Ορισμένες φορές η αλήθεια βρίσκεται μπροστά μας αλλά δεν τη βλέπουμε. ‘Η κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε γιατί δεν θέλουμε να τη δούμε. Για πολλούς λόγους, προσωπικών συμφερόντων κυρίως.
Δέχθηκα στο προσωπικό μου e-mail την επιστολή που θα διαβάσετε παρακάτω. Σε αυτήν δεν θα βρείτε τίποτε απολύτως δικό μου· όλο το κείμενο ανήκει στην κυρία Γαρυφαλλιά Πιτσάκη, με την οποία επικοινώνησα για το αν ήθελε να αναφερθεί το όνομά της σε περίπτωση δημοσίευσης. Το άφησε πάνω μου, και εγώ δημοσιεύω και το κείμενο και το όνομά της.
Η κυρία Πιτσάκη, αρχιτέκτων το επάγγελμα, είναι γέννημα-θρέμμα Αργολίδος (Πουλακίδα) και παρακολουθεί το Φεστιβάλ Επιδαύρου από παιδί. Συνιστώ στη διεύθυνση του Φεστιβάλ να το διαβάσει προσεκτικά, αντικειμενικά, χωρίς δεύτερες σκέψεις και χωρίς να κάνει εξισώσεις που ενδεχομένως να καταλήγουν σε μια συνωμοσία.
Δεν υπάρχει συνωμοσία. Υπάρχει η γνώμη μιας γυναίκας άσχετης από κλίκες, που απλώς αγαπά το θέατρο και θέλει να εξακολουθήσει να πηγαίνει στον σημαντικότερο ίσως θεατρικό χώρο του κόσμου, τον χώρο που την κάνει να νιώθει υπερήφανη αφού κατάγεται από τον ίδιο νομό.
«Αλλη μια χρονιά σκληρής απογοήτευσης στην Επίδαυρο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, ή Ελληνικού Φεστιβάλ ή hellenic festival ή Greek festival. Γιατί ανάλογα με τον διευθυντή, αλλάζει και το όνομα του φεστιβάλ και αυτό δεν είναι απλώς μια λεπτομέρεια, είναι μια ενδεικτική παρατήρηση της παθογένειας της κομματικοποίησης της Τέχνης. Εξηγώ: Οι κατά καιρούς διευθυντές εκτιμώ πως θεωρούν δεδομένη την πολιτιστική αξία των παραστάσεων της Επιδαύρου, και μόνο μάχονται για την ανάδειξη του πολιτιστικού της κύρους. Ποιου κύρους; Του κομματικού;
Χρόνια έχω να δω παράσταση αρχαίου δράματος (οι κωμωδίες αρκεί να είναι ανάλαφρες για να μην ευτελίσουν τον θεσμό, οπότε μου φαίνεται ευκολότερος ο ανηφορικός δρόμος προς την ορχήστρα) που να είναι τουλάχιστον αξιοπρεπής. Φέτος, αγόρασα τα εισιτήριά μου νωρίς, οργάνωσα το καλοκαίρι μου γύρω από το φεστιβάλ, με την ελπίδα, για μια ακόμη φορά (και τελευταία· πλέον έβαλα μυαλό), να ανοίξουν οι θεατρικοί, σκηνογραφικοί και μουσικοί μου ορίζοντες εδώ, στα πάτρια, με κείμενα μοναδικά, εξιλέωσης και κάθαρσης, με φόντο το αργολικό τοπίο.
Από τις παραστάσεις που παρακολούθησα, θα σταθώ μόνο σε δύο. Είναι για μένα μια αφορμή να εκφράσω, τουλάχιστον επιγραμματικά, τον προβληματισμό μου για την εικόνα του ελληνικού φεστιβάλ Επιδαύρου, για το χαμηλό επίπεδο, για την κατρακύλα.
Ορέστης από το ΚΘΒΕ, με σκηνοθέτη τον διευθυντή του ΚΘΒΕ, τον Γιάννη Αναστασάκη. Ορέστης του Αναστασάκη, διότι αποκλείεται ο Ορέστης αυτός να ήταν του Ευριπίδη. Από πού να το πιάσω και πού να το αφήσω; Οτι σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια της παράστασης να φύγω ήταν το λιγότερο. Αναρωτιόμουν με ποια κριτήρια κατεβαίνουν οι θίασοι στην Επίδαυρο, προσπαθώντας να εξηγήσω γιατί, μα γιατί πήγαν όλα τόσο στραβά. Η γλώσσα, οι περισσότερες ερμηνείες (στημένες και αποκλεισμένες στην ποταπότητα του πρώτου Gestalt που έλεγαν και οι Απαράδεκτοι), η μουσική (ο Θεός να την κάνει), ο χορός, η χορογραφία, όλα.

Ολα.

Δεν μπορεί, σκέφτηκα, σίγουρα στην Επίδαυρο κατεβαίνουν οι μεγαλύτεροι θίασοι της χώρας και φαίνεται λογικό. Γιατί επομένως το επίπεδο ήταν τόσο χαμηλό; Μια Ηλέκτρα από τα βόρεια προάστια, που μάλλον πέρασε μια βόλτα και από το Αιγάλεω, με προσφωνήσεις στον Χορό όπως «καλή μου» (χρυσή μου θα ήταν μπασκλασαρία), με εκφράσεις κακής τηλεοπτικής σειράς της χρυσής δεκαετίας και με μια μολότοφ στο χέρι, διότι έτσι κάμουν επανάσταση τα νιάτα!

Ενας ασήμαντος καπετάνιος, ένας ανύπαρκτος Μενέλαος, ένας μάλλον τραγελαφικός Ορέστης, μια Ελένη που πέρασε και δεν ακούμπησε· σχόλιο στο ινσταγκραμικό πλέον λαϊφστάιλ. Ενας Απόλλωνας αλαζόνας, αχρείαστος, φλύαρος. Θεέ μου, τι ζούμε, σκεφτόμουν για όλο αυτό το μπάχαλο. Μια παράσταση ασύνδετη, με ατακαδόρικες στιγμές για να θυμηθούμε τα δράματα που έχουμε περάσει στην οικονομική κρίση και να γελάσει λίγο το χειλάκι μας. Μια παράσταση που δεν θα ‘ταν καλή ούτε σαν μαύρη κωμωδία.
Ούτε σχόλιο ήταν (πάνω σε τι δηλαδή να ήταν σχόλιο;), ούτε φρέσκια ήταν, ούτε μπόρεσα να καταλάβω γιατί δεν ακολουθήθηκε έστω η πεπατημένη, αφού δεν υπήρξε ίχνος φρεσκάδας και ταλέντου. Τι κακό έχει μια παράσταση αρχαίου δράματος που δεν είναι τίποτε παραπάνω από αυτό: καλή δουλειά πάνω σε ένα αρχαίο κείμενο δραματουργικό.
Η απάντηση ήρθε από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ.
Ναι, μια μάλλον αριστερή παράσταση (όπως και του Ορέστη –ο Θεός να την κάνει παράσταση). Ναι, μια μάλλον γκροτέσκα ματιά πάνω στην εξουσία. Η πεπατημένη, σκέφτηκα. Ενας ιταλικός νεορεαλισμός σχεδόν 70 χρόνια μετά την άνθισή του και μια ελαφρώς ταξική προσέγγιση της σκηνογραφίας, των κοστουμιών, της μουσικής –ξεπερασμένης κατά τη γνώμη μου αλλά ουχί χαμηλού επιπέδου. Δεν έχει τίποτε κακό η πεπατημένη, ίσως ακόμη και να δείχνει μια ταπεινότητα των συντελεστών, απέναντι στο κείμενο, στον Σοφοκλή, στον χώρο.

Ακόμη κι αν ο Πολυνείκης ντύθηκε παρτιζάνος, ακόμη κι αν ο Θησέας με τους ακολούθους του έμοιαζαν να ‘χουν έρθει στο χωριό από τα Εξάρχεια –ή όπως πιστεύει ο σκηνοθέτης-σκηνογράφος ότι είναι τα Εξάρχεια -, ακόμη κι αν ο Χορός ντύθηκε φτωχοί χωρικοί και εργάτες σε φάμπρικα με σκληρό και άκαρδο καπιταλιστή αφεντικό τον Κρέοντα, ακόμη κι έτσι η παράσταση ήταν αξιοπρεπής.

Τροφή για σκέψη δίνουν για μένα η γλώσσα, το αρχαίο κείμενο και στις δύο και οι αποδόσεις στην αγγλική. Διότι εκεί για μένα φαίνεται ξεκάθαρα πλέον η σκηνοθετική επιλογή του ύφους της παράστασης. Και δεύτερο και τελευταίο σημείο, η θέση της γυναίκας στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο. Ενα σκηνικό κι αυτή, ένα αδειανό πουκάμισο, χωρίς Ελένη. Διότι η Ελένη είναι γυναίκα. ‘Η που δεν έχουμε συναντήσει γυναίκα στη ζωή μας ή που γυναίκα δεν χωρά στην ελληνική κοινωνία, παρά μόνο αν είναι στο μπακγκράουντ. ‘Η αν είναι μάνα. Ευτυχώς που ο σκηνοθέτης-καλλιτεχνικός διευθυντής δεν μας μίλησε και για τη μάνα του στην παράσταση του δεύτερου κατά σειρά κρατικού θεάτρου της χώρας».