Χρόνια πριν, αρκετά θα έλεγα, πηγαίνοντας στο σπίτι του για μια συνέντευξη δεν ήξερα τι ακριβώς θα αντιμετωπίσω. Όταν ένας δημιουργός έχει τόσα χρόνια παραγωγής στο ενεργητικό του, είναι λογικό να είσαι σε ένα μικρό συναγερμό για το πώς θα του συμπεριφερθείς και κυρίως πώς θα σου συμπεριφερθεί.
Μάταιες αυτές οι βαριές σκέψεις… Η απλότητά του, η αμεσότητά του, ο τρόπος που τρατάρει τον επισκέπτη του και κυρίως το γεγονός ότι εκείνος χαμήλωνε με μια αυθεντική ευγένεια, για να σε πλησιάσει και να μην σε κάνει να αισθανθείς άσχημα, ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά για να βάλεις τον Μάνο Ελευθερίου στην καρδιά σου. Και τον έβαλα. Α, και φυσικά το χιούμορ του, λεπτό αλλά βιτριολικό, χιούμορ αστικού τύπου, χειρουργικό και άμεσο. Ένα χιούμορ που δεν προκαλούσε μόνο γέλια έως δακρύων αλλά σε έβαζε σε τροχιά σκέψης.
Ο Μάνος Ελευθερίου, γεννημένος στην πολυαγαπημένη του Σύρα, έφερε στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι ένα άρωμα πολιτικής αύρας. Τα χρόνια που έζησε στη γενέτειρά του έως τα 14 – 15 χρόνια ήταν σκληρά. Τον πατέρα του τον πρωτογνώρισε αργά. Ηταν ναυτικός και είχε αποκλειστεί λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά δεν το έκανε επιτηδευμένα, δεν το έκανε για να το κάνει. Το έκανε ουσιαστικά για να προσδώσει στο λαϊκό τραγούδι νέα αρώματα.
Αρώματα που τουλάχιστον όταν άρχισε εκείνος να γράφει τα είχε ανάγκη (το τραγούδι). Αλλωστε όπως εκείνος είχε πει σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» «Κανένας ζωγράφος δεν ζωγραφίζει όπως ζωγράφιζαν πριν από 50 χρόνια, κανένας ηθοποιός δεν παίζει όπως έπαιζαν οι ηθοποιοί του ’50. Το τραγούδι μένει παγωμένο στο κουπλέ και το ρεφρέν και σε ένα μόνο θέμα: τον έρωτα. Που πολλές φορές είναι τόσο άθλιο τραγούδι που αναρωτιέσαι πώς μπορεί να θριαμβεύσει ένας τέτοιος εμετικός έρωτας σε μια καλύβα του Καραγκιόζη».