Υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, δημοσκοπικά καθημαγμένος, βρίσκεται οριστικά σε φάση αποδρομής με τη χορωδιακή υπόκρουση ενός πανελλήνιου «φύγετε!» –φυσικά, πλην «Λακεδαιμονίων». Υποτίθεται επίσης ότι η Νέα Δημοκρατία, σε δημοσκοπική μπουνάτσα, όταν δεν κάνει ακροδεξιά τσαλίμια, παραμένει συντηρητική ή βαθιά συντηρητική. Με αυτούς τους όρους, η περιγραφή και η αξιολόγηση των δύο «μεγάλων», ακόμη και όταν δεν αποδίδουν με ακρίβεια την πραγματικότητα, είναι τουλάχιστον ευανάγνωστες. Πιο δυσανάγνωστο είναι το πολιτικό ρεπορτάζ για το Κίνημα Αλλαγής, εκτός και αν κανείς ξέρει καλά τη λακανική ψυχαναλυτική θεωρία για το παιδί που, όντας ακόμα στο διαβόητο στάδιο του καθρέφτη, δεν έχει σαφή αντίληψη για την ταυτότητά του και δεν μπορεί να συλλάβει το σώμα του ως οργανικό σύνολο. Το Ποτάμι, φρεσκοχωρισμένο από κοίτης (κυριολεκτικά) και τραπέζης (πιο μεταφορικά) από το Κίνημα Αλλαγής, θέλει να περιφρουρήσει την ταυτότητά του (λίγα αλλά γάργαρα νερά), ωστόσο επί του παρόντος δεν είναι και τόσο βέβαιο για το πού θέλει να εκβάλει –ένα μυστήριο ακριβώς αντίστροφο εκείνου που περιέβαλλε τον Νείλο στην αρχαιότητα, όπου όλοι ήξεραν το Δέλτα του αλλά κανείς τις πηγές του. Οι ΑΝΕΛ βρίσκονται ήδη στο βαρυτικό πεδίο της μαύρης τρύπας και το ΚΚΕ αρκείται να είναι ο ίδιος και απαράλλακτος απλανής αστέρας με σταθερή απόσταση ετών φωτός από την απείθαρχη και απρόβλεπτη πραγματικότητα. Επίσης, προαναγγέλλονται κομήτες και πεφταστέρια από δεξιά και αριστερά, την ώρα που άλλοι μοιάζει να προσδοκούν έναν αστεροειδή που θα τερματίσει την εποχή των δεινοσαύρων.
Αλλά ακόμη και αν όλα αυτά δεν συνθέτουν ακριβώς μια πολιτική δυστοπία, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη απαισιοδοξία για να διαπιστώσεις ότι σε αυτό το σκηνικό το αίτημα για ανιδιοτελείς πατριωτικές συναινέσεις και μεγάλους συνασπισμούς ηχεί παράταιρο. Και θα παραμένει απλό αίτημα όσο το «πίστευε και μη ερεύνα» μιας «προοδευτικής» θεολογίας θα καταχράται τον ζωτικό χώρο του πολιτικού πραγματισμού. Γιατί προϋπόθεση για την κανονικότητα που μέσα στην κρίση όλο και πιο πολλοί λιτανεύουμε είναι αυτός ο πραγματισμός. Και προϋπόθεση του πραγματισμού είναι να δούμε κατάματα την παράξενη χώρα που θέλουμε να κάνουμε κανονική.
Παράξενη χώρα που, αφού εόρτασε διάφορες εκδοχές «προοδευτικής» αλλαγής, ταλανίζεται ακόμη με τα προκαταρκτικά και ετοιμάζεται, λέει, να αφουγκραστεί ακόμη έναν «Προγραμματικό Διάλογο για μια νέα, προοδευτική κοινωνική πλειοψηφία», όπου, θέλει να ελπίζει κανείς, δεν θα καταναλωθεί υπερβολικός χρόνος προκειμένου να εδραιωθεί επιστημονικά και φιλοσοφικά η προοπτική του αειφόρου κομμουνισμού. Παράξενη χώρα, αφού η πλειονότητα αυτής της προοδευτικής πλειοψηφίας κατάγεται άμεσα από το χορωδιακό συγκρότημα που διέπρεψε σε πιο ηρωικές εποχές με την καντάτα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Παράξενη χώρα που συγχέει την απλή λογική με την απλή αναλογική.
Παράξενη χώρα, που επιτρέπει στους πολιτικούς της το παιχνίδι του επικοινωνιακού ετεροκαθορισμού («δεν είμαστε αυτό που είναι οι άλλοι, είμαστε αυτό που δεν είναι οι άλλοι») χωρίς να πολυνοιάζεται να τους ρωτήσει ποιοι πραγματικά είναι οι ίδιοι και που δεν μοιάζει να έχει εμπεδώσει ακόμη ότι η πολιτική ηθική των μεν δεν πιστοποιείται ούτε αναγκαστικά, ούτε επαρκώς δι’ απλής καταγγελίας των σκανδάλων των δε. Παράξενη χώρα, που αφού χόρτασε να μουντζώνει τους εξ ορισμού «κακούς», αφού δοκίμασε στο πονεμένο πετσί της τους «καλούς» και αφού γνώρισε το «ηθικό πλεονέκτημα» και την «καλοσύνη των άλλων», αντί να απαιτεί επιτέλους ουσιαστικό διάλογο, ανέχεται ακόμα τους εκατέρωθεν ακροβολιστές της μανιχαϊστικής κενολογίας. Παράξενη χώρα, όπου κανείς δεν σκέφτεται, ή δεν τολμά, να πει στον επίδοξο, και γενικά μάλλον προσεκτικό, Πρωθυπουργό της ότι, ακόμη και από καθαρά επικοινωνιακή άποψη, είναι πολύ σοφότερο και προτιμότερο να πει ότι η παράταξή του θα προσπαθήσει να μην επαναλάβει τις αμαρτίες του παρελθόντος παρά να αναμηρυκάζει κοινότοπες μεγαλοστομίες υποσχόμενος «να βγάλει τη χώρα από το σκοτάδι και να την οδηγήσει στο φως».
Γιατί στο κάτω-κάτω ο μόνος που μπορεί να το κάνει αυτό είναι ο νυν που, σαν τον αριστοφανικό Δικαιόπολη, σκέφτηκε κάποια στιγμή, και πριν από τα πολιτικά εγκαύματα που του επεφύλασσε το ολέθριο σύφλογο της Αττικής, να πιάσει πρώτος στασίδι στην Πνύκα και να περιμένει τους ευρωπαίους «πρυτάνεις» για το αυγουστιάτικο «Ηχος και Φως» της πιο αυτοσυγχαρητήριας από τις αυταπάτες του. Και καλύτερα που τελικά φαίνεται να επιλέγει το ακριτικό Καστελλόριζο, όπου η ελύτεια «μεταφυσική του φωτός» τουλάχιστον θα μπορούσε, αν μπορούσε, να «νησιωτίσει» την πίκρα μας.
* Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ