Γεγονότα επί γεγονότων και εξελίξεις επί εξελίξεων δεν αφήνουν τη χώρα να κεφαλαιοποιήσει ούτε καν το αποτέλεσμα τόσων και τόσων θυσιών στα πολλά χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Oσοι παρακολουθούν από κοντά την οικονομική πορεία της χώρας διαπιστώνουν μεν τη δημοσιονομική πρόοδο, αλλά παρατηρούν ότι η ανάπτυξη παραμένει αναιμική, μη δυνάμενη να προσφέρει την απαιτούμενη ορμή προκειμένου να ελευθερωθούν η χώρα και οι χειμαζόμενοι πολίτες της. Επιχειρηματίες και τραπεζίτες διατηρούν έντονες επιφυλάξεις για την πορεία των πραγμάτων στο επόμενο διάστημα.
Πώς θα ξεφύγουμε από την καχεκτική ανάπτυξη
Ο τουρισμός, παρότι ενισχύεται, αρχίζει να δείχνει σημάδια κόπωσης. Οι αφίξεις ξένων τουριστών είναι μεν αυξημένες, αλλά τα έσοδα του τουριστικού τομέα παραμένουν στάσιμα, δεν ακολουθούν το ρεύμα επισκεπτών των τελευταίων ετών. Εκτιμάται δε ότι την επόμενη χρονιά η κόπωση θα είναι εμφανέστερη και σε επίπεδο αφίξεων. Ηδη οι ανταγωνιστικοί προς την Ελλάδα γειτονικοί προορισμοί ανασυγκροτούνται και καλύπτουν σιγά-σιγά τις απώλειες των προηγούμενων πέντε ετών. Επιπλέον, η αύξηση των εξαγωγών – σημαντική και ενδιαφέρουσα – δεν αρκεί να καλύψει το κενό ανάπτυξης της τελευταίας οκταετίας. Και οι επενδυτικές πρωτοβουλίες δεν είναι τέτοιες ακόμη ούτε ικανές να δημιουργήσουν κύμα προόδου και εκτίναξης της οικονομικής δραστηριότητας. Επίσης, η κατανάλωση παραμένει λειψή εξαιτίας των αναιμικών εισοδημάτων, καθώς η ανεργία διατηρείται στα επίπεδα το 20%, και τίποτε δεν βεβαιώνει ότι προσεχώς θα ανοίξουν νέες δουλειές, ικανές να απορροφήσουν μαζικά εργαζομένους και να ενισχύσουν καθοριστικά τα εισοδήματα των πολιτών.
Ετσι, επιφανείς τραπεζίτες εκτιμούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης το 2018 θα προσεγγίσει με δυσκολία το 2% και σίγουρα δεν θα το υπερβεί.
Στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους σημειώνουν βεβαίως ότι η περιορισμένη ανάπτυξη έχει αξία, δεν είναι αδιάφορο γεγονός. Γιατί απλούστα επιτυγχάνεται σε συνθήκες υποχρηματοδότησης και είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων επιχειρηματικών επιλογών και αποφάσεων, κατά βάση αυτοχρηματοδοτούμενων.
Οποιοι βάζουν χρήματα σήμερα στην ελληνική οικονομία το κάνουν μελετημένα και αυστηρά κοστολογημένα, δεν υπάρχουν οι υπερβολές των χρόνων του υπερδανεισμού, ούτε εξελίσσονται πρότζεκτ ατελή, χωρίς υπολογισμό του ρίσκου και των κινδύνων που τα περιβάλλουν. Με άλλα λόγια, οι επιχειρούμενες επενδύσεις είναι λελογισμένες και εξ αυτού του λόγου υγιέστερες. Ωστόσο δεν συγκροτούν ισχυρό ρεύμα που θα παρασύρει όλη την οικονομία. Ο ανεξάρτητος παρατηρητής αντιλαμβάνεται ότι κάτι πολύ μεγάλο συνεχίζει να δεσμεύει τη χώρα και τους επενδυτές. Και δεν είναι άλλο από το έλλειμμα εμπιστοσύνης και το περίσσευμα δυσπιστίας που συνεχίζει να αναστέλλει και να εμποδίζει.
Ο προβληματισμός των τραπεζιτών
Οι τραπεζίτες, όταν ερωτώνται γιατί τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να οδηγήσουν την οικονομία, δεν κρύβουν τα προβλήματά τους. Εξηγούν σε κάθε ευκαιρία ότι οι τέσσερις συστημικές τράπεζες παραμένουν δεσμευμένες από τον μεγάλο όγκο ληξιπρόθεσμων δανείων, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε περίπου 90 δισ. ευρώ. Και εξηγούν πως αν δεν αντιμετωπιστεί με δραστικό τρόπο το φαινόμενο, δεν θα μπορέσουν να παίξουν τον ρόλο τους στην οικονομία.
Τον προσεχή Σεπτέμβριο, οι Παύλος Μυλωνάς της Εθνικής Τράπεζας, Δήμος Μαντζούνης της Αlpha Bank –ή ο διάδοχός του στον βαθμό που αλλάξει η διοίκηση -, Φωκίων Καραβίας της Eurobank και Χρηστος Μεγάλου της Τράπεζας Πειραιώς θα πρέπει να παρουσιάσουν στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές νέα δραστικά σχέδια μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Μέχρι τώρα οι ρυθμοί μείωσής τους είναι περιορισμένοι και μη ικανοί να ελευθερώσουν τις τράπεζες. Οπως σημειώνει στις ιδιαίτερες συνομιλίες του ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, «αν θέλουμε να περιορίσουμε το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάτω των 30 δισ. ευρώ το 2021, δεν θα μπορέσουμε τελικά να αποφύγουμε τις πωλήσεις επιχειρηματικών δανείων σε διεθνείς επενδυτικούς οργανισμούς».
Ετοιμάζεται κύμα σαρωτικής αναδιάρθρωσης δυνάμεων
Πράγμα που σημαίνει ότι προσεχώς θα πωληθούν μαζικά επιχειρηματικά δάνεια στο 20% με 30% της αξίας τους, επιβάλλοντας στην εγχώρια αγορά ένα πρωτοφανές κύμα αναδιάρθρωσης και ανακατάταξης δυνάμεων, καθώς οι υφιστάμενοι ιδιοκτήτες και μη δυνάμενοι να εξυπηρετήσουν τον δανεισμό τους θα αποκλειστούν από τις διαδικασίες εξαγοράς των δανείων τους και θα χάσουν τις επιχειρήσεις τους εν ριπή οφθαλμού.
Θα πρόκειται για μοναδική στην ελληνική οικονομική ιστορία διαδικασία μεταβίβασης επιχειρήσεων και για ορισμένους απαρχή μιας νέας αναπτυξιακής περιόδου, επειδή με την ευκαιρία θα κινητοποιηθούν εγχώριοι και διεθνείς πόροι και θα ελευθερωθούν τα πιστωτικά ιδρύματα που σήμερα παραμένουν δεσμευμένα και ακινητοποιημένα.
Ωστόσο στο μεσοδιάστημα, στην τριετία δηλαδή της αναδιάρθρωσης σε μικροοικονομικό επίπεδο, θα χρειαστούν ενέσεις ανάκαμψης και ανάπτυξης. Οι εταιρείες που θα μεταβιβαστούν θα χρειαστεί προφανέστατα να εξυγιανθούν, να ελέγξουν το κόστος λειτουργίας τους· δεν θα πρόκειται δηλαδή για επιχείρηση «αναίμακτη», χωρίς εισοδηματικούς περιορισμούς και απώλειες θέσεων εργασίας.
Οι τραπεζίτες θεωρούν ότι το κύμα αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας θα πρέπει να συνοδευτεί από εμβληματικού χαρακτήρα επενδύσεις, όπως π.χ. αυτή του Ελληνικού, η οποία από μόνη της μπορεί να εισφέρει μέχρι και μία ποσοστιαία μονάδα στην κατ’ έτος ανάπτυξη της χώρας. Γεγονός που καθιστά σχεδόν εγκληματική κάθε καθυστέρηση στην έναρξη της επένδυσης.
Οικονομική στρατηγική και γεωπολιτικό πλεονέκτημα
Επίσης, τραπεζίτες και επιχειρηματίες επιμένουν πως η Ελλάδα οφείλει να καταστρώσει ευκρινή εθνική οικονομική στρατηγική και να εκμεταλλευθεί το γεωπολιτικό πλεονέκτημα που πηγάζει από τη γεωγραφία της και τις ξεχωριστές συνθήκες που διαμορφώνονται στον κόσμο.
«Η Ελλάδα», τονίζει ο Φωκίων Καραβίας, «αν θέλει να ξεφύγει από το καθεστώς της μίζερης και αναιμικής ανάπτυξης, οφείλει στην επόμενη δεκαετία να μετατραπεί σε πύλη της Ευρώπης για τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαιτέρως για τις ταχέως αναπτυσσόμενες πολυπληθείς χώρες της Ασίας». Και εξηγεί ότι «με βάση τα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης, μπορεί να εξελιχθεί στον χρόνο σε ένα διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο αγαθών, υπηρεσιών και ενέργειας, όπου όλοι θα θέλουν να αποκτήσουν μια βάση εμπορίου κσι παραγωγικής ολοκλήρωσης».
Στόχος ο οποίος μπορεί να συνδυαστεί με ευρύτερες ευρωατλαντικές στρατηγικές επιδιώξεις όπως, για παράδειγμα, η ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία ενταγμένες στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τα Δυτικά Βαλκάνια σε αντίστοιχη πορεία, ένα σχέδιο μετατροπής της Ελλάδας σε πύλη της Ευρώπης θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.
Οι ρωσικές επιδιώξεις απέναντι στις ελληνικές
Κάτι τέτοιο απαιτεί σχέδιο ολοκληρωμένο και συγκεκριμένες εθνικές επιλογές. Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο σχέδιο είναι ασύμβατο προς τις ρωσικές επιδιώξεις για την ευρύτερη περιοχή και πιο κοντά στους ευρωπαϊκούς και αμερικανικούς προσανατολισμούς.
Οπως σημειώνουν όσοι έχουν επαφή με τα ελληνικά διεθνικά συμφέροντα, αυτά δεν εφάπτονται σε κανένα σημείο με τα αντίστοιχα ρωσικά, τα οποία αντιμετωπίζουν τα Βαλκάνια σχεδόν σαν ζωτικό τους χώρο. Επιδιώκουν τον έλεγχό τους, χρησιμοποιούν ακόμη και την Τουρκία για τον σκοπό αυτόν και σαφέστατα πια διεκδικούν επιρροή στην Ελλάδα προκειμένου να εμποδίσουν το άνοιγμα αυτών των διεθνών και ευρωπαϊκών δρόμων που θα έχουν ως αφετηρία τα ελληνικά λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης. Κατά κοινή ομολογία, στην παρούσα φάση τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα είναι ασύμπτωτα προς εκείνα των Ρώσων και για λόγους καθαρά αναπτυξιακούς και αμιγώς οικονομικούς. Κάτι που θα πρέπει άπαντες να λάβουν υπ’ όψιν.