Οι «Υιοί του Τζιχάντ» είναι έτοιµοι να εξαπολύσουν έναν ιό που θα εξαλείψει στο λεπτό ολόκληρη την ψηφιακή υποδοµή των Ηνωµένων Πολιτειών βυθίζοντας τη χώρα στο χάος. Ο µόνος που µπορεί να τη σώσει είναι ο πρόεδρός της –όχι µε τις πολιτικές ή τις διαπραγµατευτικές του δεξιότητες, αλλά µε τη σωµατική του ρώµη: πρώην βετεράνος της επιχείρησης «Καταιγίδα της Ερήµου» που εξεδίωξε τον Σαντάµ Χουσεΐν από το Κουβέιτ το 1991, ο Τζόναθαν Ντάνκαν µεταµφιέζεται, παίρνει το όπλο του και στο τέλος οι κακοί βλαστηµούν την ώρα και τη στιγµή που βγήκε από τον Λευκό Οίκο. Ο τίτλος «Ο πρόεδρος αγνοείται» («The President is Missing», εκδ. Alfred A. Knopf & Little, Brown and Company) δεν τα λέει όλα, δεν χρειάζεται όµως, γιατί τα ονόµατα των συγγραφέων του αποτελούν από µόνα τους εγγύηση: Τζέιµς Πάτερσον, ο άνθρωπος του οποίου τα θρίλερ έχουν πουλήσει 375 εκατοµµύρια αντίτυπα ανά τον κόσµο, και Μπιλ Κλίντον, ο 42ος πρόεδρος των Ηνωµένων Πολιτειών. Εως τώρα γνωρίζαµε ότι οι πρώην πρόεδροι αριστεύουν στη συγγραφή αποµνηµονευµάτων ή έργων µε συµβουλές για την ανανέωση της τέχνης του άρχειν –που εντελώς συµπτωµατικά ανακυκλώνουν όσα πρέσβευαν οι ίδιοι όταν κυβερνούσαν. Με την κάθοδό του στον λογοτεχνικό στίβο όµως, όπως άλλωστε έκανε και στην πολιτική, ο Μπιλ ανοίγει νέους δρόµους.
Περισσότερο και από τον Τόνι Μπλερ, ο σχεδόν 72χρονος Κλίντον υπήρξε ο εκπρόσωπος του «τρίτου δρόμου». Οχι προς τη σοσιαλδημοκρατία οπωσδήποτε, αλλά προς τον «μη συντηρητισμό» τέλος πάντων. Οπως και ο Τόνι Μπλερ ή ο Λιονέλ Ζοσπέν ή ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο Κλίντον υπέδειξε στους προοδευτικούς να εισακούσουν ως ένα σημείο τις ανησυχίες των συντηρητικών, να αφουγκραστούν ως έναν βαθμό τις επιθυμίες της αγοράς, να οικοδομήσουν ένα πιο «κεντρώο» προφίλ –να βάλουν, με άλλα λόγια, νερό στο κρασί τους με αντίτιμο την εξουσία. Επιδέξιος πολιτικός, ικανός να μιλάει αποτελεσματικά στο συναίσθημα των ψηφοφόρων, ιδανικός εκφραστής του δυναμισμού της γενιάς της πληθυσμιακής έκρηξης, ο Μπιλ Κλίντον ήταν ίσως ο πιο ευέλικτος αμερικανός πρόεδρος των τελευταίων δεκαετιών. Και όλοι τον θυμούνται σήμερα για τις περιπτύξεις με τη Μόνικα Λιουίνσκι.
Ισως γι’ αυτό ακριβώς «δάνεισε» το ονοματεπώνυμό του σε ένα μυθιστόρημα 512 σελίδων που κυκλοφορεί 20 χρόνια έπειτα από εκείνη την περιπέτεια. Τραβηγμένη εικασία, αλλά στοιχεία για το πώς προέκυψε η ιδέα της συνάντησης πολιτικού και μπεστ-σελερίστα δεν υπάρχουν, εκτός της επισήμανσης του Ρον Τσαρλς στη «Washington Post» ότι οι συγγραφείς στο ευχαριστήριο σημείωμά τους παραχώρησαν την πρώτη θέση στον Ρόμπερτ Μπαρνέτ, δικηγόρο και λογοτεχνικό πράκτορα της αμερικανικής πρωτεύουσας που χειρίστηκε στο παρελθόν συμφωνίες έκδοσης για μεγάλα ονόματα της πολιτικής, από τον Μπλερ έως τον Ομπάμα. Αυτό πάντως δεν στάθηκε αρκετό για την κριτική, η οποία δεν υπήρξε ευγενική με το βιβλίο. Οι χαρακτήρες είναι προσχηματικοί (μια όμορφη αμπχάζια κυβερνοτρομοκράτης διέπεται από «αδηφάγους ορέξεις για εξερεύνηση στους χώρους του κυβερνοπολέμου και της κρεβατοκάμαρας»), η γλώσσα προβληματική («σαν λόξυγγας, του ξέφυγε ένα πικρό γέλιο»), η μεταμφίεση του αγνοούμενου προέδρου τόσο ανεπαρκής όσο του Σούπερμαν όταν λαμβάνει τη μορφή του alter ego του Κλαρκ Κεντ: γυαλιά, τζόκεϊ, πιο παχιά φρύδια. (Το κοινό δεν πτοήθηκε: 250.000 αντίτυπα «έφυγαν» την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του.)
Ισως όμως απλά ο Μπιλ Κλίντον, αφού δεν κατάφερε να γίνει ο πρώτος «Πρώτος Κύριος» στην ιστορία των ΗΠΑ ως «σύζυγος προέδρου Χίλαρι» το 2016, να βρήκε στη συγγραφή μια άλλη, αποτελεσματικότερη διέξοδο της ματαιοδοξίας του. Ο Τζόναθαν Λίνκολν Ντάνκαν είναι ο Γουίλιαμ Τζέφερσον Κλίντον με διορθωμένα τα αμφιλεγόμενα σημεία του βιογραφικού του. Παιδί μονογονεϊκής οικογένειας από τη Βόρεια Καρολίνα (αντί του Αρκανσο), γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (αντί του Γέιλ), πολεμά στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου (αντί να αποφεύγει τη στράτευση σε αυτόν του Βιετνάμ), έχει διατελέσει κυβερνήτης της Βόρειας Καρολίνας (αντί του Αρκανσο), οι αντίπαλοί του θέλουν να τον καθαιρέσουν επειδή μίλησε τηλεφωνικά με τον αρχιτρομοκράτη των «Υιών του Τζιχάντ» (αντί για ψευδορκία ως προς το σεξ με τη Μόνικα). «Εχεις δίκιο» βάζει τον πρωταγωνιστή να λέει σε μια βοηθό του ο Τζον Κρέις στον «Guardian» παρωδώντας το κείμενο. «Είμαι ο πρόεδρος Τζόναθαν Ντάνκαν, πρώην ήρωας πολέμου. Εγώ δεν απέφυγα τη στράτευση. Αν και έχω ήδη σιχαθεί να είμαι αυτός που θα ήθελε να ήταν ο Μπιλ Κλίντον».
Ηµαταιοδοξία του πρώην πλανητάρχη δεν είναι το πρόβληµα. Για τον Ανταµ Κιρς στο «Atlantic» το µείζον ζήτηµα που προκύπτει από το βιβλίο είναι η σηµερινή διαφαινόµενη αντίληψή του για το παλιό του αξίωµα. «Η ιδέα τού προέδρου ως action hero», γράφει ο Κιρς, «είναι ένας τρόπος να καταστεί συγκεκριµένη µια κοινή αίσθηση στην αµερικανική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών. Αυτή είναι η εντύπωση ότι το µόνο που χρειάζεται για να λυθούν τα προβλήµατα της χώρας είναι ένας ισχυρός αρχηγός απελευθερωµένος από τα δεσµά της πολιτικής». Το σχήµα δεν έχει και πολλή σχέση µε τη δηµοκρατία, σχολιάζει ο Κιρς, ειδικά µε την αµερικανική εκδοχή της, µε την έµφαση στη συναίνεση, στους ελέγχους και στις ισορροπίες που σχεδιάστηκαν τον 18ο αιώνα για να αποφύγουν τη µοναρχική εξουσία από τη µια και τη λαϊκιστική εκτροπή από την άλλη.
Αν υπήρξαν πρόεδροι που σφράγισαν την ιστορία της µε τις αποφάσεις τους, όπως ο Αβραάµ Λίνκολν ή ο Φράνκλιν Ρούζβελτ, αυτό δεν έγινε γιατί παρέκαµψαν την πολιτική ή το δηµοκρατικό πολίτευµα, αλλά γιατί κυβέρνησαν στα αχαρτογράφητα νερά ενός εµφυλίου πολέµου και µιας σαρωτικής οικονοµικής κρίσης. Αλλά ας µην περιµένουµε από τον Μπιλ Κλίντον τέτοιες περίπλοκες σκέψεις την όγδοη δεκαετία της ζωής του. Δούλεψε µε έναν πασίγνωστο συγγραφέα, πέρασε καλά, θα πληρωθεί καλύτερα, έδωσε και στον ήρωά του µια ατάκα για τον «αιµατηρό αγώνα» που συνιστά σήµερα η πολιτική στις ΗΠΑ στο τέλος του βιβλίου –το χρέος του το έκανε και πάει γι’ άλλα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ