Στο νεκροταφείο Westwood Memorial Park του Λος Αντζελες βρίσκεται ο τάφος του Ρέι Μπράντμπερι που πέθανε το 2012. Στην επιτάφια πλάκα από γρανίτη ο επισκέπτης διαβάζει: «Ρέι Μπράντμπερι, 1920 – 2012. Συγγραφέας του Φαρενάιτ 451». Εκείνος ο σπουδαίος πεζογράφος έγραψε κι άλλα, εξίσου σημαντικά βιβλία, αλλά το Φαρενάιτ 451 παραμένει και σήμερα, εξήντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το πιο διάσημο μυθιστόρημά του, που ανήκει στα κορυφαία της επιστημονικής φαντασίας.
Το θέμα του (η καύση των βιβλίων) είναι πολύ παλιό, ωστόσο ο Μπράντμπερι το καθιστά εντελώς σύγχρονο. Εγραψε ένα δυστοπικό μυθιστόρημα που η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στο μέλλον, προκειμένου όμως να μιλήσει για ένα δυσοίωνο παρόν και για τους κινδύνους της εποχής του, οι οποίοι, μολονότι έχουν αλλάξει μορφή, επί της ουσίας παραμένουν ίδιοι και τώρα. Ο αντιδιανοουμενισμός, ο κομφορμισμός, η ομοιογενοποίηση, η πνευματική ευτέλεια και το άγχος που προκαλούν, τα οποία καταγγέλλονται στο μυθιστόρημα, είναι φαινόμενα που χαρακτηρίζουν εν πολλοίς και τις σημερινές δυτικές κοινωνίες.

Πυρονόμοι αντί για πυροσβέστες

Στους 451 βαθμούς της κλίμακας Φαρενάιτ καίγεται το χαρτί. Ο τίτλος είναι κάτι περισσότερο από χαρακτηριστικός. Βρισκόμαστε σε μια μελλοντική πόλη των ΗΠΑ, όπου οι πυροσβέστες είναι πλέον πυρονόμοι, δηλαδή εντεταλμένοι να καίνε όσα βιβλία βρίσκουν σε σπίτια των κατοίκων. Τα βιβλία δεν είναι μόνον άχρηστα αλλά και επικίνδυνα.
Βιβλία καίγονταν, κατάσχονταν ή απαγορεύονταν και κατά το παρελθόν. Ο αυτοκράτορας Τσιν Σι Χουάνγκ στην Κίνα είχε διατάξει την καύση των βιβλίων 460 σοφών που τα είχαν γράψει, τους οποίους και έθαψε ζωντανούς. Το Βατικανό είχε καταρτίσει από το 1559 έναν Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων (τον Index Librorum Prohibitorum), τον οποίο «πλούτιζε» συνεχώς επί τέσσερις αιώνες, που επισήμως καταργήθηκε το 1966 (ανάμεσα στα κορυφαία έργα του είχε περιληφθεί και ο Τελευταίος πειρασμός του Νίκου Καζαντζάκη). Στις 10 Μαΐου 1933 η παραληρούσα ναζιστική νεολαία έκαιγε στο Βερολίνο απέναντι από το Πανεπιστήμιο Χουμπλντ τα βιβλία πλήθους κορυφαίων συγγραφέων και επιστημόνων, όπως του Ζιντ, του Προυστ, του Τόμας Μαν, του Φρόιντ, του Αϊνστάιν και πλήθους άλλων.
Το φαινόμενο δεν έχει στην εποχή μας τις ίδιες διαστάσεις, αλλά και δεν έχει εκλείψει. Για να σταθώ σε ένα σχετικά πρόσφατο ευρωπαϊκό παράδειγμα: Στις 2 Νοεμβρίου 2013 το ουγγρικό νεοναζιστικό γκρουπ Mayar Nemzweti Arcvonal «γιόρτασε» την επέτειο της Νύχτας των Κρυστάλλων, όταν το 1938 το ναζιστικό καθεστώς εξαπέλυσε πανεθνικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Γερμανίας και της Αυστρίας, που σήμανε και την αρχή του Ολοκαυτώματος. Οι νεοναζιστές της Ουγγαρίας έκαναν το ίδιο με τους ναζιστές νεολαίους του 1933: έκαψαν δημοσίως τα βιβλία που έκριναν αντεθνικά και επικίνδυνα.

Τηλεόραση και όχι βιβλία

Τα ιστορικά παραδείγματα έχουν τη σημασία τους –και πολλά από αυτά επηρέασαν τον Μπράντμπερι. Ομως για πρώτη φορά προβάλλονται σε καθολική κλίμακα στη σύγχρονη εποχή. Βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του 1950, την περίοδο της έξαρσης του μακαρθισμού. Στη μελλοντική κοινωνία του Μπράντμπερι έχουμε έναν πρωταγωνιστή, τον Γκάι Μόνταγκ, ο οποίος είναι πυρονόμος και αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση κάθε φορά που καίει βιβλία. Ο Μόνταγκ είναι παντρεμένος αλλά η γυναίκα του, που παίρνει υπνωτικά χάπια, περνάει όλο της σχεδόν τον καιρό μπροστά στην τηλεόραση, όπως άλλωστε οι πάντες σχεδόν, που δεν αφιερώνουν χρόνο στον εαυτό τους, δεν σκέφτονται, αδιαφορούν για τη φύση, ακούν μουσική στη διαπασών και οδηγούν τα αυτοκίνητά τους με μεγάλες ταχύτητες.
Κάποια μέρα όμως συμβαίνει το απρόοπτο: ο Μόνταγκ συναντά τη 17χρονη Κλαρίς Μακ Κλέλαντ, η οποία δεν του κάνει κήρυγμα αλλά του υποβάλλει ερωτήσεις που ο ίδιος δεν είχε ως τότε υποβάλει στον εαυτό του: Τι γνώμη έχει για το άλφα ή το βήτα ζήτημα; Τον ευχαριστεί η ζωή του; Είναι ευτυχισμένος; Ο Μόνταγκ αναστατώνεται. Γιατί καίγονται τα βιβλία; Γιατί μια γυναίκα που της έκαψαν τα βιβλία της προτίμησε να καεί κι αυτή μαζί τους; Ο Μόνταγκ αρχίζει να κλέβει βιβλία από αυτά που εντέλλεται να κάψει. Κι όταν κάποια μέρα δεν πηγαίνει στη δουλειά του, τον επισκέπτεται ο προϊστάμενός του ονόματι Μπίτι και του εξηγεί πως η καύση των βιβλίων δεν προήλθε απευθείας από την κυβέρνηση. Ηταν αποτέλεσμα πίεσης από ομάδες επιφανών πολιτών που το ζητούσαν και το επέβαλαν. Και δίνει στον Μόνταγκ είκοσι τέσσερις ώρες προθεσμία να διαβάσει τα βιβλία που έκλεψε και να κρίνει μόνος του αν αξίζει ή όχι τον κόπο να καούν.

Η ποίηση και η τηλεόραση

Η εξέλιξη της υπόθεσης είναι συναρπαστική, καθώς ο ρυθμός επιταχύνεται. Ο Μόνταγκ ζητεί βοήθεια από τη γυναίκα του. Εκείνη όχι μόνο δεν τον βοηθά αλλά και τον καταδίδει. Βοήθεια βρίσκει από έναν συνταξιούχο καθηγητή ονόματι Φάμπερ. Ο τελευταίος του τονίζει πως εξίσου σημαντικό με το να διαβάζει κανείς βιβλία είναι και να αφιερώνει χρόνο για διάβασμα.
Μια μέρα που δύο φίλες της γυναίκας του την επισκέπτονται για να δουν από κοινού ειδήσεις στην τηλεόραση, ο Μόνταγκ τους διαβάζει το διασημότερο ποίημα του Μάθιου Αρνολντ Στην παραλία του Ντόβερ, που δημοσιεύτηκε το 1851. Εκείνες όχι μόνον δεν συγκινούνται αλλά φεύγουν ενοχλημένες.
Γιατί διαλέγει ο συγγραφέας αυτό ειδικά το ποίημα; Κατά πάσα πιθανότητα για δύο λόγους: ο πρώτος έχει σχέση με τη διαμόρφωση της συγγραφικής προσωπικότητας του Μπράντμπερι, που πέρασε στα νιάτα του ατελείωτες ώρες στις βιβλιοθήκες και επηρεάστηκε από σημαντικούς συγγραφείς του αμερικανικού Νότου: στην αρχή από τον Εντγκαρ Αλαν Πόου και στη συνέχεια από δύο μεγάλες κυρίες της πεζογραφίας των ΗΠΑ: τη Γιουντόρα Γουέλτι και την Κάθριν Αν Πόρτερ. Ο Μπράντμπερι αγαπούσε την ποίηση και αυτό εξηγεί ως έναν βαθμό και την ποιητικότητα της γραφής του. Και ο δεύτερος, συναφής λόγος, είναι πως ο Μάθιου Αρνολντ πίστευε πως η θρησκεία, που περνούσε μεγάλη κρίση στην εποχή του, θα έπρεπε να αντικατασταθεί από την ποίηση.
Εδώ όμως η τηλεόραση, μια εκκλησία δίχως Θεό, έχει υποκαταστήσει τα πάντα. Εξαφανίζει τον λόγο, τη σκέψη, την αιτία των πραγμάτων, οδηγώντας σε έναν άλλου είδους ατομικισμό: στην αδιαφορία για τα πάντα και στον κομφορμισμό, που χαρακτηρίζει μια ρηχή κοινωνία.

Η απόλυτη λογοκρισία

Τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή όταν η γυναίκα του Μόνταγκ τον καταγγέλλει και επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Ο προϊστάμενός του τον συλλαμβάνει και επιχειρεί να τον δολοφονήσει αλλά προλαβαίνει και τον εξοντώνει ο Μόνταγκ, που τώρα πλέον θα πρέπει να αγωνιστεί να σώσει τη ζωή του. Το σπίτι του το καίνε, όμως προλαβαίνει φεύγοντας να πάρει μαζί του μερικά βιβλία που είχε κρύψει στην αυλή. Εχοντας ανακαλύψει την αξία των βιβλίων ανακαλύπτει τη σημασία της προσωπικότητας που συναρτάται ευθέως με την αξία του πολιτισμού, ο βασικός εκφραστής του οποίου είναι το τυπωμένο κείμενο. Διαβάζοντας μαθαίνουμε να είμαστε ο εαυτός μας. Να είμαστε ανεξάρτητα άτομα και όχι ενεργούμενα του όποιου συστήματος. Το κάψιμο των βιβλίων συνιστά την απόλυτη λογοκρισία –και επομένως την ίδια τη φύση του ολοκληρωτισμού.
Το Φαρενάιτ 451, αν φαίνεται σήμερα τόσο σύγχρονο είναι επειδή μας προειδοποίησε για τα όσα ζούμε κι εμείς, που μοιάζουν μετεξελίξεις των όσων είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται στη δεκαετία του 1950. Είναι προβολή εκείνης της εποχής στο μέλλον, που ήρθε πολύ νωρίτερα από όσο είχε φανταστεί ο συγγραφέας. Και αν κρίνουμε από τη διάσημη φράση του Ντε Γκωλ σε έναν στρατηγό του, «το μέλλον διαρκεί πολύ» αλλά και «τρέχει», θα λέγαμε, με ταχύτητες μεγαλύτερες από εκείνες των αυτοκινήτων που οδηγούν οι κάτοικοι της δυστοπίας του Μπράντμπερι.

Ο τυπογραφικός πολιτισμός έχει μέλλον

Το Φαρενάιτ 451, μολονότι ο Μπράντμπερι είχε πει πως ήταν το μόνο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που είχε γράψει, δεν είναι απλώς βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, ούτε, πολύ περισσότερο, μελλοντολογικό θρίλερ (μολονότι από δομικής απόψεως έχει πολλά χαρακτηριστικά του θρίλερ). Ο συγγραφέας είχε πει ότι το έγραψε αντιδρώντας στις διώξεις και στο «κυνήγι μαγισσών» που είχε εξαπολύσει ο γερουσιαστής Μακάρθι και ασφαλώς είχε υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά της εποχής.

Προτού εκδοθεί το Φαρενάιτ 451 ο Μπράντμπερι προσπάθησε να προδημοσιεύσει αποσπάσματα σε έντυπα της εποχής. Ολοι οι εκδότες στους οποίους απευθύνθηκε υπήρξαν αρνητικοί, εκτός από τον νεαρό Χιου Χέφνερ που δημοσίευσε στα πρώτα τεύχη του Playboy κάποια αποσπάσματα.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1953, αλλά βιβλία καίγονταν από τους φανατικούς σε διάφορες Πολιτείες των ΗΠΑ. Το φαινόμενο είχε πάρει ενδημικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ σε ομιλία του στο Dartmuth College να πει απευθυνόμενος στους φοιτητές: «Μην ακολουθείτε αυτούς που καίνε βιβλία. Μη φοβάστε να πάτε στη βιβλιοθήκη και να διαβάσετε όποιο βιβλίο δεν προσβάλλει την αξιοπρέπειά σας. Αυτή θα πρέπει να είναι η μόνη λογοκρισία».
Ποιοι όμως έκαιγαν βιβλία; «Οχι εγώ» είπε ο γερουσιαστής Μακάρθι. «Δεν έχω κάψει κανένα βιβλίο» – και συμπλήρωσε ότι ο πρόεδρος θα πρέπει να εννοούσε τον υπουργό Εξωτερικών Τζον Φόστερ Ντάλες που διέταξε τις αμερικανικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού να αποσύρουν από τα ράφια τους και να καταστρέψουν όλα τα βιβλία κομμουνιστών και συνοδοιπόρων.
Οι ΗΠΑ διέθεταν τότε 230 θαυμάσιες βιβλιοθήκες στο εξωτερικό. Αλλά ο Μακάρθι δεν ήταν διόλου «αθώος του αίματος», ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα βιβλία που υπήρχαν στις βιβλιοθήκες της χώρας, πολλά από τα οποία οι υπεύθυνοι τα κατέστρεψαν ή τα έκαψαν. Αυτό το κλίμα θέλησε να μεταφέρει στη δυστοπική του αλληγορία ο Μπράντμπερι καταγγέλλοντας τα μέτρα καταστολής, φίμωσης και συνειδησιακού ελέγχου που είχε επιβάλει ο Μακάρθι, ο οποίος τέσσερα χρόνια μετά την έκδοση του Φαρενάιτ 451 πέθανε αλκοολικός.
Αργότερα ο Μπράντμπερι είπε πως το βιβλίο το έγραψε προκειμένου να προειδοποιήσει για τους κινδύνους που διέτρεχε το βιβλίο και η κοινωνία από την εξάπλωση των νέων μέσων μαζικής επικοινωνίας και ιδίως της τηλεόρασης. Θεωρείται σήμερα προφητικό το ότι οι τηλεοράσεις στο μυθιστόρημά του είναι επίπεδες, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας παραξενεύει για έναν συγγραφέα που στα νιάτα του θαύμαζε τον Ιούλιο Βερν. Ούτε για τους κινδύνους του αυξανόμενου κιτρινισμού, για τους οποίους προειδοποιούσε τους αναγνώστες του. Στον αγώνα του να αντιμετωπίσει την τηλεόραση, εκείνο το επιθετικό νήπιο της τεχνολογίας, ο Τύπος άρχισε να ρίχνει συνεχώς το επίπεδο και παρά ταύτα να χάνει συνεχώς φύλλα.
Την απάντηση την έδωσε μια μεγάλη εφημερίδα: οι New York Times, όταν τη διεύθυνσή τους ανέλαβε ένα παλιό και έμπειρο στέλεχός της, ο πολύς Ρόζενταλ, από τους κορυφαίους δημοσιογράφους του Μεταπολέμου. Ανέβασε το επίπεδο, εγκαινίασε τα αιχμηρά και πολυεπίπεδα ρεπορτάζ, διαμόρφωσε την εφημερίδα κατά τμήματα και άνοιξε τις σελίδες της στους διανοούμενους και στους συγγραφείς της χώρας. Και όταν οι New York Times εγκαινίαζαν το 1986 το ειδικό ένθετο κάθε εβδομάδα για το βιβλίο, επιβεβαιωνόταν ότι ο τυπογραφικός πολιτισμός είχε μπροστά του πολύ μέλλον ακόμη.
«Εκεί που καίγονται σήμερα βιβλία, αύριο θα καίγονται άνθρωποι» είχε πει ο γερμανός ποιητής Ερρίκος Χάινε τον 19ο αιώνα. Στο δυστοπικό μυθιστόρημα του Μπράντμπερι, που επηρεάστηκε από τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο του Χάξλεϊ και το 1984 του Οργουελ, καίγονται και άνθρωποι και βιβλία. Αλλά κλείνοντας το Φαρενάιτ 451 ο αναγνώστης αποκομίζει και μια νότα αισιοδοξίας. Παρά τους κινδύνους, η ανθρωπότητα έχει τις απαντήσεις. Η γνώση είναι τελικά δύναμη. Γιατί όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους αν καταφέρεις να τα θέσεις, όπως απέδειξε ο μέγας γάλλος μαθηματικός Εβαρίστ Γκαλουά.