«Αριστος τρόπος τού αμύνεσθαι το μη εξομοιούσθαι»
Marcus Aurelius
«Τα εις εαυτόν»
«Show not tell» –«Δείχνε, μην εξηγείς» –είναι μια παλιά, καλή συμβουλή για κάθε πεζογράφο, κάθε θεατρικό συγγραφέα. Δραματοποίησε, δείξε, κάνε πράξη εκείνο που συμβαίνει. Αυτό έχει σημασία. Τι νιώθει ο ήρωας; Η πιο κοινότοπη, η πιο μπανάλ και εντέλει η πιο αναποτελεσματική ερώτηση που κάνει ο θεατής-αναγνώστης. Κι όμως την κάνει συχνά και ο συγγραφέας-δημιουργός, όταν παρασύρεται σε «ψυχολογικές προσεγγίσεις», χτίζοντας έναν χαρακτήρα. Μια ερώτηση ολωσδιόλου δευτερεύουσα. Ως θεατή τι με νοιάζει η ψυχολογία όταν «ζω» την πράξη; Η πράξη. H μεταβολή της τύχης ενός μέσου ήρωα, ενός ηθικά όμοιού μας. Η πράξη: το όχημα που οδηγεί τον μύθο, που εξελίσσει την ιστορία, που δημιουργεί μια νέα συνθήκη.
Η «ψυχολογία» έχει καταστρέψει παραστάσεις, σκηνοθεσίες, βιβλία, ακόμη και ζωές. Κάτι ήξεραν η αρχαίοι: Πράξη. Οταν τίθεται το δίλημμα, όταν παρεμβαίνει το εμπόδιο, πράττεις. Με δυο λόγια: στα δύσκολα, ή ωριμάζεις ή χάνεσαι.
Ερχονται στιγμές, έρχονται περίοδοι στη ζωή, όπου αυτή η δραματουργική συμβουλή είναι θησαυρός. Φέρ’ ειπείν σε περιόδους κρίσης, όταν η τύχη σχεδόν όλων μας μεταβάλλεται. Στιγμές όπου η πρώτη αντίδραση, βασισμένη στο παλιό μοντέλο, είναι να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να στροβιλίζεσαι ανάμεσα σε ευμετάβλητα «νιώθω» και νεφελώδη «αισθάνομαι», παραδέρνοντας ανάμεσα στην αυτολύπηση και τον αυτιστικό θρήνο. Και να που εκείνες τις ωραίες ημέρες ο καθρέφτης δεν παράγει απαντήσεις, δεν παρηγορεί, δεν ταΐζει φαντασιώσεις.
Τα τελευταία χρόνια αποτυπώνουν ανάγλυφα αυτό το νευραλγικό πέρασμα από το «νιώθω» στο «πράττω». Από μια «ψευδοευαισθησία», απότοκο μιας περιόδου τεχνητής ευμάρειας, όπου ακόμα και οι ελάχιστες μετακινήσεις του θυμικού αποτελούσαν θέμα, σε μια πιο μασίφ, πιο στωική, πιο ηρωική αν θέλετε στάση ζωής, όπου κάθε άτομο, κάθε οικογένεια, κάθε κοινότητα, ακόμη και κάθε κυβέρνηση, είναι αναγκασμένη να στύψει το μυαλό της, να δράσει, ώστε να βρει τρόπους να ξεπεράσει τη θεόρατη κοτρόνα που, διόλου τυχαία, κατολίσθησε στον δρόμο της.
Υστερα από μια χρόνια καθίζηση στη μελοδραματική επικράτεια του «άκου πώς αισθάνομαι» και των εξεζητημένων επιταγών του τύπου «να περνάμε καλά», μεταφερθήκαμε σχεδόν ακαριαία σε μια πολύ πιο συνεκτική συλλογική αφήγηση. Μια σκληρή αφήγηση γεμάτη συγκρούσεις και εμπόδια –πολύ πιο καθαρή μέσα στην τραγικότητά της –η οποία απαιτεί δράση, πράξη, λιγότερο ή περισσότερο επώδυνη για τον καθένα.
Ωστόσο ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια «σκέπη» για τις όποιες πράξεις του. Μια διανοητική αναφορά. Ολα τα σημερινά αφηγήματα, μηδενός εξαιρουμένου, είναι πλήρως αποκωδικοποιημένα, απομαγεμένα, χρησιμοποιημένα. Κοινώς, σκάρτα, χρεοκοπημένα. Ο καλύτερος επικοινωνιολόγος δεν μπορεί να πλασάρει ένα νέο πρόταγμα στην πίστα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παίξει με εκδοχές του πεπερασμένου, ψιμυθιωμένες ως νέες. Εξ ου και βλέπουμε αυτή την τραγικοκωμική επανάληψη παλαιών αφηγήσεων, κεντημένων με τον λαϊκισμό που παράγουν η σύγχρονη εποχή και η απόλυτη επικράτηση της τεχνολογίας. Στην πολιτική η κυριαρχία τού «τα λέω έξω απ’ τα προσχήματα», σε αντίθεση με την υποτιθέμενη «ψευδοκουλτούρα» της ελίτ είναι το κυρίαρχο εργαλείο που παράγει ηγέτες τύπου Τραμπ. Το νταηλίκι στη σύνοδο του ΝΑΤΟ ήταν μνημειώδες, οι υπερβολές και τα παιδιάστικα πείσματα («Εάν δεν γίνει αυτό που θέλω, οι ΗΠΑ θα φύγουν από το ΝΑΤΟ»). Τα εφηβικά τουιταρίσματα με τα θαυμαστικά και η συνεχής χρήση του δίπολου κακό – καλό γράφουν, περνάνε στη μάζα. Εντέλει σε επίπεδο ηγετών, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, αλλά και αλλαχού, έβγαλαν τα σκ… τους στη φόρα.
Ο μέσος άνθρωπος, ο μέσος ψηφοφόρος –εάν υπάρχει κάτι τέτοιο σήμερα –επιλέγει τι ψηφίζει με βάση το επίκαιρο, το φαντασμαγορικό, το viral. Η διάχυση του μηνύματος είναι ακαριαία, οπότε εκείνο που χτυπάει στο μάτι είναι το πιο εντυπωσιακό, το πιο κραυγαλέο. Και αυτό δεν θα είναι ποτέ μια εις βάθος ομιλία, ένας λόγος αναλυτικός, ερμηνευτικός.
Η αντιπαράθεση σε αυτό το μοντέλο είναι εξαιρετικά δύσκολη. Πώς η νεο-ελίτ θα πετάξει από πάνω της το στίγμα του «ψευδο -διανοούμενου;». Με το να τα λέει απλοϊκά; «10 τρόποι να…», «Do και don’t;». Τα δόγματα, οι θεωρίες, τα οράματα και τα συστήματα ανήκουν πλέον σε ένα παρωχημένο φαντασιακό. Εκείνο που καλύπτει μια νοσταλγική ανάγκη, όπως του να ακούς δίσκους από βινύλιο. Ο άνθρωπος, ως ομιλούν και σκεπτόμενο μέλος ενός απείρως πιο μεγάλου συνόλου, μια σκνίπα αναλογικά του Σύμπαντος, θα έπρεπε να κατοικεί πέρα από το επίκαιρο και τη διαχείρισή του. Ο άνθρωπος είναι διαρθρωμένος εντός της κοσμικής τάξης, οπότε για να μπορέσει πλέον να σκεφτεί πέρα από τα τετριμμένα απαιτείται θεωρητική πανουργία, όπως έλεγε ο Αξελός. Μιλάμε δηλαδή για μια εντελώς άλλη θεώρηση του κόσμου, για την οποία δεν είμαστε προετοιμασμένοι και η οποία θα μας χτυπήσει την πόρτα όχι τόσο αργά όσο φαντάζονται μερικοί. Τα διλήμματα και τα θέματα που θα κληθούμε να απαντήσουμε σε έναν ορίζοντα μισού αιώνα είναι πέραν της σημερινής φαντασίας μας.
Αρθρα και θεωρίες περί των ηθικής τάξεως θεμάτων που θα προκύψουν γράφονται διαρκώς –άλλα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και άλλα απλώς αναμασήματα. Τα σημερινά εργαλεία πολιτικής αφήγησης, ακόμη και οι σκέψεις που οδηγούν σε καθημερινές αποφάσεις είναι στην πλειονότητα επιπέδου παιδικής χαράς όσον αφορά αυτά που πρόκειται να αρθούν μπροστά μας. Καθώς ο άνθρωπος αναλίσκεται σε εκείνο που θα του αποφέρει ηρεμία και ευζωία μέσα στο περιορισμένο διάστημα του βίου, δεν μπορεί να συλλάβει εκείνο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει. Το μέλλον, στην εκθετικά επιταχυνόμενη εξέλιξη του κόσμου είναι προς το παρόν άρρητο. Εκείνο που απαιτείται είναι εγρήγορση, ευελιξία, περίσκεψη, διορατικότητα, ένας άλλος τρόπος σκέψης.
Μοιραία τα ζητήματα που μπαίνουν λοιπόν είναι φιλοσοφικά. Αλλιώς καταναλώνεται κανείς στο καθημερινό πολιτικό κουτσομπολιό, το οποίο είναι πλέον έτσι οργανωμένο, ώστε να κατατρώγει μαζί με τα υπόλοιπα μικρο-trends το μεγαλύτερο μέρος της μέρας, μιας μέρας με χίλιες δυο άλλες συμβάσεις, ενδιαφέρουσες ή μη, με αποτέλεσμα μια ακινησία σκέψης και περισυλλογής ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα έξυπνο σλάλομ διαμέσου των δεδομένων.
Χωρίς να θέλω να προβάλω ένα δίπολο μικρού/μεγάλου, έναν μελλοντικό μανιχαϊσμό, το θέμα δεν είναι να βρούμε τη μέση οδό, αλλά να τεντώσουμε την ερώτηση σε σημείο θραύσης. Πόσο συναίσθηση του είναι του μπορεί να έχει ένας πολίτης που είναι ταυτόχρονα ψηφοφόρος, οικογενειάρχης, υποκείμενο που εκτίθεται στη συγκεκριμένη καθημερινότητα και ταυτόχρονα δεν αντιλαμβάνεται ότι η σημερινή επικοινωνιακή εργαλειοθήκη είναι παλαιολιθική; Πώς μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει ότι η καθημερινότητά του μπορεί να εξελίσσεται και να επηρεάζεται ανάλογα με τα γεγονότα, την ίδια στιγμή που το μοναδικό συμπαντικό του αποτύπωμα είναι κάτι που αφήνει καθημερινά; Πώς να καταλάβει ότι αυτή ακριβώς η αδιάκοπη επανάληψη των αναγκαίων δράσεων και η διαρκής επίθεση των σλόγκαν τον εμποδίζουν να το «σκεφτεί», τον αποτρέπουν από το να χρησιμοποιεί αυτό το αποτύπωμα ως όπλο αντίστασης, στάσης και κοσμοθεωρίας; Δύσκολο να παίζεις σε δύο ταμπλό, το εφήμερο και το μεγάλο, ταυτόχρονα. Κι όμως, είναι ακριβώς αυτό που οφείλουμε να κάνουμε. Πέρα από τις «ψυχολογίες» και τα hashtag.
* Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ