Σε κλίμα πόλωσης και διχασμού, με μία διαρροή εκ μέρους του βουλευτή των συγκυβερνώντων ΑΝΕΛ Δ. Καμμένου, η οποία του κόστισε τη διαγραφή από το κόμμα, και με βαριά τη σκιά του φασιστικού παραληρήματος της Χρυσής Αυγής που προέτρεψε σε στρατιωτικό πραξικόπημα, η πρόταση δυσπιστίας της ΝΔ κατά της κυβέρνησης για το Σκοπιανό απορρίφθηκε από την πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που εξήλθε τραυματισμένη. Η συζήτηση ανέδειξε τα κρίσιμα διλήμματα και τις προκλήσεις που εγείρονται με την παρούσα συμφωνία, η οποία μονογράφεται σήμερα στις Πρέσπες από τους υπουργούς Εξωτερικών των δυο χωρών. Ενα από τα πολιτικά κίνητρα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκη ήταν να αναδείξει την έλλειψη νομιμοποίησης του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα, να προχωρήσει στην υπογραφή μιας συμφωνίας με την πΓΔΜ που χαρακτηρίστηκε «κακή», «προβληματική» και «ετεροβαρής» και η οποία δημιουργεί τετελεσμένα και έννομα αποτελέσματα τα οποία δύσκολα θα μπορούν να αποκατασταθούν. Και όλα αυτά ενώ ο κυβερνητικός του εταίρος Π. Καμμένος όχι μόνον διαφωνεί κάθετα, δηλώνοντας ότι θα καταψηφίσει τη συμφωνία αν και όποτε έρθει προς κύρωση στη Βουλή, αλλά και καθιστώντας σαφές πως θα πράξει ό,τι περνά από το χέρι του προκειμένου να την εμποδίσει, αφήνοντας να εννοηθεί εμμέσως πλην σαφώς ότι είναι αποφασισμένος προκειμένου να μην ισχύσει η συμφωνία με τα Σκόπια ακόμα και να ρίξει την κυβέρνηση.

Οπως είπε άλλωστε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας καταψηφίζοντας την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, «σήμερα δεν ψηφίζουμε τη συμφωνία που θα μονογράψει ο υπουργός Εξωτερικών στις Πρέσπες». «Αυτή η συμφωνία και η μονογραφή δεν έχει καμία ισχύ και όταν θα έρθει η συμφωνία στη Βουλή, αν θα έρθει, η θέση των ΑΝΕΛ θα είναι αρνητική όχι μόνο με την ψήφο αλλά και με οποιονδήποτε τρόπο μπορέσουμε ώστε να μην επικυρώσει η Βουλή την συμφωνία». Μέχρι τότε, πάντως, οι ΑΝΕΛ δεν αίρουν την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση, κάτι που περιέγραψε ο πρόεδρος της ΝΔ με έναν νεωτερικό όρο μιλώντας για «ευκαιριακή δεδηλωμένη», της κυβέρνησης, την οποία αποκάλεσε «κοινοπραξία πολιτικού κυνισμού».
Ο κ. Τσίπρας βρέθηκε αντιμέτωπος με το παράδοξο να θεωρεί θεμιτή τη διαφωνία του εταίρου του με τη συμφωνία, αλλά αθέμιτη τη διαφωνία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όσων ακόμα θεωρούν ότι η συμφωνία αυτή είναι εις βάρος των εθνικών συμφερόντων, δημιουργώντας μάλιστα τετελεσμένα, όπως προειδοποίησε ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος ζήτησε έστω και στο «παρά πέντε» να υπάρξουν βελτιώσεις σε τρία ζητήματα: της ιθαγένειας, της γλώσσας και του συγχρονισμού των διαδικασιών ένταξης της πΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Η σύγκρουση ανέδειξε ακόμα την απουσία πολιτικής βούλησης να διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις σε ένα μείζον εθνικό θέμα, για το οποίο η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι εργαλειοποιεί προς όφελος των εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών και ισορροπιών σε μια συγκυρία καθοριστική για την πορεία της χώρας την επομένη ημέρα μετά τα μνημόνια και την προσπάθεια ανασυγκρότησης της οικονομίας. Ενώ η συζήτηση στη Βουλή έφερε στο φως τους σκελετούς που υπήρχαν στην ντουλάπα εδώ και 27 χρόνια όσον αφορά τους χειρισμούς στις διάφορες φάσεις των διαπραγματεύσεων για την εκκρεμότητα της ονομασίας της πΓΔΜ και αναζωπύρωσε τα πάθη που στιγμάτισαν την πολιτική ζωή κατά τη δεκαετία του ’90. Ο πρώην πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς, εκ των πρωταγωνιστών εκείνης της εποχής, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «τα έδωσε όλα» και ότι «συνθηκολόγησε», ενώ εκείνος «πολέμησε για το Σκοπιανό» και ότι δεν έφυγε από την «εθνική γραμμή» που είχε χαραχτεί, ενώ ο ίδιος βρέθηκε στο στόχαστρο της συμπολίτευσης ότι ήταν εκείνος που με τη στάση του οδήγησε στην ανατροπή της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος επιζητούσε μια αμοιβαία επωφελή λύση με τα Σκόπια. Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς κατέθεσε μια σειρά αποχαρακτηρισμένα έγγραφα στα οποία φέρεται η ΝΔ επί υπουργίας Μπακογιάννη στο ΥΠΕΞ να συζητούσε το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», στο οποίο κατέληξε η διαπραγμάτευση Τσίπρα – Ζάεφ.
Σχολιάζοντας τις αναφορές αυτές, η κυρία Μπακογιάννη έλεγε ότι στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης η τότε κυβέρνηση δέχθηκε να γίνει εκ μέρους του διαμεσολαβητή διερεύνηση για το αν γίνεται αποδεκτό από την πΓΔΜ το όνομα αυτό αλλά δεν υπήρξε συμφωνία.
Αυτό που σίγουρα αναδείχθηκε από τη συζήτηση είναι ότι η συμφωνία για την πΓΔΜ διαμορφώνει μια ισχυρή δυναμική και ωθεί σε πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των κομμάτων. Η τοποθέτηση του επικεφαλής του Ποταμιού Στ. Θεοδωράκη υπέρ της συμφωνίας παρά τα προβληματικά σημεία της, αποτυπώνει το πλαίσιο των διεργασιών αυτών που ωθούν σε πολιτικές επανατοποθετήσεις και οριοθετήσεις οι οποίες θα προσδιορίσουν τις εξελίξεις με προοπτική τις εκλογές. Είναι ενδεικτικό ότι ο Σπ. Δανέλλης ψήφισε υπέρ της πρότασης δυσπιστίας, εξαιρώντας το Μακεδονικό, όπως διευκρίνισε.
Ο κ. Μητσοτάκης έκανε ευθέως λόγο για «αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού μέσω του Σκοπιανού» και για «πρόθεση της κυβέρνησης να μετατρέψει ένα εθνικό θέμα σε εργαλείο για την πολιτική της επιβίωση», ενώ δήλωσε ξεκάθαρα ότι η πρόταση δυσπιστίας αποτέλεσε χρέος προκειμένου «να κάνουμε ό,τι μπορούμε να σας σταματήσουμε», ώστε «να βάλουν οι εκλογές τέλος στην ανεύθυνη πορεία σας». «Το μόνο που σας ενδιαφέρει είναι η πτώση της κυβέρνησης» δήλωσε από την πλευρά του ο κ. Τσίπρας, ο οποίος δεν δίστασε να αναλάβει προσωπικά την ιστορική και πολιτική ευθύνη, δηλώνοντας: «Αρνούμαι να αποδεχθώ τη φοβική και μίζερη αντίληψη για τη χώρα μας και τον πατριωτισμό».