Αν ζούσε ακόμη, η Γουίτνεϊ Χιούστον θα γιόρταζε πριν από μερικές ημέρες τα 55α γενέθλιά της. Πρόλαβαν ωστόσο οι δαίμονές της να την οδηγήσουν σε ένα άδοξο τέλος το 2012, στα 49 της χρόνια –πνίγηκε στην μπανιέρα δωματίου ξενοδοχείου στο Μπέβερλι Χιλς -, ένα τέλος που έλαβε ακόμη πιο τραγικές διαστάσεις τρία χρόνια αργότερα, με τον σχεδόν πανομοιότυπο θάνατο της 22χρονης κόρης της, Μπόμπι Κριστίνα Μπράουν. Η μοίρα μιας από τις μεγαλύτερες σταρ του τραγουδιού τις τελευταίες δεκαετίες είχε σφραγιστεί από τον εθισμό της στις ουσίες: αν αυτός οφειλόταν περισσότερο στην κακή επιρροή του ακατάλληλου, ανταγωνιστικού συζύγου της, Μπόμπι Μπράουν, ή στην ανασφάλεια που συνοδεύει πολύ συχνά ένα εξωπραγματικό χάρισμα δεν θα μάθουμε ποτέ. Ωστόσο, δύο νέα ντοκιμαντέρ, το «Whitney» του Κέβιν Μακ Ντόναλντ και το «Whitney: Can I Be Me» των Νικ Μπρούμφιλντ και Ρούντι Ντόλεζαλ, που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους μήνες (το μεν πρώτο έκανε πρεμιέρα στο εφετινό Φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε το βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου, το δεύτερο είναι διαθέσιμο στο Netflix), αποπειρώνται να ρίξουν φως στις αιτίες του πρόωρου θανάτου της και στα χρόνια της παρακμής που είχαν προηγηθεί.
Γεννημένη το 1963, η Γουίτνεϊ Ελίζαμπεθ Χιούστον μεγάλωσε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, σε μια περίοδο κατά την οποία η περιοχή μαστιζόταν από φυλετικές ταραχές, αλλά δεν υπήρξε ποτέ «κορίτσι του γκέτο». Τα παιδικά της χρόνια δεν ήταν ακριβώς ειδυλλιακά, αφού οι γονείς της, ο πρώην στρατιωτικός Τζον Ράσελ Χιούστον τζούνιορ και η τραγουδίστρια των γκόσπελ Εμιλι «Σίσι» Χιούστον, διατηρούσαν και οι δύο διάφορες εξωσυζυγικές σχέσεις και δεν άργησαν να πάρουν διαζύγιο. Ηταν ακόμη μαθήτρια σε ιδιωτικό καθολικό σχολείο θηλέων όταν μυήθηκε για πρώτη φορά στα ναρκωτικά υπό την καθοδήγηση των μεγαλύτερων αδελφών της. Την ίδια περίοδο έγινε κολλητή φίλη με τη Ρόμπιν Κρόφορντ –κρατήστε αυτό το όνομα, διότι θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Μεγάλωσε σε περιβάλλον που μεσουρανούσε στον χώρο της μουσικής: τη βάφτισε η Νταρλίν Λαβ, ήταν πρώτη εξαδέλφη της Ντιόν Γουόργουικ και θεωρούσε επίτιμη θεία της την Αρίθα Φράνκλιν. Επειτα από μια σύντομη καριέρα στο μόντελινγκ, η ευειδής Αφροαμερικανίδα υπέγραψε δισκογραφικό συμβόλαιο.

Τα πρώτα χρόνια μιας μεγάλης καριέρας

Οι επαγγελματίες που ήταν υπεύθυνοι για το χτίσιμο της εικόνας της θέλησαν να την πλασάρουν ως μια άσπιλη πριγκίπισσα της ποπ: αγνή, ταπεινή και υπεράνω φυλής. Οποιο κομμάτι ακουγόταν πολύ «μαύρο» έπρεπε να ηχογραφηθεί ξανά προκειμένου να έχει θέση στο άλμπουμ της. «Δεν θέλαμε έναν θηλυκό Τζέιμς Μπράουν» ακούγεται να λέει στο ντοκιμαντέρ του Μπρούμφιλντ ένας από τους υπαλλήλους της δισκογραφικής εταιρείας Arista Records. Χάρη στη στρατηγική των διαχειριστών της καριέρας της έγινε γρήγορα σταρ παγκόσμιου βεληνεκούς. Σε κάθε success story υπάρχει ωστόσο ένα τίμημα που πρέπει να πληρωθεί.
Η κοινότητα από την οποία προήλθε της γύρισε την πλάτη επειδή θεώρησε ότι απαξίωσε την κουλτούρα τους. Το 1989, στην απονομή των Soul Train Awards (τα βραβεία της αφροαμερικανικής μουσικής βιομηχανίας), κάποιοι μάλιστα τη γιούχαραν, της φώναζαν ότι είχε ξεπουληθεί. Ενας μουσικός που είχε συνεργαστεί μαζί της δηλώνει στο «Whitney: Can I Be Me» πως η ίδια ποτέ δεν συνήλθε από αυτή την τραυματική εμπειρία. Βρισκόταν στην κορυφή –μέχρι τότε είχε ήδη κερδίσει έντεκα American Music Awards και δύο βραβεία Grammy, είχε κυκλοφορήσει το πιο επιτυχημένο ντεμπούτο άλμπουμ γυναίκας καλλιτέχνιδας και κρατούσε ένα αξιοθαύμαστο ρεκόρ: επτά συνεχόμενα σινγκλ της είχαν γίνει Νο 1 στα αμερικανικά τσαρτς -, όμως τα «αδέλφια» της δεν την αποδέχονταν. Δεν είναι τυχαίο που εκείνη τη βραδιά γνώρισε και ερωτεύτηκε το «κακό παιδί» Μπόμπι Μπράουν, ο οποίος συμβόλιζε το ακριβώς αντίθετο από εκείνη: ήταν άτακτος και πολύ black.
Για το τρίτο άλμπουμ της, με τίτλο «I’m Your Baby Tonight», συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τους παραγωγούς L.A. Ράιντ, Babyface και τον Στίβι Γουόντερ, δίνοντας έμφαση σε έναν πιο σέξι, πιο φάνκι r’n’b ήχο. Παρότι φαινόταν να αντιμετωπίζει το ζήτημα του χρώματος του δέρματός της αμήχανα και αμφίθυμα, είχε ταχθεί ευθαρσώς κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική –είχε μάλιστα συμμετάσχει και στη μεγάλη συναυλία που πραγματοποιήθηκε στο Γουέμπλεϊ προς τιμήν των 70ών γενεθλίων του Νέλσον Μαντέλα. Η σχέση της με τον Μπόμπι Μπράουν πήγαινε φαινομενικά καλά. Παντρεύτηκαν το 1992, μια χρονιά που αποδείχθηκε καθοριστική για κάθε πτυχή της ζωής της. Πρωταγωνίστησε στην ταινία «Σωματοφύλακας», ένα τεράστιο κινηματογραφικό σουξέ, στο σάουντρακ του οποίου περιλαμβανόταν ένα τραγούδι που έμελλε να γίνει το μεγαλύτερο χιτ της. Ο δίσκος έχει μέχρι σήμερα πουλήσει περισσότερα από 45 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και η διασκευή της Χιούστον στο τραγούδι «I Will Always Love You» της Ντόλι Πάρτον, ένα μάστερκλας ερμηνείας, ακουγόταν παντού για μήνες. Μια γυναίκα στη Βρετανία εξέτισε μάλιστα ποινή φυλάκισης επτά ημερών έπειτα από μήνυση που της έκανε μια γειτόνισσά της επειδή άκουγε το τραγούδι στη διαπασών κυριολεκτικά όλη μέρα.
Από την αρχή είχε διάφορα προβλήματα με τον σύζυγό της: ο Μπράουν ήταν οξύθυμος, άπιστος, κυκλοθυμικός και εθισμένος σε διάφορες ουσίες, όμως όλα τα ελαττώματά του γιγαντώθηκαν όταν αυτή κατέκτησε τον κόσμο. Ο Μπράουν ζήλευε φρικτά την επιτυχία της χωρίς να γνωρίζει πώς να διαχειριστεί αυτό το τόσο έντονο συναίσθημα. Εκείνη προσπάθησε να τον ηρεμήσει δίνοντάς του πιο σημαντικό ρόλο στην επαγγελματική ζωή της, κάνοντας μαζί του ναρκωτικά και, τελικά, υποβαθμίζοντας τον εαυτό της. Ο ίδιος φαίνεται να μην έχει ακόμη πολύ σαφή αίσθηση της πραγματικότητας –σε ένα στιγμιότυπο του ντοκιμαντέρ «Whitney», όταν τον ρωτούν σχετικά με τις καταχρήσεις, αυτός περιορίζεται στη φράση: «Δεν είναι αυτό που τη σκότωσε».
Στα δύο ντοκιμαντέρ φανερώνονται και διάφορες πλευρές της που το κοινό δεν γνώριζε. Ηταν, για παράδειγμα, αφάνταστα ανταγωνιστική, σε κάποια παλιά βίντεο φαίνεται να μιλάει με τη μητέρα της υποτιμητικά για πολλούς συναδέλφους της, αν και το πιο δηλητηριώδες σχόλιο το κρατάει για την Πόλα Αμπντούλ: «Το κορίτσι αυτό τραγουδάει φάλτσα ακόμη και στον δίσκο της. Τι μένει τελικά; Μια εικόνα που όλοι ξέρουμε ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα». Υπάρχουν ωστόσο και αποκαλύψεις πιο σοκαριστικές. Στο «Whitney: Can I Be Me» η έμφαση δίνεται στη σχέση της με τη Ρόμπιν Κρόφορντ, που από κολλητή της φίλη χρίστηκε δεξί της χέρι και πολλοί πιστεύουν ότι υπήρξε ερωμένη της και ο πραγματικός έρωτας της ζωής της, ο μόνος άνθρωπος που νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη. Οταν οι φήμες για την αμφιφυλοφιλία της άρχισαν να ακούγονται πιο έντονα, το θρησκόληπτο οικογενειακό περιβάλλον της έκανε τα πάντα για να απομακρύνει την Κρόφορντ από το πλευρό της, αποτελούσε άλλωστε το μοναδικό εμπόδιο μπροστά στην πλήρη οικονομική εκμετάλλευσή της. Οταν ωστόσο η Ρόμπιν έθεσε στη Γουίτνεϊ το δίλημμα «Ή ο Μπόμπι ή εγώ», εκείνη τάχθηκε στο πλευρό του τότε συζύγου της.
Το «Whitney» από την άλλη, το οποίο μάλιστα γυρίστηκε με την έγκριση της οικογένειάς της, ρίχνει μία ακόμη μεγαλύτερη βόμβα, αφού αποκαλύπτει πως όταν η ντίβα ήταν παιδί είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από την εξαδέλφη της Ντι Ντι Γουόργουικ (πέθανε το 2008), αδελφή της γνωστής τραγουδίστριας Ντιόν Γουόργουικ και μετρίως επιτυχημένη τραγουδίστρια. Η Ντιόν έδωσε πριν από μερικές ημέρες συνέντευξη δηλώνοντας πως θεωρεί εξωφρενικούς τους ισχυρισμούς, το ίδιο και η μητέρα της Γουίτνεϊ. Ο σκηνοθέτης Μάρτιν Μακ Ντόναλντ επιμένει ωστόσο πως παρατήρησε στα ντοκουμέντα που του παρείχαν οι συγγενείς ότι στις ταινίες που είχαν τραβηχτεί όσο ήταν έφηβη έμοιαζε σαν να μη νιώθει άνετα μέσα στο ίδιο της το δέρμα, η συμπεριφορά της του θύμισε ανθρώπους που είχαν υποστεί κάποιο τραύμα κατά την παιδική τους ηλικία. Το ντοκιμαντέρ στηρίζεται στη μαρτυρία της θείας της και προσωπικής βοηθού της, Πατ Χιούστον, η οποία δήλωσε πως η Γουίτνεϊ τής είχε εξομολογηθεί τις εξαιρετικά δυσάρεστες παιδικές αναμνήσεις της, καθώς και στην παρόμοια εξιστόρηση του αδελφού της, Γκάρι, ο οποίος λέει πως έπεσε στα ναρκωτικά εξαιτίας αυτών που είχε ζήσει ως παιδί. Το γεγονός επίσης ότι η ίδια η Χιούστον καταδίκαζε στις συνεντεύξεις της με περισσότερο πάθος από αυτό που επεδείκνυε συνήθως όσους κακομεταχειρίζονται παιδιά δίνει αυξημένες πιθανότητες να έχει βάση το σενάριο της σεξουαλικής κακοποίησης.
Αυτό που παραμένει ακλόνητο γεγονός είναι πως η Γουίτνεϊ Χιούστον είχε πέσει θύμα φοβερής εκμετάλλευσης από τα κοντινά της πρόσωπα. Ο ίδιος της ο πατέρας είχε στήσει κομπίνα και καταχράστηκε δεκάδες εκατομμύρια δολάρια από την περιουσία της –είχαν μάλιστα εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη -, ενώ μια ολόκληρη επιχείρηση εις βάρος της την είχε στραγγίξει οικονομικά: τα αδέλφια της την προμήθευαν με ναρκωτικά και εκείνη μοίραζε τα χρήματά της αφειδώς σε όποιον δικό τους της το ζητούσε. Ο Τζόι Αρμπαγκεϊ, υπεύθυνος σε δισκογραφική εταιρεία, περιγράφει στο «Whitney» πώς ήταν να προσπαθείς να φτιάξεις ένα άλμπουμ με τη Χιούστον στα τέλη των 90s: εκατομμύρια δολάρια ξοδεύονταν για ηχογραφήσεις που πετιούνταν τελικά στον κάλαθο των αχρήστων. Η εθισμένη στα ναρκωτικά, συναισθηματικά ξοδεμένη, χωρίς καμία πυξίδα ή δημιουργική διέξοδο τραγουδίστρια δεν μπορούσε να βρει τον δρόμο προς το φως. «Ηταν ένα βαθιά πονεμένο κορίτσι» καταλήγουν οι περισσότεροι από όσους είχαν ζήσει κοντά της τότε.
Είναι βεβαίως πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε κοινό θνητό να κατανοήσει πόσο απομονωμένος από τον κόσμο είσαι όταν φτάνεις σε τέτοια επίπεδα φήμης. Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσε να συγκριθεί με την ιστορία της Χιούστον ήταν αυτή του Μάικλ Τζάκσον. Αλλο ένα θηριώδες ταλέντο με δυστυχισμένο τέλος. Γι’ αυτό και είχαν βρει παρηγοριά ο ένας στον άλλον οι δύο ομοιοπαθείς. Ενίοτε μάλιστα συναντιόντουσαν σε δωμάτια ξενοδοχείων και για πολλή ώρα δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους. Και μόνο το γεγονός ότι μοιράζονταν το ίδιο φορτίο απάλυνε προσωρινά τον πόνο τους.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Αυγούστου 2018.