«Ιταλικό δεν βλέπουµε σήµερα, ρε παιδιά;», «Ciao amico, come stai, ρε δικέ µου;»…
Στην ανηφόρα για το θέατρο της Επιδαύρου στις 17/8 τα σχόλια που κρυφάκουγες αριστερά-δεξιά ήταν χαριτωμένα και αναμενόμενα. Ο «Οιδίπους επί Κολωνώ», η τελευταία τραγωδία του Σοφοκλή αλλά και η αυλαία του εφετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου, ήταν μεν σκηνοθετημένη και σκηνογραφημένη από έναν Ελληνα διεθνούς κύρους, τον Γιάννη Κόκκο, αλλά ο θίασος ήταν ιταλικός: πρόκειται για συνεργασία του Φεστιβάλ με το INDA, το Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος του Φεστιβάλ Συρακουσών, όπου το έργο έκανε πρεμιέρα.
Φθάνοντας στο θέατρο σε υποδεχόταν μια σκηνογραφική έκπληξη που «ανάγκασε» πολύ κόσμο να βγάλει τα κινητά και να τη φωτογραφίσει: Ενα τεράστιο άγαλμα κοίταζε προς την έξοδο με την πλάτη στα καθίσματα. Παράξενο, σκέφτηκα, παρατηρώντας τα γουρλωμένα μάτια της συντρόφου μου. Η μορφή του αγάλματος μού θύμιζε τόσο πολύ το Γκόλουμ από τον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών» που πιθανόν να μην μπορούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου βλέποντας τον ιταλό ηθοποιό Μάσιμο Ντε Φράνκοβιτς στον ρόλο του Οιδίποδα να φωνάζει «έπαθα τα χείριστα άθελά μου, μάρτυς μου ο θεός» με εμένα να σκέφτομαι τον Αντι Σέρκις να ουρλιάζει συνωμοτικά «My precious!».
Φτάνοντας στην κερκίδα Ι, σειρά 20, συναντάμε τον φίλο Δημήτρη Βασιλείου που μας προτείνει να καθίσουμε δίπλα του, μια σειρά πιο κάτω. Κανένα πρόβλημα, το θέατρο ήταν τόσο αποκαρδιωτικά άδειο που το πλημμέλημα ήταν συγχωρητέο. Μπροστά μου το σχοινί που χωρίζει το δικό μου διάζωμα από το πιο κάτω, όπου υπάρχουν και μαξιλαράκια για τους θεατές. Καθότι, όπως είπα, το θέατρο ήταν άδειο, δεν νομίζω ότι θα πείραζε κανέναν αν δανειζόταν κάποιος τα μαξιλαράκια της άδειας μπροστινής σειράς. Κι όμως! Λίγα λεπτά πριν από την έναρξη του έργου οι ταξιθέτριες τα μάζευαν με τέτοια βουλιμία που νόμιζες ότι το ευχαριστιόντουσαν! Το αποτέλεσμα ήταν οι μπροστινοί θεατές να έχουν μαξιλαράκια για τα μαλακά και την πλάτη τους (φαίνεται ότι αυτό δεν απαγορεύεται) και εμείς πιο πάνω να στριφογυρίζουμε πιασμένοι στα μαλακά, στη μέση και στην πλάτη.
Το έργο, επίκαιρο όσο ποτέ, αγγίζει θέματα όπως σύνορα πραγματικά και μεταφυσικά, ελευθερία, πεπρωμένο, γήρας. Μόνο που το ιταλικό δεν καθόταν εύκολα στο στομάχι και ο υπερπληθής θίασος (ντυμένοι όλοι σαν σιτσιλιάνοι κακοποιοί) περισσότερο σε αποπροσανατόλιζε παρά εμβάθυνε στο κείμενο. Ανάσα με την εμφάνιση του Πολυνείκη, «το έργο θέλει λίγο ακόμα» μου λέει η καλά ενημερωμένη γυναίκα μου, η οποία δεν κατάλαβε τίποτε από την παράσταση γιατί είχε ξεχάσει τα γυαλιά της και οι υπέρτιτλοι βρίσκονταν μακριά. Κριτικός θεάτρου όμως δεν είμαι, παρά ένας απλός παρατηρητής. Και παρατήρησα ανακούφιση σε πολλά πρόσωπα όταν η παράσταση, επιτέλους, τελείωσε, με τον κόσμο να φεύγει άρον-άρον κι αυτούς εκεί κάτω να κάνουν encore από μόνοι τους…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Αυγούστου 2018.