Η «Ηλέκτρα» του Εθνικού Θεάτρου είναι για πολλούς θεατρόφιλους το πρώτο «SOS» όσον αφορά τις παραστάσεις που θα παρουσιαστούν εφέτος στην Επίδαυρο, κυρίως γιατί αποτελεί την πρώτη κάθοδο στο φημισμένο αργολικό θέατρο ενός πολλά υποσχόμενου νεαρού σκηνοθέτη, του Θάνου Παπακωνσταντίνου. Η«Ηλέκτρα», έργο της όψιμης περιόδου του Σοφοκλή –γράφτηκε πιθανότατα το 412 ή το 411 π.Χ. -, δραματοποιεί ένα από τα πιο ζοφερά επεισόδια του μύθου των Ατρειδών: την εκδίκηση για τον φόνο του Αγαμέμνονα που διέπραξαν η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος.
Το περιεχόμενο του κειμένου είναι γνωστό, όμως «επανάληψις μήτηρ πάσης μαθήσεως», όπως έλεγαν και οι συγκαιρινοί του συγγραφέα του έργου: «Η Ηλέκτρα, κεντρική μορφή του δράματος, διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση του φόνου του πατέρα της και παρακαλεί τους θεούς να βοηθήσουν στην τιμωρία των δολοφόνων του. Η επιστροφή του αδελφού της, του εξόριστου Ορέστη, αναπτερώνει τον πόθο της για εκδίκηση και δρομολογεί το έργο της τιμωρίας, που θα κορυφωθεί με την πράξη της μητροκτονίας. Το δράμα του Σοφοκλή εστιάζεται στο πρόσωπο της Ηλέκτρας και όχι στα ηθικά ζητήματα που επισύρει η πράξη της. Η εκδίκηση είναι συνειδητή επιλογή των ηρώων, και όχι πράξη επιβεβλημένη από τους θεούς».
«Γραμμένη στη σκιά του Πελοποννησιακού Πολέμου, η«Ηλέκτρα»του Σοφοκλή είναι από τα πιο «άγρια» έργα του ποιητή. Από την πρώτη κιόλας σκηνή, της επιστροφής του μητροκτόνου Ορέστη, έως και τις επινίκιες ιαχές του χορού στην τελευταία, αναπτύσσεται ένας διαρκής διάλογος μεταξύ σκότους και φωτός» γράφει χαρακτηριστικά στο σημείωμά του ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος έχει ξεχωρίσει τα τελευταία χρόνια χάρη στην ιδιοσυγκρασιακή, απόλυτα δική του σκηνική γλώσσα. «Αποτυπώνοντας έναν κόσμο εμφύλιου σπαραγμού, ο ποιητής μάς προσκαλεί να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία ενός φυσικού νόμου: του νόμου της ανταπόδοσης. Ο ίδιος τοποθετείται πέρα από κάθε ηθική –δεν τον ενδιαφέρει αν η χαμένη ισορροπία θα επανέλθει με τρόπο καλό ή κακό· το θέμα είναι να επανέλθει. Η βία διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις. Οταν γίνεται μια βίαιη προσβολή της δίκης, η απάντηση θα είναι επίσης βίαιη. Το ότι το μέτρο της εκδίκησης εδώ ξεπερνά τα συνήθη όρια για μια «πολιτισμένη» κοινωνία, οδηγώντας στη μητροκτονία, επίσης δεν ενδιαφέρει. Η«Ηλέκτρα»του Σοφοκλή κραυγάζει για ανταπόδοση, όχι για δικαιοσύνη» καταλήγει ο σκηνοθέτης, δίνοντας μια ιδέα για τη γραμμή που θα ακολουθήσει επί σκηνής στις 20 και 21 Ιουλίου.
Ο θίασος απαρτίζεται από εκλεκτούς επαγγελματίες. Πέραν του Χορού, τους βασικούς ρόλους έχουν επωμιστεί η Μαρία Ναυπλιώτου, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ο Χρήστος Λούλης, η Ελένη Μολέσκη, ο Μάριος Παναγιώτου και ο Νίκος Χατζόπουλος. Και υπάρχει φυσικά η πρωταγωνίστρια, η Αλεξία Καλτσίκη, μια ηθοποιός που έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία στο ελληνικό θέατρο, συνεργαζόμενη με φημισμένους σκηνοθέτες της παλαιότερης και της νεότερης γενιάς, κάνοντας παράλληλα και αξιόλογες κινηματογραφικές εμφανίσεις –ιδίως στις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η ηρωίδα που έχει κληθεί να ενσαρκώσει τώρα της κεντρίζει έντονα το ενδιαφέρον: «Μιλώντας για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή με γοητεύει ότι επινοεί έναν θρηνητικό, δυσάρεστο εαυτό για να περισώσει τη μνήμη των οικείων νεκρών. Σε έναν ανεξέλεγκτο κόσμο, όπου η μάνα δεν είναι μάνα και ο φονιάς παίρνει τη θέση του πατέρα, το μόνο που τη στυλώνει και την παρηγορεί είναι η ξέφρενη εκδίκηση».
Τη ρωτώ ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που πρέπει να ξεπεράσει όποιος έρχεται αντιμέτωπος με τους αρχετυπικούς ρόλους του αρχαίου δράματος. «Κατ’ αρχάς, να αποδεχθεί το ανυπέρβλητο του μεγέθους τους» είναι η απάντησή της, «όταν μάλιστα οι συνθήκες προετοιμασίας προσβλέπουν αναγκαστικά περισσότερο σε ένα σκηνικό αποτέλεσμα παρά στην έρευνα». Με τον Θάνο Παπακωνσταντίνου η Αλεξία Καλτσίκη έχει ξανασυνεργαστεί. Τι θεωρεί ότι φέρνει στο ελληνικό θέατρο; «Ο Θάνος έχει ένα ιδιαίτερο, προσωπικό εικαστικό βλέμμα για να διαβάζει και να αναπαριστά τους μύθους των έργων με τα οποία καταπιάνεται. Μοιράζεται ανοιχτά τις αισθητικές (και όχι μόνο) εμμονές του. Είναι γενναιόδωρος με τους συνεργάτες του και πιστεύω πολύ σε αυτόν».
Αραγε η Επίδαυρος της προκαλεί πάντα δέος; «Είναι ένας χώρος που σε ξεγυμνώνει, σε αποκαλύπτει, και αυτό είναι ταυτόχρονα συντριπτικό και ερεθιστικό». Η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση έχει οδηγήσει πολλούς στην άποψη ότι οι καλλιτέχνες ασχολούνται με ένα είδος πολυτελείας. Τι απαντά σε όσους θεωρούν την ενασχόληση με την τέχνη περιττή σε μια εποχή που μαστίζεται από σοβαρά προβλήματα; «Υπνος χωρίς όνειρα για πόσο καιρό αντέχεται; Το λεγόμενο περιττό συχνά είναι πιο αναγκαίο και από το αναγκαίο». Η καλή ηθοποιός έγινε πρόσφατα μητέρα. Υπάρχει κάτι που τη φοβίζει στη σημερινή Ελλάδα; «Το μη καθαρό βλέμμα. Η απουσία κριτηρίων. Οτι όλοι έχουν γνώμη για τα πάντα. Δεν το αναφέρω με σειρά προτεραιότητας» απαντά. Της προκαλεί ποτέ μια αίσθηση ματαιότητας η εφήμερη φύση του θεάτρου; «Ναι, πολύ συχνά. Και εξαιτίας αυτού το αγαπώ ακόμη περισσότερο, καθώς μου θυμίζει την ανθρώπινη φύση».
Ο Χρήστος Λούλης, από τις πιο σταθερές, πιο αξιόπιστες ανδρικές δυνάμεις του ελληνικού θεάτρου, ο οποίος είχε μάλιστα παίξει μαζί με την Καλτσίκη στο θρυλικό ανέβασμα του έργου «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν από τον Λευτέρη Βογιατζή, και στην «Ηλέκτρα» υποδύεται τον Αίγισθο, λέει για τον Θάνο Παπακωνσταντίνου: «Εχω την αίσθηση ότι είναι ένας άνθρωπος που ξέρει πάρα πολύ καλά τι θέλει, ένας άνθρωπος που έχει δουλέψει πάρα πολύ για ό,τι οραματίζεται, πολύ ευγενής και καλός, ακούει όλες τις απόψεις, αλλά έχει ήδη ορίσει πολύ καλά μέσα του αν θα επηρεαστεί από αυτές και σε ποιον βαθμό. Αποτελεί ιδανική περίπτωση σκηνοθέτη, ελπίζω να μην αλλάξει, ή αν αλλάξει να είναι για το καλύτερο».
Εχουμε συνηθίσει να αποδεχόμαστε τα έργα του αρχαίου δράματος σαν αδιαπραγμάτευτα αριστουργήματα. Του ίδιου του αρέσει πράγματι η «Ηλέκτρα»; «Είναι σαν να με ρωτάτε αν μου αρέσει ο ήλιος, το φεγγάρι, τα βουνά, η θάλασσα… Είναι τόσο πολύ εγγεγραμμένα στο DNA μας που δεν έχει σημασία αν μας αρέσουν ή όχι, αλλά το ότι μας έχουν διαμορφώσει έτσι που να μας αρέσει η αλήθεια, που να εκτιμάμε έναν ειλικρινή διάλογο. Είναι πυλώνες του πολιτισμού μας, μας κάνουν αυτό που είμαστε. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τόσο φοβερό τύπο ώστε να πω: «Α, δεν μου αρέσει ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης». Αν και μη θρησκευόμενος, όταν πάω στην εκκλησία λέω πως δεν γίνεται αυτή η πίστη να έχει επιβιώσει χιλιάδες χρόνια και να μην έχει καμία αξία –την αντιμετωπίζω με ευσέβεια».
Συνηθίζεται άραγε η Επίδαυρος; «Μπαίνεις στον χώρο και βλέπεις πράγματα που τα γνωρίζεις, τα δέντρα, τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί τόσα χρόνια, τον βράχο στον οποίο καθόσουν περιμένοντας να έρθει η σειρά σου για να βγεις και σου γεννάται μια αίσθηση οικειότητας. Μοιάζει με ένα σπιτικό στο οποίο πηγαίνεις κάθε τόσο. Δεν μπορείς όμως να πεις ότι συνήθισες τον χώρο γιατί σε καλεί κάθε φορά να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, πρόκειται για κάτι μεγαλύτερο από εσένα που έχει νικήσει τον χρόνο, απλώς ξέρεις τι να περιμένεις γιατί γνωρίζεις καλά ότι θα περάσεις από μια διαδικασία μεταμόρφωσης». Εχει άραγε κάποια δυσάρεστη ανάμνηση από το επιβλητικό αρχαίο θέατρο; «Ως θεατής, βλέποντας τους «Πέρσες» του Ντίμιτερ Γκότσεφ, ντράπηκα πολύ από τα γιουχαΐσματα. Αισθάνθηκα βαθιά λύπη. Καταλαβαίνω ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μια διεστραμμένη αντίληψη για το ιερό και λένε «Μην πατάς τη θυμέλη, ρε». Κανέναν ωστόσο δεν έχουμε βάλει θεματοφύλακα του θεάτρου. Το θέατρο είναι μια τέχνη υβριστική, όσο σεβαστικό και να είναι, πρέπει να αμφισβητεί τα πάντα, και εμάς και τα έργα και τα θέατρα. Αν υπάρχει μια ιερότητα στο θέατρο είναι ο επαναπροσδιορισμός στον οποίο οδηγεί».
Το θέατρο είναι μια τέχνη εφήμερη. Τι μένει σταθερό για έναν ηθοποιό σαν αυτόν; «Αυτό που μένει σταθερό είναι η προσπάθειά μου να πω μια λέξη και να εννοώ αυτή τη λέξη και μόνο, η προσπάθειά μου να είμαι ολόκληρος, να είμαι σφαιρικός, να είμαι εκεί, παρών στη στιγμή και στον τόπο και να βλέπω στα μάτια τους άλλους και όση ντροπή κι αν έχω να μην παριστάνω ότι δεν υπάρχει, να τη δείξω και να την ξεπεράσω. Αυτό πάλι που αξίζει είναι εκείνη η στιγμή που ανεβαίνεις στην επιφάνεια από τον βυθό, παίρνεις μια ανάσα, βλέπεις λίγο φως, κάτι εξωφρενικά ωραίο, και όσο φευγαλέα και να είναι, σου θυμίζει ότι μπορεί να είσαι περαστικός από την τέχνη, από τη ζωή, αλλά σου δίνεται η ευκαιρία σε αυτό το πέρασμα κάτι να έχεις δει. Το θέατρο ως τέχνη σού δίνει περισσότερες ευκαιρίες να ζήσεις αυτή τη στιγμή, αν είσαι τυχερός και δουλευταράς και αν σου ταιριάζει –αν είσαι αυτό που λέμε ταλαντούχος». Ζει άραγε ένας ηθοποιός συνειδητά τις υπερβατικές του στιγμές πάνω στη σκηνή; «Τι συνείδηση έχει το άλογο όταν είναι στον αέρα και πηδάει το εμπόδιο; Μια τέτοια στιγμή είναι».
Με έναν σκεπτόμενο ηθοποιό όπως ο Χρήστος Λούλης μοιραία η συζήτηση στρέφεται γύρω από τους γενικότερους προβληματισμούς του –ειδικά όσον αφορά την πολιτική κατάσταση. «Εχω την αίσθηση ότι η πολιτική είναι γενικώς διαχείριση της αλήθειας, αλλά και πως η τωρινή κυβέρνηση έχει παραπάνω ταλέντο σε αυτό. Επειδή έχουμε συνηθίσει σε πολύ μεγάλη μιζέρια και μόνο που τώρα δεν χειροτερεύει το πράγμα θα αισθανθούμε ψυχολογικά καλύτερα. Αυτό που με προβληματίζει περισσότερο είναι η εντύπωση που μου έχει δημιουργηθεί πως ο πιο πολύς κόσμος δείχνει να μην έχει καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί και μπήκαμε σε αυτή την κρίση, ούτε φαίνεται να τον απασχολεί αν έχει αλλάξει η δομή της οικονομίας μας». Τι τον ανησυχεί πιο πολύ στην κατάσταση σήμερα; «Το πιο ανησυχητικό είναι η καλλιέργεια του διχασμού, ξεκίνησε με τη χρήση της έκφρασης «γερμανοτσολιάδες» –τώρα όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας είναι φασίστας. Οταν τα πράγματα πολώνονται τόσο έντονα για ψηφοθηρικούς λόγους, γιατί αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε αρχίσει να φωνάζει δεν θα είχε βγει κυβέρνηση, τότε είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτός ο λαός είμαστε. Αν έπρεπε να χρησιμοποιήσω θεατρικούς όρους, θα έλεγα πως εμείς ψηφίζουμε πρωταγωνιστή, ενώ θα έπρεπε να ψηφίζουμε φροντιστή σκηνής. Και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα το θέμα, βλέπουμε τι γίνεται και με τον Τραμπ και με διάφορους άλλους λαϊκιστές ηγέτες».
Ο ίδιος πάντως δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς σκέφτονται πολλοί συμπολίτες μας και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αντιδημοφιλείς όρους για να χαρακτηρίσει τις δικές του πεποιθήσεις. «Μας ενδιαφέρει να ζούμε «υπό το μηδέν» μόνο και μόνο επειδή θέλουμε να επιβεβαιώνεται η τάση θυματοποίησης στην οποία ρέπουμε; Κι αν είμαστε πάντα με τους χαμένους επειδή αυτά που σκεφτόμαστε και πιστεύουμε είναι μπούρδες; Τόσο χειρότερα ζουν οι άλλοι λαοί οι οποίοι εφαρμόζουν αυτά που αρνούμαστε εμείς να εφαρμόσουμε; Δεν ξέρω. Εγώ σε κάποια πράγματα νιώθω αριστερός, σε άλλα δεξιός, και καταλήγω τελικά πως είμαι φιλελεύθερος, υπέρ του Διαφωτισμού, πνευματικού και οικονομικού. Και ας έχει πάρει αρνητικό πρόσημο αυτός ο όρος. Πρέπει να είναι πάντως πολύ ανακουφιστικό να οχυρώνεσαι πίσω από απλοϊκές απόψεις, να έχεις δώσει για όλα μια πολύ εύκολη απάντηση, το μυαλό σου δεν το παιδεύεις καθόλου, δεν αμφισβητείς. Η αμφισβήτηση είναι πολύ κουραστικό πράγμα, γιατί τα βάζεις όλα στο στόχαστρο, τον εαυτό σου, τις αξίες, τις προσλαμβάνουσες, τις ιδέες σου, τον τρόπο με τον οποίο παίρνεις αποφάσεις. Είναι μια δύσκολη διαδικασία και ο μόνος τρόπος για να πάει κανείς μπροστά». l
«Ηλέκτρα»: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 20 και 21 Ιουλίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Ιουλίου 2018.