«Λέγεται Μέγαρο Ντάνις. Το αγόρασα δέρνοντας ανθρώπους σε όλη μου τη ζωή». Ενας ηλικιωμένος άνδρας περιγράφει σε δύο απρόσκλητους επισκέπτες τον τρόπο με τον οποίο απέκτησε το σπίτι του στην Μπάχα Καλιφόρνια του Μεξικού.
Γνωστός κάποτε στους κύκλους της Δικαιοσύνης του Λος Αντζελες ως σκληρός και αποτελεσματικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, έχει αποσυρθεί πια από την ενεργό δράση και στα 72 του διάγει τον ήσυχο βίο ενός απομάχου. Τουλάχιστον, έως ότου κληθεί να αναλάβει την υπόθεση του ύποπτου θανάτου ενός Αμερικανού και της ασφάλειας ζωής που κληροδοτεί στην όμορφη χήρα του. Με αυτόν τον τρόπο, 60 χρόνια μετά την τελευταία του εμφάνιση σε βιβλίο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Φίλιπ Μάρλοου επανέρχεται στο επάγγελμά του –τον κίνδυνο. Οχι διά χειρός του δημιουργού του, μια και ο Τσάντλερ πέθανε το 1959, αλλά με τις ευλογίες των κληρονόμων του, οι οποίοι επέλεξαν τον βρετανό συγγραφέα Λόρενς Οσμπορν για να γράψει το «Only to Sleep» (εκδ. Penguin Random House), το οποίο κυκλοφόρησε στις 24 Ιουλίου.
Αρχέτυπο του αμερικανού ντετέκτιβ που πρωταγωνιστεί στο κλασικό αμερικανικό νουάρ, το λεγόμενο hardboiled, γόης, αρρενωπός, κυνικός, ηθικός και αντιήρωας, ο Φίλιπ Μάρλοου εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1939 στο μυθιστόρημα «Ο μεγάλος ύπνος». Πρωταγωνίστησε σε επτά μυθιστορήματα, μια συλλογή διηγημάτων, 11 κινηματογραφικές ταινίες και διάφορες ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές σειρές. Τον υποδύθηκε ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, αλλά και ο Ρόμπερτ Μίτσαμ και ο Ντικ Πάουελ. Περιγράφοντας με την αποστασιοποιημένη ματιά του ανθρώπου που τα έχει δει όλα (ως πρώην βοηθός του γενικού εισαγγελέα της κομητείας του Λος Αντζελες) την τόλμη των εγκληματιών και τη διαφθορά των Αρχών, τα παρασκήνια της υψηλής κοινωνίας και τη γοητεία των μοιραίων γυναικών, υπήρξε το κατεξοχήν όχημα με το οποίο ο Ρέιμοντ Τσάντλερ μετέτρεψε το ταπεινό αστυνομικό σε τέχνη. Με τόση επιτυχία μάλιστα ώστε ο ίδιος να μνημονεύεται σήμερα ως λογοτεχνική κορυφή του είδους και το δημιούργημά του να έχει αυτονομηθεί από τον συγγραφέα του ζώντας έναν ιδιότυπο δεύτερο βίο στα χέρια άλλων.
Πράγματι, αντί ο Φίλιπ Μάρλοου να παραμείνει στο κλασικό του ράφι, όπως ο Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ, έχει εξελιχθεί σε ισχυρότατο brand, ανάλογο του Σέρλοκ Χολμς ή του πανθέου των ηρώων του Στιγκ Λάρσον, άξιο να διαιωνίζεται από διακεκριμένους συγγραφείς. Εκεί που οι επίσημες συνέχειες του Κόναν Ντόιλ και του «Κοριτσιού με το τατουάζ» υπογράφονται από ικανούς μπεστσελερίστες όπως οι Αντονι Χόροβιτς και Ντέιβιντ Λάγκερκραντς, αντίστοιχα, ο αμερικανός ντετέκτιβ μπορεί να καυχάται ότι έχει πίσω του τον σημαίνοντα νουάρ λογοτέχνη Ρόμπερτ Πάρκερ (1991), τον θεωρούμενο υποψήφιο νομπελίστα Μπέντζαμιν Μπλακ, κατά κόσμον Τζον Μπάνβιλ (2014), και τον ανατέλλοντα αστέρα Λόρενς Οσμπορν.
Το βιβλίο του Βρετανού, ο οποίος έχει γράψει άλλα τέσσερα μυθιστορήματα και διατηρεί τακτική longform αρθρογραφία στο «New York Times Magazine», στον «New Yorker», στο «Playboy», επαινέθηκε ιδιαίτερα στον αμερικανικό Τύπο. Η Λόρα Λίπμαν έγραφε στις 17 Ιουλίου στους «New York Times» ότι ο Οσμπορν τηρεί ευλαβικά τις συμβάσεις του Τσάντλερ (τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές, τις ανατροπές και τις προδοσίες), αφήνοντας όμως να αιωρείται μια κάποια αμφιβολία για το αν τελικά ο χαρακτήρας είναι το υπόδειγμα της ανδρικής τιμής που λογιζόταν στο παρελθόν. Οπωσδήποτε, τηρεί κατά γράμμα τον χαρακτηρισμό του Ρέιμοντ Τσάντλερ για τον ιδιωτικό ερευνητή του: «Ο ντετέκτιβ είναι έξω και πάνω από την αφήγηση και πάντα θα είναι. Γι’ αυτό δεν κερδίζει ποτέ το κορίτσι, ποτέ δεν παντρεύεται, ποτέ δεν έχει ιδιωτική ζωή, εκτός από το να τρώει, να κοιμάται και να έχει ένα μέρος να αφήνει τα ρούχα του».