κλείσει τα 50, είχε λάβει τα τρία σημαντικότερα αμερικανικά βραβεία ποίησης, το νεοπαγές National Book Critics Circle, το National Book Award και το Pulitzer Prize. Από το 1974 δίδαξε στο Brooklyn College και είχε παραδεχτεί ότι μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας η ποίησή του άλλαξε απίστευτα. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, πρώιμοι καθοδηγητές του υπήρξαν ο Οντεν, ο Ουάλας Στίβενς, η Μέριαν Μουρ, ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς και η Ελίζαμπεθ Μπίσοπ. Το 1959 έλαβε υποτροφία από το Ιδρυμα Φούλμπραϊτ και πήγε στη Γαλλία όπου έζησε δέκα χρόνια. Υπήρξε μαθητής του Φρανκ Ο’ Χάρα, ο οποίος τον ενθάρρυνε να γράφει ενώ στον διαγωνισμό «Yale Younger Poets» το 1955 ποίημά του απέρριψε ο Οντεν, οποίος, αφού πληροφορήθηκε ότι ο Ασμπερι είχε υποβάλει ποίημα, ζήτησε επανεξέταση και το ενέκρινε, κατόπιν εορτής φυσικά, αλλά δημοσιεύθηκε χωρίς να βραβευτεί. Για δυο χρόνια τη δεκαετία του ’50 δεν μπορούσε να γράψει: μαινόταν ο πόλεμος στην Κορέα, ο Μακαρθισμός σε πλήρη ανάπτυξη, η δίκη των Ρόζενμπεργκ σε εξέλιξη και όλα αυτά ήταν ένας ανασχετικός παράγοντας που τον επηρέασε αρνητικά, αυτόν, έναν μη πολιτικό ποιητή.
Η ποίησή του είναι γεμάτη αμερικανικούς ιδιωματισμούς, τους οποίους ενσωματώνει στη ροή των στίχων του, δίνοντάς τους έναν τόνο ελεγειακό. Για τον εαυτό του είχε πει ότι αισθάνεται σαν «συνθέτης σε σύγχυση» που τα καταφέρνει. Πολλά ποιήματά του είναι σαν κολάζ με κύριο χαρακτηριστικό την αοριστία και τον υπαινιγμό, ενώ ο ίδιος ήταν ταπεινός, ευάλωτος, ευγενής, σχολαστικός, πνευματώδης και καθόλου υπερόπτης. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του, όχι μόνο το άτακτο παιδί της αμερικανικής ποίησης αλλά και ο αιρετικός, άστατος καλλιτέχνης, ο ασεβής ποιητής που μέσα από ασυνταξίες και αντικορυφώσεις έγραψε σπουδαίες συνθέσεις. Το βέβαιο είναι ότι οι δικές του ποιητικές «παραφωνίες» ανέβασαν πολλές οκτάβες τη σκάλα της αμερικανικής ποίησης.
Τον γνώρισα στο Τορόντο. Δεν θυμάμαι τη χρονιά, ήταν όμως την ίδια χρονιά που ήταν στο Τορόντο και η Ελένη Βακαλό, της οποίας είχα την τιμή να είμαι ο επίσημος συνοδός. Ηταν στο Harbourfront Poetry Festival το 1985 ή το 1986. Αφού διάβασε τα ποιήματά του ο Τζον Ασμπερι βγήκε έξω για να καπνίσει, όπως είχα κάνει και εγώ και η Βακαλό. Του συστήθηκα και πιάσαμε την κουβέντα. Ηταν ψηλός, πολύ κομψός και καλοντυμένος. Φορούσε γραβάτα. Στα όρθια, μιλήσαμε γενικά για την αμερικανική ποίηση και φάνηκε με την πρώτη η υποβόσκουσα διαμάχη μεταξύ των δύο ακτών της Αμερικής, της Ανατολικής και της Δυτικής. Αν και ήταν πάνω από σχολές, υποστήριζε τη Νέα Υόρκη, εγώ την Καλιφόρνια. Παραδέχτηκε όμως ότι εξαιτίας κυρίως του Αλεν Γκίνζμπεργκ και του Γκρέγκορι Κόρσο η ποίηση στην Αμερική είχε ανθήσει και είχε γίνει πολύ δημοφιλής. Ηξερε καλά τον Καβάφη, αλλά είχε διαβάσει και του άρεσαν ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος. «Δεν είναι εύκολο να είσαι δύσκολος ποιητής στην Αμερική» μου είχε πει. Μετά πήγαμε κάπου εκεί κοντά, μια παρέα, για ένα ποτό και στο τέλος της βραδιάς μου έγραψε σε ένα χαρτάκι τη διεύθυνσή του στο Μανχάταν και το τηλέφωνό του και μου είπε ότι θα χαιρόταν αν του τηλεφωνούσα όταν ήμουν στη Νέα Υόρκη να βρεθούμε για καφέ. Δυστυχώς το χαρτάκι το έχασα. Το βρήκα χρόνια αργότερα μέσα στην τσέπη ενός σακακιού που είχε πάει καθαριστήριο. Αλλά τώρα ήταν 1989 και ήμουν στην Ελλάδα, όχι στη Νέα Υόρκη για να του τηλεφωνούσα να βρεθούμε…
Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού «(δε)κατα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ