Στην Ελλάδα έχουμε πολύ σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Είμαστε 11 εκατομμύρια που μονολογούμε πιστεύοντας ότι διαλεγόμαστε. Ο καθένας μας με τις ίδιες λέξεις και φράσεις εννοεί συχνά εντελώς άλλα κατά τρόπο που, αν τύχει κάποτε να καταλήξουμε ότι συμφωνήσαμε, πολύ σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι συμφωνήσαμε εννοώντας το αντίθετο από όσα νομίζει ο συνομιλητής μας. Και η ασυνεννοησία συνεχίζεται ασταμάτητα μεταξύ ηγεσίας και λαού, συμπολιτεύσεως και αντιπολιτεύσεως, εργοδοτών και εργαζομένων, γονέων και τέκνων, πολιτών και αγοραστών, Δεξιάς και Αριστεράς, δημοσιογράφων και αναγνωστών, κ.ο.κ.
Αρα χρειάζεται επειγόντως μια γλώσσα που να μπορούμε να τη μιλούμε όλοι και να καταλαβαίνουμε με αυτήν όλοι τα ίδια πράγματα. Και ακόμη, κάποιοι κανόνες λογικής στη σκέψη μας που να είναι κοινά αποδεκτοί από όλους μας. Μη νομίζετε ότι πρόκειται για κάτι αδύνατο ή ανύπαρκτο. Υπάρχει, είναι κοινής χρήσεως και συμφωνούμε όλοι σε αυτό.
Απλώς δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει. Λοιπόν, προτείνω η ελληνική κοινωνία να αρχίσει να χρησιμοποιεί στις κάθε είδους σχέσεις των μελών της, και ιδίως στις οικονομικές, τη γλώσσα και κυρίως τη λογική του ποδοσφαίρου.
Μειδιάτε; Κι όμως, εγώ μιλώ σοβαρά. Και εξηγούμαι αμέσως. Ας φανταστούμε π.χ. τους ελληνικούς κρατικούς οργανισμούς και τις δημόσιες επιχειρήσεις ως ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες. Υπάρχει η διοίκηση, που είναι συνήθως οι κύριοι μέτοχοι, οι εργαζόμενοι στην εταιρεία (παίκτες, προπονητές, μαθητευόμενοι, μασέρ, γιατροί και λοιπά επαγγέλματα) και οι οπαδοί ή το κοινό προς το οποίο απευθύνονται και πωλούν το προϊόν τους. Εκ πρώτης όψεως δεν βλέπετε διαφορές με τις λοιπές επιχειρήσεις. Κι όμως, υπάρχουν τεράστιες από τη στιγμή που θα διερευνήσετε με ποια λογική λειτουργούν οι ΠΑΕ και με ποια οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί.
Σε μια ποδοσφαιρική εταιρεία θεωρούμε όλοι (αριστεροί ή δεξιοί, προοδευτικοί ή συντηρητικοί, μορφωμένοι ή αγράμματοι, έξυπνοι ή κουτοί) ότι θα πρέπει να ισχύει η αξιοκρατία. Δηλαδή, δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη ότι θα πρέπει να φροντίζει η διοίκηση να βρει τους καλύτερους μάνατζερ και τους ικανότερους παίκτες. Κανένας δισταγμός δεν νοείται να υπάρξει αν ο προπονητής ή ο παίκτης είναι ξένος. Αρκεί να ξέρει να παίζει καλά μπάλα και να βάζει γκολ ή να εμποδίζει να βάλουν γκολ στο τέρμα του οι αντίπαλοι. Υπάρχει λοιπόν κανένας φίλος του ποδοσφαίρου που να διαφωνεί σε αυτό; Ολοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει δεύτερη γνώμη. Γιατί αυτήν υπαγορεύει η κοινή λογική. Ομως η κοινή λογική πάει περίπατο όταν δούμε τι γίνεται σε μια δημόσια επιχείρηση ή οργανισμό. Επικεφαλής, μάνατζερ και στελέχη επιλέγονται όχι με αποκλειστικό κριτήριο την ικανότητα, αλλά κυρίως αν είναι της ίδιας ιδεολογίας, του ιδίου κόμματος, συγγενείς ή φίλοι. Αν είναι και ικανοί, ακόμη καλύτερα. Αλλά αυτή η προϋπόθεση μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο αναζητείται.
Μπορείτε να διανοηθείτε οποιαδήποτε ποδοσφαιρική ομάδα να προσλαμβάνει ως ποδοσφαιριστή έναν που δεν μπορεί να σύρει τα πόδια του ή δεν έχει προηγουμένως μπει ποτέ σε γήπεδο, μόνο και μόνο επειδή είναι οπαδός της ομάδας ή συγγενής ή φίλος του προέδρου ή του προπονητή της; Εκτός από το ότι δεν θα τους περνούσε ποτέ από το μυαλό κάτι τέτοιο, η αποδοκιμασία που θα ακολουθούσε θα πήγαινε σύννεφο και οι οπαδοί θα έπαιρναν τους υπευθύνους με τις πέτρες. Ωστόσο, όταν κάτι τέτοιο γίνεται στις δημόσιες, αυτό όχι μόνον δεν θεωρείται παράλογο, αλλά χειροκροτείται κιόλας. Και οι οπαδοί πιέζουν να ισχύσει η ευνοιοκρατία και όχι η αξιοκρατία. Στο ποδόσφαιρο λοιπόν ισχύει εν πρώτοις η λογική της αξιοκρατίας στη στελέχωση και τις προσλήψεις των εργαζομένων στις ΠΑΕ.
Πάμε παρακάτω. Ολοι οι ποδοσφαιρόφιλοι, δηλαδή σχεδόν όλοι οι Ελληνες, θεωρούν επίσης αυτονόητο ότι οι προσληφθέντες προπονητές, παίκτες, κ.λπ. θα εργάζονται. Και μάλιστα πολύ σκληρά. Αδιαφορία, τεμπελιά, απειθαρχία, ανικανότητα, θεωρούνται απαράδεκτα και πρέπει να επισύρουν αμέσως ποινές που ξεκινούν από επίπληξη, ανάκληση στον πάγκο, πρόστιμα και φθάνουν έως την απόλυση. Οπως επίσης θεωρείται λογικό και αυτονόητο ότι εκείνοι που έχουν καλές επιδόσεις πρέπει να επιβραβεύονται με πριμ, προαγωγές, δώρα, ακόμη και τον δημόσιο έπαινο. Μονιμότητα και αρχαιότητα είναι έννοιες άγνωστες και ακατανόητες στη λογική του ποδοσφαίρου. Και τη λογική αυτή συμμερίζεται το σύνολο των ποδοσφαιρόφιλων, δηλαδή το σύνολο των Ελλήνων. Αλλά μόνο για το ποδόσφαιρο. Αυτή η απλή και κοινή λογική λησμονείται από τους ίδιους ανθρώπους, αν πρόκειται για δημόσια επιχείρηση ή οργανισμό. Οι συνδικαλιστές τους αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αντιδρούν στην προνομιακή μεταχείριση και αμοιβή των ικανών ή στη μη προαγωγή, τιμωρία ή και απόλυση των ανικάνων, των τεμπέληδων, ή ακόμη και εκείνων που υπονομεύουν την ίδια την επιχείρηση στην οποία εργάζονται. Με την ποδοσφαιρική λογική, που είναι η κοινή λογική, κάτι τέτοιο θεωρείται παρανοϊκό. Κι όμως, αυτό το παρανοϊκό πιστεύεται ότι είναι κεκτημένο δικαίωμα πάνω στο οποίο στηρίζεται η λειτουργία του κράτους μας.

Ας το δούμε από πιο κοντά το θέμα. Αν την ώρα του ματς ένας παίκτης δεν δείχνει ζήλο ή δεν τα καταφέρνει, ο προπονητής τον αποσύρει και βάζει κάποιον άλλον στη θέση του, που ελπίζεται ότι θα είναι καλύτερος. Αν ο παίκτης συμπεριφερθεί αντικανονικά σημειώνεται για φάουλ ή του βγάζουν κίτρινη κάρτα ή και κόκκινη, ανάλογα με τη βαρύτητα του παραπτώματος. Και συχνά τιμωρείται και από τη διοίκηση της ομάδας του, αν προκάλεσε επεισόδια ή πέναλτι. Ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί τον αποδοκιμάζουν όταν δεν δείχνει ζήλο ή δεν παίζει καλά, δηλαδή αποτελεσματικά. Κάτι ανάλογο θεωρείται εντούτοις σχεδόν αδιανόητο στον χώρο της δημόσιας διοίκησης δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών. Αν επιβληθούν ανάλογες ποινές, ακολουθούν διαμαρτυρίες και απεργίες, το δε πλήθος που πληρώνει το κόστος αυτής της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αντί να αποδοκιμάζει, όπως οι ποδοσφαιρόφιλοι, επικροτεί και χειροκροτεί. Φαίνεται παρανοϊκό, αλλά είναι η ζωντανή ελληνική πραγματικότητα.
Γιατί όμως να ισχύει η κοινή λογική στο ποδόσφαιρο και να έχει ξεχαστεί στις λοιπές κοινωνικές λειτουργίες; Μα η εξήγηση είναι απλή.
Μια ποδοσφαιρική ομάδα κρίνεται κάθε μέρα από το αποτέλεσμα: αν βάζει γκολ ή δεν δέχεται γκολ, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αν δηλαδή είναι παραγωγική και ανταγωνιστική. Κανένας δεν θαυμάζει μια ομάδα για τα όμορφα μάτια ή έστω πόδια των παικτών της, αλλά επειδή φέρνει καλό αποτέλεσμα. Μια λοιπόν που η ποδοσφαιρική γλώσσα εννοεί τα ίδια πράγματα για όλους μας, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, ιδεολογίας, εθνικότητας, ηλικίας, δεξιούς και αριστερούς, πλούσιους ή φτωχούς, εργοδότες ή εργαζομένους, άρχοντες και αρχομένους κ.λπ., γι’ αυτό και εγώ ζητώ να αναγνωρισθεί επειγόντως από την πολιτική ηγεσία του τόπου, από τα ΜΜΕ, από όλους τους decision makers, η ανάγκη υιοθετήσεως της ποδοσφαιρικής γλώσσας και λογικής και στις υπόλοιπες κοινωνικές λειτουργίες, και ιδιαίτερα στους χώρους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και προπαντός στη δημόσια διοίκηση. Αυτόματα θα αποκατασταθούν οι δυνατότητες επικοινωνίας και συνεπώς συνεννοήσεως των ελλήνων πολιτών και θα σωθεί έτσι ο τόπος από τον κατήφορο τον οποίο ακολουθεί, επειδή λησμόνησε τους απλούς κανόνες της κοινής λογικής, όπως έχουν διασωθεί στον χώρο του ποδοσφαίρου.
Σημείωση: Το κείμενο που διαβάσατε δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» της 10ης Μαΐου 1987 και ο συντάκτης του, Γιάννης Μαρίνος, το συνεισέφερε για το ανά χείρας αφιέρωμα ως ανεκπλήρωτη αλλά απόλυτα επίκαιρη προσδοκία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ