Την περασμένη Πέμπτη η Apple πέτυχε κάτι που εταιρείες-ορόσημα του σύγχρονου καπιταλισμού δεν είχαν καν τολμήσει να ονειρευτούν: η κεφαλαιοποίησή της πέρασε το κατώφλι του 1 τρισ. δολαρίων. Πρόκειται για ένα μοναδικό success story στα παγκόσμια επιχειρηματικά χρονικά. Οχι μόνο επειδή η χρηματιστηριακή αξία της Apple έφθασε να μετριέται με… 13 ψηφία, αλλά και επειδή η εταιρεία που δημιούργησε εντυπωσιακά δημοφιλείς συσκευές υψηλής τεχνολογίας, όπως τα iMac, τα iPod, τα iPad και φυσικά το iPhone, πριν από 21 χρόνια είχε φθάσει στο χείλος της χρεοκοπίας.
Η περίπτωση της Apple ωστόσο, παρά το απίστευτο ρεκόρ που πέτυχε, δεν είναι μοναδική. «Αποτελεί την ιδανική αφορμή για να αντιληφθούμε πώς μια ομάδα από τεχνολογικές εταιρείες έφθασαν να ελέγχουν ολόκληρη την αμερικανική οικονομία» σημειώνει ο Ματ Φίλιπς των «New York Times». Διότι η Apple μαζί με την Amazon, το Facebook και την Google «τα τελευταία εννέα χρόνια έχουν δημιουργήσει και διατηρήσει το εννεαετές ράλι στη Wall Street και στις άλλες μεγάλες αγορές του πλανήτη. Το δεύτερο σε διάρκεια μετά εκείνο που τερματίστηκε το έτος 2000» αναφέρει ο συντάκτης της αμερικανικής εφημερίδας.
Η παραγωγική επιτυχία των εταιρειών αυτών, όχι μόνο η χρηματιστηριακή, έχει εξάλλου δώσει αποφασιστική ώθηση στην οικονομία των ΗΠΑ, που αναπτύσσεται σήμερα με τον ταχύτερο ρυθμό της τελευταίας δεκαετίας.
Κοινωνικές επιπτώσεις
Εξετάζοντας το φαινόμενο οι οικονομολόγοι αναρωτιούνται αν και κατά πόσο η άνθηση των υπερ-επιχειρήσεων του τεχνολογικού κλάδου συμβάλλει στην καθήλωση των μισθών, στη συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και στην αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εξάλλου η τεράστια κοινωνική και πολιτική δύναμη που έχουν αποκτήσει οι γιγαντιαίοι αυτοί όμιλοι οδήγησε κάποια μέλη του Κογκρέσου να ζητούν να τεθούν ρυθμιστικά όρια στην ανάπτυξή τους.
«Είναι το σημαντικότερο φαινόμενο της εποχής μας και αφορά την οικονομική ανάπτυξη, την ανισότητα και την καταναλωτική ευημερία» εκτιμά ο Ρόνι Μικαέλι, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Το 1975 ήταν 109 εταιρείες που συγκέντρωναν το ήμισυ των κερδών του συνόλου των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρειών. Σήμερα ο πλούτος αυτός καταλήγει στα χέρια μόλις 30 εταιρειών, σύμφωνα με έρευνα της Καθλίν Κέιλι και του Ρενέ Στουλτς των Πανεπιστημίων της Αριζόνα και του Οχάιο αντιστοίχως.
Την περασμένη Πέμπτη η Apple ανακοίνωσε αύξηση των τριμηνιαίων κερδών της κατά το ένα τρίτο (έφθασαν στα 11,52 δισ. δολ.) συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι. Κι αυτή ήταν η αφορμή που εκτίναξε την τιμή της μετοχής της εταιρείας πάνω από τα 207 δολάρια στη Wall Street. Η διαφορά του κόστους παραγωγής και της τιμής πώλησης των iPhone, των iPad και των άλλων προϊόντων της Apple είναι η μεγαλύτερη που έχει παρατηρηθεί από τουλάχιστον το 1950, σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσαν το 2017 ο Γιαν Ντε Λέκερ του Princeton και ο Γιαν Εκχουτ του University College London.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι η διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων έχουν δημιουργήσει εταιρείες γιγαντιαίων διαστάσεων που εμφανίζουν και κέρδη αναλόγων διαστάσεων. Στον τεχνολογικό τομέα η επιχειρηματική αυτή ενοποίηση έχει δημιουργήσει τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες και πιο αποτελεσματικές από οικονομικής απόψεως εταιρείες, που συνιστούν το δυναμικότερο κομμάτι της οικονομίας των ΗΠΑ.
Το 2007 κυκλοφόρησε το πρώτο iPhone και πολύ σύντομα άλλαξε τις σχέσεις της κοινωνίας με την τεχνολογία. Πάνω από 1,4 δισ. συσκευές έχουν πουληθεί μέχρι σήμερα. Η Apple, άλλωστε, και η Google παρέχουν σήμερα το λογισμικό για την κατασκευή του 99% όλων των έξυπνων τηλεφώνων που κυκλοφορούν. Το Facebook και η Google εισπράττουν 59 σεντς από κάθε δολάριο διαδικτυακής διαφήμισης στις ΗΠΑ. Η Amazon κυριαρχεί στο ηλεκτρονικό εμπόριο και ήδη επεκτείνεται αστραπιαία σε τομείς όπως οι υπηρεσίες streaming μουσικής και βιντεοταινιών.
Συγκέντρωση παντού



Ασφαλώς η τάση ενοποίησης και συγκέντρωσης των επιχειρηματικών δυνάμεων δεν αφορά μόνο τον κλάδο της τεχνολογίας. Σήμερα σχεδόν το ήμισυ του ενεργητικού του συνόλου του αμερικανικού χρηματοοικονομικού συστήματος ελέγχεται από πέντε τράπεζες. Στα τέλη του 1990 οι πέντε μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ ήλεγχαν μόλις το ένα πέμπτο της αγοράς.
Την τελευταία δεκαετία οι έξι μεγαλύτερες αεροπορικές εταιρείες των ΗΠΑ συγχωνεύθηκαν σε τρεις. Επίσης, μόνο τέσσερις εταιρείες ελέγχουν σήμερα το 98% της αμερικανικής αγοράς ασύρματων επικοινωνιών. Και οι τέσσερις αυτές εταιρείες θα γίνουν τρεις αν οι εποπτικές αρχές επιτρέψουν τη συγχώνευση της T-Mobile και της Sprint.
Η ενοποίηση μεγιστοποιεί, όπως είναι φυσικό, τα κέρδη. «Εκείνο που μένει από τις εξαγορές και συγχωνεύσεις είναι περισσότερα κέρδη που μεταφράζονται σε μεγαλύτερες αποδόσεις για τους επενδυτές» σημειώνουν οι ειδικοί.
Αυτό, ασφαλώς, είναι καλό για το κοινωνικό σύνολο μόνο αν τα κέρδη αυτά επιστρέφουν κατά κάποιον τρόπο πίσω στην κοινωνία. «Αλλά αν τα μετοχικά μερίδια των τεχνολογικών εταιρειών αρχίσουν να διασκορπίζονται στους πολλούς, θα είναι δύσκολο για την υπόλοιπη αγορά να κρατηθεί σε συνοχή» δηλώνει ο Τζάστιν Γουόλτερς, συνιδρυτής της Bespoke Investment Group που ειδικεύεται σε έρευνες της κεφαλαιαγοράς.
Οι θεωρητικοί της οικονομίας που μελετούν την αγορά εργασίας συνδέουν τη διαδικασία ενοποίησης των επιχειρήσεων με την αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και τη συρρίκνωση του μεριδίου του εθνικού πλούτου που καταλήγει στους εργαζομένους. Ετσι, το λεγόμενο εργατικό μερίδιο της οικονομίας συρρικνώνεται στις ΗΠΑ και στις άλλες πλούσιες χώρες από το 1990. Πρόκειται για μια διαδικασία που συμπίπτει με την έναρξη της τάσης για ενοποίηση των επιχειρήσεων. Και όσο η μεγαλύτερη έκταση λαμβάνει η ενοποίηση αυτή, όσο μεγαλύτερη είναι δηλαδή η εταιρική συγκέντρωση, τόσο μικρότερο είναι το μερίδιο του πλούτου που απομένει για τους εργαζομένους.

Συμπιέζουν τους μισθούς
Οι οικονομολόγοι διαφωνούν για την αιτία και τις επιπτώσεις του φαινομένου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι εταιρείες όπως η Apple, η Amazon και η Google επένδυσαν πολλά για να αποκτήσουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά και τώρα είναι σε θέση να συσσωρεύουν κέρδη δίχως να δαπανούν πολλά για να εξασφαλίζουν εργατικό δυναμικό.
Αλλοι υποστηρίζουν ότι σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από λίγους εργοδότες ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για την εξεύρεση εργαζομένων είναι μικρός και ως εκ τούτου η πίεση για μισθολογικές αυξήσεις χαμηλή. Ορισμένοι προχωρούν ακόμα περισσότερο υποστηρίζοντας ότι όταν οι εργοδότες είναι λιγότεροι και ισχυρότεροι η ισχύς των εργαζομένων αποδυναμώνεται. Ακόμα και ο αριθμός των εργαζομένων που μετέχουν στα εργατικά συνδικάτα μειώνεται.
Ως εκ τούτου οι διοικήσεις των επιχειρήσεων υφίστανται μικρότερες πιέσεις για διανομή μεγαλύτερου μερίσματος των κερδών τους στους εργαζομένους. Την ίδια ώρα μάλιστα που υφίστανται κλιμακούμενες πιέσεις εκ μέρους των μετόχων και επενδυτών για μεγαλύτερη κερδοφορία και για τη διανομή υψηλότερων μερισμάτων σ’ αυτούς.
Πολιτικά αντίβαρα
«Η ισχύς των επιχειρήσεων διαρκώς γιγαντώνεται, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι μεγάλοι όμιλοι είναι ανίκητοι» παρατηρεί ο Ματ Φίλιπς των «ΝΥΤ». Ο ρεπόρτερ εξηγεί ότι όσο συσσωρεύουν εξουσία οι εταιρείες τόσο αυξάνεται η… πρόκληση για τους πολιτικούς και για τις εποπτικές αρχές να θέσουν όρια, κανόνες και περιορισμούς στη λειτουργία των επιχειρήσεων και στη διαχείριση της εξουσίας τους. Και αναφέρει ως παράδειγμα το πρόστιμο των 5 δισ. δολαρίων που επέβαλαν οι αντιμονοπωλιακές αρχές της ΕΕ στην Google για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά –υποχρεώνει τους κατασκευαστές κινητών τηλεφώνων να εγκαθιστούν δικές της εφαρμογές στις συσκευές τους.
Ορισμένοι αναλυτές κάνουν λόγο για «διωγμό» των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων (όχι μόνο τεχνολογικών, αλλά και τραπεζικών και άλλων) από τις κυβερνήσεις που θέλουν να θέσουν όρια στη λειτουργία τους. Ισως οι κυβερνήσεις να επιχειρούν πρωτίστως να περιορίσουν το ροκάνισμα των δικών τους εξουσιών από τους επιχειρηματικούς κολοσσούς. Ισως τα ελατήριά τους να έχουν σχέση με τον διεθνή ανταγωνισμό των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα), που βρίσκονται άλλωστε στα πρόθυρα ενός γενικευμένου εμπορικού πολέμου.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι «διώκτες» των επιχειρηματικών κολοσσών ενεργούν και εκ μέρους (και προς όφελος) και των ψηφοφόρων τους. Διότι, αν μη τι άλλο, οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση. Τα iPhone άλλωστε, όπως και όλα τα επιχειρηματικά προϊόντα και οι υπηρεσίες, όσο δημοφιλή κι αν είναι από καταναλωτικής πλευράς, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις ψήφους των πολιτών.

HeliosPlus