Οσοι έχουν παρακολουθήσει από κοντά την πολιτική εξέλιξη του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ υπό την ηγεσία του, δεν εξεπλάγησαν από τον τόνο και το ύφος του διαγγέλματος της Ιθάκης. Για την ακρίβεια, δεν περίμεναν τίποτε καλύτερο.

Εξ αρχής ο κ. Τσίπρας, από τότε που ηγήθηκε του κόμματός του, υπήρξε κήρυκας διχασμού. Ο λόγος του ήταν οξύς και εν πολλοίς αυθαίρετος για πρόσωπα και καταστάσεις, κυριαρχούμενος από τις ιδεοληψίες και τις συνωμοσιολογικές «αλήθειες» μιας λαϊκιστικής, χωρίς επεξεργασίες, ιδιότυπης Αριστεράς, εκπαιδευμένης κατά βάση στα πεζοδρόμια, χωρίς ιδιαίτερες παραστάσεις διοίκησης, παραγωγής και διαχείρισης δημοσίων υποθέσεων.

Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, τα οποία συνέπεσαν με την ανάληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τον σημερινό πρωθυπουργό, το κόμμα και η βασική ομάδα που τον συνόδευε δεν αναγνώριζαν το εύρος και το βάθος αυτής, την αντιμετώπιζαν σαν γεγονός μικρής διάρκειας που θα παρέλθει, χωρίς μεγάλες συνέπειες.

Με την επιβολή του πρώτου μνημονίου άρχισαν να βλέπουν τη μεγάλη οικονομική κρίση ως δική τους ευκαιρία και να προσαρμόζονται κατά κάποιον τρόπο στις συνθήκες που άρχισαν να διαμορφώνονται.

Σύρθηκαν ουσιαστικά από τα γεγονότα που δημιούργησαν οι ομάδες των αγανακτισμένων αντιεξουσιαστών και αριστεριστών το καλοκαίρι του 2011 και η «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη, τα εκμεταλλεύτηκαν στη συνέχεια και έγιναν οι ίδιοι φορείς των ύβρεων και των προπηλακισμών.

Ολοι θυμούνται τις επιθέσεις και τη σωματική βία που άσκησαν τότε μέλη και στελέχη του κόμματος που σήμερα κυβερνά εναντίον πολιτικών τους αντιπάλων.

Αυτό το κλίμα έντασης, πόλωσης και πρωτοφανούς διχασμού πήρε συγκεκριμένη μορφή στις εκλογές του 2012 με εκείνο το απόλυτα διχαστικό και φασιστικής εμπνεύσεως σύνθημα «Ή εμείς ή αυτοί». Το οποίο εκφράστηκε με πιο ακραίο τρόπο τρία χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 2015, όταν επινοήθηκε το ανείπωτο «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».

Εκτοτε ο κ. Τσίπρας, όποτε δυσκολεύεται πολιτικά, όποτε τα αμείλικτα γεγονότα αποκαλύπτουν τη γύμνια του, επιστρατεύει την αυτή ρητορική της έντασης, του μίσους και του διχασμού. Επί της ουσίας δεν έχει τίποτε άλλο να πει, τίποτε άλλο να διακηρύξει…

Υποσχέθηκε λαγούς με πετραχήλια, χωρίς να είναι σε θέση να ικανοποιήσει το παραμικρό, κήρυξε επανάσταση κατά των ξένων και ξεπέρασε σε υποτέλεια τους πάντες, είδε τις απόψεις του για την κρίση και τη διαχείρισή της να κονιορτοποιούνται στην κυριολεξία, χρειάστηκε να αναθεωρήσει τα πάντα προκειμένου να αποφύγει το μοιραίο και έτσι αποδέχθηκε το τρίτο πρόγραμμα, το βαρύτερο όλων, την ολοκλήρωση του οποίου γιόρτασε με αυτόν τον τόσο διχαστικό τρόπο στην Ιθάκη.

Δεν είναι τυχαίο ότι στη δεδομένη στιγμή δεν είχε τίποτε να αναγγείλει για το μέλλον, δεν είχε κάτι να επιδείξει ως σχέδιο προοπτικής και ελπίδας, δεν έκανε την παραμικρή αναφορά σε ένα ολοκληρωμένο σχήμα πολιτικής για τη μεταμνημονιακή εποχή.

Παρά μόνο επιτέθηκε σε εκείνους που έσπευσαν να τον βοηθήσουν, να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες και εν τέλει να τον διασώσουν το καλοκαίρι του 2015.

Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν τον ρόλο και τη συμμετοχή των προσώπων σε εκείνες τις σκοτεινές 17 ώρες που ο κ. Τσίπρας αναζητούσε εναγωνίως λύση για να μη βγει η χώρα από το ευρώ και εκείνος και το κόμμα του να μην αντιμετωπίσουν την οργή και τη χλεύη των πάντων.

Επί της ουσίας ο κ. Τσίπρας παραμένει αναιδής και άφρων, δεν έχει συναίσθηση των συνθηκών που επικρατούν στην Ελλάδα, δεν συντονίζεται με τις προτεραιότητες των πολιτών, ούτε με τα ευρύτερα συμφέροντα της χώρας, παρά μόνο με τις δικές του εξουσιαστικές στοχεύσεις και φιλοδοξίες.

Γι’ αυτό και παραμένει επικίνδυνος για τη χώρα και τον λαό της, όπως τότε που διεκήρυττε ανοήτως εκείνο το διχαστικό «Ή εμείς ή αυτοί».

ΤΟ ΒΗΜΑ
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ