Μπορεί ο Οδυσσέας ύστερα από μία δεκαετή περιπλάνηση να βρήκε τελικά τον δρόμο για την Ιθάκη, η οικονομική οδύσσεια της Ελλάδας ωστόσο, ύστερα από μία οδυνηρή δεκαετία πρωτοφανούς σε διάρκεια και ένταση κρίσης και 8 χρόνια, 3 μήνες και 20 ημέρες διαδοχικών μνημονίων, είναι δύσκολο να υποστηρίζει κανείς, παρά το διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα, ότι φθάνει σύντομα στη δική της Ιθάκη.
Αν και η 20ή Αυγούστου θεωρείται ιστορική, αφού σηματοδότησε για ορισμένους το «τέλος των μνημονίων», ή το τέλος της εποχής της Ελλάδας ως de facto αποικίας της ΕΕ, εν τούτοις για μεγάλο μέρος της αγοράς δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι για πανηγυρισμούς, καθώς η «μεγάλη έξοδος» θεωρείται μάλλον συμβολική.
Οι αναλυτές επισημαίνουν επίσης πως η Ελλάδα θα πρέπει να αποφύγει την παγίδα του Σίσυφου που τιμωρήθηκε από τους θεούς να σπρώχνει συνέχεια έναν βράχο προς την κορυφή του λόφου και λίγο πριν από την κορυφή ο βράχος να κατρακυλάει πίσω στους πρόποδες χάνοντας το έδαφος που κέρδιζε με πολύ κόπο τα τελευταία χρόνια.

Απόμακροι στόχοι

Οπως εκτιμούν οι ξένοι, ο ελληνικός γολγοθάς κάθε άλλο παρά τελείωσε, ενώ η επιστροφή στην κανονικότητα και η ανάκτηση της εθνικής (οικονομικής) κυριαρχίας που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση φαντάζουν εξαιρετικά απόμακροι στόχοι. Η δημοσιονομική προσαρμογή εξάλλου συνεχίζεται, με τα ήδη ψηφισμένα μέτρα περικοπής συντάξεων και αφορολογήτου για το 2019 και το 2020 αντίστοιχα, ενώ η δέσμευση σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060 δεν έχουν προηγούμενο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Η επιτήρηση επίσης των δανειστών βάσει του Κανονισμού που προβλέπει «ενισχυμένη εποπτεία για κράτη-μέλη της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα» θα είναι πιο ασφυκτική, ενώ η αιρεσιμότητα συνεχίζεται, με την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος από τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου να εξαρτάται από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Ετσι, η νέα εποχή μετά την «έξοδο από τα μνημόνια» έχει στόχους, μέτρα και επιτήρηση, αλλά δεν έχει φθηνή χρηματοδότηση, την ώρα που η χώρα απέχει από το να αποκτήσει ουσιαστική πρόσβαση στις αγορές.

Τι έγινε, τι μένει

Υστερα από οκτώ χρόνια λιτότητας μπορεί τα «δίδυμα ελλείμματα» να έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές και μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στα ύψη, καθώς οι μισοί φορολογούμενοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και τα μισά δάνεια είναι «κόκκινα», ενώ οι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων αποτελούν εμπόδιο στην επιχειρηματικότητα την ώρα που τα εμπόδια εισόδου στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών περιορίζουν τον ανταγωνισμό, κρατώντας ψηλά τις τιμές.
Το υψηλό δημόσιο (180% του ΑΕΠ) και ιδιωτικό (130% του ΑΕΠ) χρέος παραμένει βασική πρόκληση, ενώ ο μαραθώνιος που διανύει η χώρα έχει ακόμη δρόμο, αν και μετά τη συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους η Ελλάδα έχει πάρει μια ανάσα ζωής, την οποία οι οικονομολόγοι την τοποθετούν ως το 2033. Η χώρα παραμένει βουτηγμένη στα χρέη και τις επόμενες δεκαετίες, ακόμα και με βάση ένα αισιόδοξο σενάριο, θα πρέπει να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ από ιδιώτες επενδυτές για να εξοφλήσει τους επίσημους πιστωτές της. Εάν οι επενδυτές κρίνουν ότι τα χρέη της ελληνικής κυβέρνησης βρίσκονται εκτός ελέγχου, θα γυρίσουν και πάλι την πλάτη. Εξάλλου καθώς θα αντικαθίσταται «φθηνό χρέος» (βάσει των χαμηλών επιτοκίων των επίσημων δανείων) με «ακριβό χρέος» (βάσει των επιτοκίων με τα οποία σήμερα δείχνουν διατεθειμένες να μας δανείσουν οι αγορές) η δυναμική του χρέους μπορεί και πάλι να ανατραπεί.

Απαγορευτικό το κόστος δανεισμού

Η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου κινείται στην περιοχή του 4,2% – επίπεδο-ρεκόρ στην ευρωζώνη –, που σημαίνει ότι η πρόσβαση στις αγορές είναι απαγορευτική.

Η Ελλάδα καλείται να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών σε μια δύσκολη διεθνή συγκυρία. Οι βασικές κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια πιέζοντας το κόστος δανεισμού, την ώρα που οι εμπορικοί πόλεμοι, η τουρκική κρίση και η ιταλική αναταραχή δεικνύουν πως οι ελληνικοί τίτλοι παραμένουν ευάλωτοι στην πρώτη διεθνή κρίση που θα μπορούσε να προκύψει, καθώς για τις αγορές η Ελλάδα παραμένει αδύναμος κρίκος. Στο πλαίσιο αυτό, αν και στις 21 Σεπτεμβρίου η Moody’s εκτιμάται ότι θα προχωρήσει σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα της ελληνικής οικονομίας (η χώρα θα υπολείπεται ωστόσο κατά τρεις βαθμίδες της επενδυτικής διαβάθμισης μετά και την αξιολόγηση της Fitch), δύσκολα θα προχωρήσει η φημολογούμενη έκδοση ενός 10ετούς ομολόγου αναφοράς το φθινόπωρο, το νωρίτερο τον Σεπτέμβριο, ώστε να χτιστεί και η καμπύλη των αποδόσεων καθώς διεθνείς επενδυτές φέρεται να επιδιώκουν επιτόκιο 4,5%, ή ακόμα και 5%.
Για να εξυπηρετήσουμε το χρέος που λήγει έχουμε βέβαια και τα ρευστά διαθέσιμα ύψους των 24 δισ. ευρώ (με δανεικά από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας), που αρκούν μέχρι το 2020. Οσο θα αντλούμε όμως χρηματοδότηση από τα ρευστά διαθέσιμα για να αποφύγουμε τον ακριβό δανεισμό από τις αγορές, τόσο θα λιγοστεύει η ασφάλεια που παρέχουν, και αν δεν βελτιωθεί σημαντικά η εμπιστοσύνη των αγορών, θα βρεθούμε σύντομα στριμωγμένοι στη γωνία. Οι αγορές εξάλλου, αν και η οικονομία αναπτύχθηκε για πέμπτο διαδοχικό τρίμηνο, παραμένουν επιφυλακτικές, καθώς τα μεγάλα διαχρονικά προβλήματα δεν έχουν ακόμη λυθεί. Η υπερφορολόγηση, η βυζαντινή γραφειοκρατία και η δικαστική δυσλειτουργία αποθαρρύνουν τις ξένες επενδύσεις, ενώ πολυνομία, γραφειοκρατία, ανικανότητα της κρατικής μηχανής, διαφθορά και πελατειακή διαχείριση της εξουσίας, ακριβό συνταξιοδοτικό σύστημα, διογκωμένο Δημόσιο και αδύναμο εκπαιδευτικό σύστημα δεικνύουν το μέγεθος των προβλημάτων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ