Στο τεύχος της 19ης Ιουλίου 2018 της αμερικανικής επιθεώρησης «New York Review of Books» φιλοξενήθηκε ένα μικρό διήγημα του Ian McEwan (Ιαν Μακ Γιούαν), κατά πολλούς του σημαντικότερου εν ζωή βρετανού συγγραφέα.
Η ιστορία τοποθετείται κάπου στην τρίτη χιλιετία και ο αφηγητής αναπολεί για χάρη ενός νεότερου συνομιλητή την ερωτική σχέση του με την υπέροχη Jenny, ένα πλάσμα που δεν είχε αναπτυχθεί στη μήτρα καμιάς μητέρας αλλά ήταν ένα τεχνολογικό προϊόν. Η σχέση είχε εκτυλιχθεί κάπου πενήντα χρόνια νωρίτερα και σε αυτό το διάστημα πολλά είχαν αλλάξει στις σχέσεις των ανθρώπων και των androids, όπως ονομάζει ο συγγραφέας αυτά τα πλάσματα που φαίνεται πια πως απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα με τους ανθρώπους.
Οπως θα διαβάσετε στο σχετικό με την τεχνητή νοημοσύνη άρθρο μας, οι επιστήμονες προσπαθούν σήμερα να διορθώσουν τις προκαταλήψεις των δημιουργημάτων τους. Είναι δύσκολο για εμάς τους κοινούς θνητούς να φανταστούμε το μέλλον, αλλά, ευτυχώς, γι’ αυτό υπάρχουν οι καλλιτέχνες. Ζητώντας την επιείκειά σας για την ελεύθερη δική μου μετάφραση, σας παραδίδω στην ευφυΐα του Μακ Γιούαν.
«Θα μπορούσε μια μηχανή να έχει συνείδηση; ‘Η, τοποθετημένο αλλιώς, ήταν οι άνθρωποι απλώς βιολογικές μηχανές; Οι θετικές απαντήσεις και στα δύο ερωτήματα κατανάλωσαν δεκαετίες λογομαχιών μεταξύ νευροεπιστημόνων, κληρικών, φιλοσόφων, πολιτικών και του κοινού. Τελικά, με μεγάλη καθυστέρηση, παραχωρήθηκε στους τεχνητούς ανθρώπους πλήρης προστασία σε πλήθος συνελεύσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το ίδιο έγινε και με τα τέκνα μεικτής προέλευσης… Ενα android μπορούσε να ιδρύσει μια επιχείρηση, να γίνει πλούσιο, να χρεοκοπήσει, να μηνυθεί και να σκοτωθεί, κατ’ αντίθεση με το να καταστραφεί. Η δική μου γενιά ενηλικιώθηκε αμέσως ύστερα από αυτά τα ανήσυχα χρόνια παθιασμένης και αγχώδους ενατένισης. Η έννοια του να είσαι άνθρωπος είχε κατά έναν ενδιαφέροντα ή τραγικό τρόπο επεκταθεί…
Επειτα, όπως συχνά συμβαίνει με αμφισβητήσιμες κοινωνικές αλλαγές, όταν αυτά τα θέματα έχουν συζητηθεί και η νομοθεσία έχει εγκριθεί, η ζωή συνεχίζεται και σύντομα κανένας δεν θυμάται προς τι ήταν η όλη φασαρία… Στο κάτω-κάτω, οι καινούργιοι μας φίλοι μάς έμοιαζαν πολύ, μόνο που ήταν πιο αγαπητοί. Μπορούσες να τους εμπιστευθείς, αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος για τον οποίο πολλοί από αυτούς ασχολήθηκαν με τη δικηγορία, τα τραπεζιτικά και την πολιτική και ξεκίνησαν έναν εξαιρετικά αναγκαίο εξορθολογισμό αυτών των θεσμών. Είχαν τη φροντίδα στη φύση τους και πολλοί έγιναν γιατροί και νοσοκόμοι. Ηταν δυνατοί και γρήγοροι και αποτέλεσαν τα δύο τρίτα της ολυμπιακής ομάδας μας… Απεδείχθησαν εξαιρετικοί μουσικοί και συνθέτες σε όλα τα είδη της μουσικής. Και αν ποτέ ανησυχούσαμε ότι έδειχναν να είναι καλοί σε όλα, μπορούσαμε να συγχαίρουμε τους εαυτούς μας, καθώς επρόκειτο για δική μας δημιουργία, κατ’ εικόνα μας, το απάνθισμα της καλλιτεχνικής και τεχνολογικής μεγαλοφυΐας μας, Ηταν, όπως συχνά λεγόταν, η καλύτερή μας εκδοχή».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ