Στις 6 Ιουνίου θα συμπληρωθούν 20 χρόνια από την προβολή του πρώτου επεισοδίου του «Sex and the City», μιας αληθινά πρωτοποριακής τηλεοπτικής σειράς που έμελλε να αποκτήσει διαστάσεις κοινωνικού φαινομένου με προεκτάσεις σε όλο το φάσμα της ποπ κουλτούρας. Δημιούργημα του παραγωγού Ντάρεν Σταρ, του ανθρώπου πίσω από επιτυχίες όπως τα «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» και «Στη Λεωφόρο του Μέλροουζ», βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Κάντας Μπούσνελ. Ουσιαστικά η ιδέα ξεκίνησε όταν ο Σταρ έγινε φανατικός αναγνώστης της στήλης που διατηρούσε η Μπούσνελ στο εβδομαδιαίο έντυπο «The Νew York Observer» υπό τον τίτλο «Sex and the City».
Υιοθετώντας ένα ξεχωριστό σκηνοθετικό στυλ, προβλήθηκε από το ΗΒΟ (το συνδρομητικό κανάλι με το σύνθημα «δεν είναι τηλεόραση, είναι το ΗΒΟ») και μας σύστησε την Κάρι, μια χειραφετημένη δημοσιογράφο –πρόκειται ουσιαστικά για το alter ego της Μπούσνελ -, η οποία μέσω της στήλης που διατηρεί στην εφημερίδα «Νew York Star» πραγματεύεται θέματα σχετικά με το σεξ, τους άνδρες, τις σχέσεις, τη φιλία κ.τ.λ. Η ίδια ως αφηγήτρια της σειράς είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τριών ακόμη γυναικών, της Σάρλοτ, μιας συντηρητικής και ρομαντικής υπάλληλου γκαλερί που ψάχνει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, της Σαμάνθα, μιας υπερδραστήριας σεξουαλικά συμβούλου δημοσίων σχέσεων, και της κυνικής Μιράντα, μιας δυναμικής, φιλόδοξης δικηγόρου. Τέσσερις ζωές που συνυφαίνονται κάτω από τα φώτα του Μανχάταν αναζητώντας την ευτυχία, πίνοντας Cosmopolitan και συζητώντας τους προβληματισμούς τους γύρω από ένα τραπέζι με brunch.
Το αποτέλεσµα; Εξι υπερεπιτυχημένοι κύκλοι τηλεοπτικών επεισοδίων (1998-2004), δύο εξίσου επιτυχημένες, αν και ομολογουμένως κακές, ταινίες που στερούνται το σπαρταριστό χιούμορ της σειράς, τέσσερις ηθοποιοί που έγιναν σταρ και αμέτρητες τουριστικές ξεναγήσεις (Sex and the City Tours) στα μέρη όπου η Κάρι και οι φίλες της έβγαιναν ραντεβού και καταβρόχθιζαν cupcakes. Μέχρι πριν από μερικές ημέρες οι «New York Times» ρωτούσαν μάλιστα τις αναγνώστριές τους αν το «Sex and the City» τις ενέπνευσε να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσουν το όνειρό τους, ή έστω να ζήσουν το lifestyle που θαύμαζαν στη μικρή οθόνη. Οι απαντήσεις θα δημοσιευτούν (οσονούπω, φανταζόμαστε) στο έγκριτο αμερικανικό έντυπο. Eνα ψυχαγωγικό προϊόν που σε κινητοποιεί να κάνεις μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή σου θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί επιδραστικό.
Ενδεικτική της αειθαλούς γοητείας που ασκεί ακόμη και σήμερα το «Sex and the City» είναι και η επιτυχία που σημειώνουν στο Instagram οι λογαριασμοί που το παρωδούν δημιουργικά, όπως το προφίλ Carrie Dragshaw του Νταν Κλέι, ενός νεαρού Αμερικανού που αναπαριστά με τον δικό του χαριτωμένο τρόπο τις αλήστου μνήμης εμφανίσεις της Κάρι Μπράντσο –στη λίστα με τους followers του βρίσκεται και η ηθοποιός που την υποδυόταν, η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ. Εκατοντάδες χιλιάδες followers ακολουθούν επίσης τα Sex and the City Quotes και Every Outfit on Sex and the City. Ιδιαίτερη επιτυχία σε αυτό το τελευταίο σημειώνουν μάλιστα οι αναρτήσεις με πρωταγωνίστρια τη #wokeCharlotte, μια Σάρλοτ όχι αφελή και ελαφρώς αδιάφορη, όπως στο σίριαλ, αλλά αφυπνισμένη και με ιδιαίτερες ευαισθησίες σε περίπλοκα κοινωνικά ζητήματα.
Η σειρά δημιούργησε φανατικούς θαυμαστές αλλά και αρνητές. Ηταν τελικά το «Sex and the City» η πρώτη post-feminist προσπάθεια για μια ρεαλιστική τηλεοπτική αναπαράσταση της θηλυκότητας και της γυναικείας σεξουαλικής χειραφέτησης; Ή αντίθετα στερούνταν βάθους, εκφράζοντας μια βεβιασμένη θηλυκή ποπ κουλτούρα που επέβαλλε ένα κουρασμένο «girl power», φορτωμένο με ψευδείς προσδοκίες, εμμονικές εξομολογήσεις περί σεξ, σακούλες Μανόλο Μπλάνικ και τσιτάτα του τύπου: «Για τους άνδρες καλό είναι να ζητάς κάρτα αλλαγής, οι φίλες όμως δεν γίνονται ποτέ ντεμοντέ»…
«Σε παλαιότερες σειρές θαυμάζαμε τους ήρωες γιατί ήταν όμορφοι, νέοι, άψογοι. Στο «Sex and the City» οι ηρωίδες παραμένουν όμορφες, ωστόσο έχουν ελαττώματα και αδυναμίες. Την ίδια στιγμή, για πρώτη φορά γυναίκες μιλούν ανοιχτά και ωμά για το σεξ, κάτι που μέχρι πρότινος ήταν συνδεδεμένο με ανδρικά πρότυπα» αναφέρει στο ΒΗΜΑgazino η Ιωάννα Βώβου, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Η ίδια μάλιστα συμμετείχε στη συγγραφή του βιβλίου «Sex and the City –Ταυτότητα και αναζήτηση νοήματος στη μετανεωτερική αφήγηση» (Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, 2012) σε επιμέλεια Αγγελικής Γαζή.
Οπως επισημαίνει, οι τέσσερις κεντρικές ηρωίδες της σειράς αποτελούν διαφορετικές όσο και συμπληρωματικές όψεις της ταυτότητας της σύγχρονης γυναίκας. «Ανατρέχουμε στην ιδέα του συλλογικού ήρωα στη μυθοπλασία, δηλαδή εδώ έχουμε τέσσερις διαφορετικές εκδοχές της φιγούρας της σύγχρονης γυναίκας, έτσι ώστε ο τηλεθεατής να μπορεί να ταυτιστεί ευκολότερα, επιλέγοντας πολλές φορές να κρατήσει διαφορετικά στοιχεία από την κάθε ηρωίδα» εξηγεί και προσθέτει: «Από τη μία, λοιπόν, υπάρχει η ανεξάρτητη όσο και τρυφερή Κάρι που αναζητεί τον έρωτα, από την άλλη συναντάμε την απελευθερωμένη σεξουαλικά Σαμάνθα, ενώ την ίδια στιγμή ενυπάρχουν η παραδοσιακή Σάρλοτ και η προσγειωμένη, εργασιομανής Μιράντα. Βέβαια, οι χαρακτήρες των ηρωίδων δεν παραμένουν μονολιθικοί, αλλά εξελίσσονται στον αφηγηματικό χρόνο. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα συμπαγές ως προς τη σεναριακή του μήτρα προϊόν, το οποίο συλλαμβάνει και εξυπηρετεί την πολυπρισματική ταυτότητα που έχουμε γενικότερα ως άνθρωποι».
Πράγµατι, o σεξουαλισµός και ο ρομαντισμός ενυπάρχουν στη σειρά χωρίς να ασκείται κριτική στην κάθε επιλογή. Για παράδειγμα, όταν η Μιράντα συζητεί το αν θα πρέπει να προχωρήσει ή όχι σε έκτρωση, η Κάρι εξομολογείται ότι προχώρησε σε διακοπή κύησης όταν ήταν 22 ετών, ενώ η Σάρλοτ εξοργίζεται μαζί τους, καθώς εκείνη δεν μπορεί να συλλάβει. Οπως όμως αναφέρει χαρακτηριστικά το περιοδικό «Νew Statesman» (2017): «Το ίδιο το σόου δεν κρίνει την απόφαση ή τα αισθήματα των ηρωίδων ως σωστά ή λανθασμένα, αλλά απλά ως βαθιά προσωπικά». Ετσι, από τη μία πλευρά η Κάρι απαρνιέται την καριέρα της και ό,τι αγαπά για να τρέξει πίσω από έναν άντρα στο Παρίσι, ενώ από την άλλη η Σαμάνθα δεν διστάζει να χωρίσει από τον άνθρωπο που αγαπά όταν συνειδητοποιεί ότι ο ίδιος την κάνει να χάνει τον εαυτό της. Ολο το φάσμα των γυναικών βρίσκεται κάπου εδώ.
Είναι λοιπόν το «Sex and the City» μια σειρά που επιβεβαιώνει τα στερεότυπα ή τα ανατρέπει; «Θα έλεγα ότι απομακρύνεται από τα κλισέ, παίζει με αυτά, αλλά τελικώς δεν έρχεται σε ρήξη μαζί τους. Αλλωστε η σειρά δεν κρατά μία ενιαία στάση από την αρχή μέχρι το τέλος της» αναφέρει η Ιωάννα Βώβου. «Αρχικά ξεκίνησε αναδεικνύοντας στην πρώτη σεζόν τη θεματική του σεξ, κάτι που μπαίνει σε δεύτερο επίπεδο προς το τέλος της, αλλά και στις κινηματογραφικές ταινίες που απορρέουν από αυτήν. Δεν μπορώ να μιλήσω για προδοσία των πρωταρχικών θέσεων, αλλά περισσότερο για μια πραγματιστική μετατόπιση. Είναι σαν η σειρά να μεγαλώνει μαζί με τις ηρωίδες της και τους τηλεθεατές της. Κάθε σύγχρονη μυθοπλασία που σέβεται τον εαυτό της μας υπόσχεται ότι είναι ρεαλιστική, διεκδικεί το δικαίωμα να είναι κοντά στην αλήθεια, να μας τη δείχνει. Φανταστείτε για έξι σεζόν τέσσερις γυναίκες απλά να αναζητούν το σεξ. Θα υπήρχε μια ανακολουθία με την πορεία της ζωής του κοινού ή θα έπρεπε σε κάθε σεζόν η σειρά να ψάχνει το κοινό της. Αντίθετα, ο ρεαλισμός της σειράς έγκειται στο δικαίωμα που διεκδικούμε όλοι μας στο να προχωράμε στη ζωή κρατώντας ορισμένα στοιχεία του χαρακτήρα μας και παράλληλα αλλάζοντας».
Πέρα από μια μεγάλη μερίδα κριτικών και οι σκληροπυρηνικές γυναικείες οργανώσεις έστειλαν τη σειρά στο πυρ το εξώτερον, μαζί με τα μάτσο αρσενικά, που εκνευρίζονταν στην ιδέα ότι μια γυναίκα, εν προκειμένω η Σαμάνθα, μπορούσε να συμπεριφέρεται όπως ακριβώς και εκείνοι. Η συγγραφέας του βιβλίου «Reading Sex and the City» (εκδ. I.B.Tauris) Τζάνετ Μακ Κέιμπ σημειώνει χαρακτηριστικά: «Οι κριτικοί που το απέρριψαν ως ρηχό ή κενό δεν κατάλαβαν πραγματικά την πολιτιστική συμβολή του «Sex and the City». Αφηγήθηκε γυναικείες ιστορίες με έναν διαφορετικό τρόπο. Αυτές οι γυναίκες είχαν την οικονομική άνεση να ορίζουν τον εαυτό τους, γνώριζαν ότι δεν χρειάζονταν έναν άνδρα, αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να αναζητούν το παραμύθι».
Σε ποιον βαθμό λοιπόν η σειρά δημιούργησε γυναίκες-πρότυπα; «Οι σειρές (όπως και κάθε μυθοπλασία) συνήθως συμβολοποιούν τις κυρίαρχες πεποιθήσεις και τους εμβληματικούς χαρακτήρες που τις αποτυπώνουν. To «Sex and the City» αντικατοπτρίζει το «γυναικείο όνειρο» στη σύγχρονη εποχή» επισημαίνει στο ΒΗΜΑgazino η Χριστιάνα Κωνσταντοπούλου, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η οποία υπογράφει ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου «Sex and the City –Ταυτότητα και αναζήτηση νοήματος στη μετανεωτερική αφήγηση». Και προσθέτει: «Υπάρχουν τέσσερις πρωταγωνίστριες (ο αριθμός 4 από πλευράς συμπεριφορικών προτύπων είναι χαρακτηριστικός), καλές φίλες, μια «γυναικοπαρέα» στη σύγχρονη Νέα Υόρκη (που ήδη καταρρίπτει μια κυρίαρχη προκατάληψη σύμφωνα με την οποία η γυναικεία φιλία δεν είναι αντίστοιχη της ανδρικής!). Η σειρά αρχίζει με δεδομένη τη γυναικεία συντροφικότητα».
Σύµφωνα µε την κυρία Κωνσταντοπούλου, η συνταγή μιας επιτυχημένης σειράς είναι να καταφέρει να αποτυπώσει ενδόμυχες σκέψεις, φοβίες, ανάγκες, ανταποκρινόμενη σε προσδοκίες που έχουν ριζώσει σε βάθος χρόνου και είναι δύσκολο να εγκαταλειφθούν. Αρα ποια ήταν η επιρροή της σειράς στην ταυτότητα της σύγχρονης γυναίκας; «Προσωπικά δεν θεωρώ ότι μια σειρά «επηρεάζει» τους αποδέκτες, απλά αποκρυσταλλώνει κάποιες νοοτροπίες (και επειδή ο άνθρωπος είναι το κατ’ εξοχήν δραματικό είδος, του αρέσει να «βλέπει» την αναπαράσταση της καθημερινότητάς του)» επισημαίνει. «Ετσι, το «Sex and the City» αποτυπώνει αυτό που ο γάλλος ανθρωπολόγος της σύγχρονης καθημερινότητας Ζαν-Κλοντ Κοφμάν εξηγεί στο έργο του «Η μοναχική γυναίκα και ο γοητευτικός πρίγκιπας» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος): το αρχέτυπο που έχει εμφυσηθεί στις γυναίκες είναι η αναζήτηση του «γοητευτικού πρίγκιπα». Πρόκειται για ένα εξωπραγματικό πρότυπο που προσπαθούν να καλύψουν στην καθημερινότητά τους με διάφορους πρίγκιπες, λιγότερο γοητευτικούς! Υπάρχουν μηχανισμοί που ωθούν τις σημερινές γυναίκες να μη δεσμεύονται εύκολα σε μια σχέση, ώστε να μπορούν να είναι ο εαυτός τους, κάτι που δεν αποκλείει τη ρομαντική ονειροπόληση».
Επικρίσεις φυσικά υπήρξαν και άλλες: από τον ισχυρισμό ότι η σειρά προωθεί τον άκρατο καταναλωτισμό έως τη βάσιμη πεποίθηση ότι το lifestyle των ηρωίδων είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας: τέσσερις γυναίκες που κάνουν απαιτητικές δουλειές ζώντας σε μια πόλη όπου όλα τρέχουν με εξοντωτικούς ρυθμούς φαίνονται να έχουν άπλετο ελεύθερο χρόνο και την ενέργεια να βγαίνουν έξω σχεδόν καθημερινά, καθώς και την οικονομική δυνατότητα να μένουν σε πανάκριβα διαμερίσματα και να ψωνίζουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Κανείς δεν το παρακολουθούσε βέβαια για τη ρεαλιστική του ματιά στη διακόσμηση και το styling, αν και σε ό,τι αφορά τις ερωτικές σχέσεις, τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητά τους, δεν χάριζε κάστανα. Δεκατρία χρόνια μετά το φινάλε της, πάντως, η σειρά δεν ανταποκρίνεται στα στάνταρντ πολιτικής ορθότητας του 2018: δεν υπήρχε κανένας μόνιμος χαρακτήρας που να μην είναι λευκός, ενώ η στερεοτυπική απεικόνιση των μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας ενόχλησε πολλούς ακτιβιστές και ας μιλούσαμε υποτίθεται για ένα gay-friendly τηλεοπτικό σόου.
Μια ιεροτελεστία που επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα (και θα επαναλαμβάνεται εις τον αιώνα των αιώνων, όπως φαίνεται) είναι αυτή κατά την οποία μια γυναικοπαρέα αποφασίζει ποιος χαρακτήρας του «Sex and the City» ταιριάζει σε ποια. Υπάρχει μια πανέξυπνη σκηνή στη σουρεάλ κωμική σειρά «30 Rock» όπου τέσσερις γυναίκες που βγαίνουν για πρώτη φορά μαζί για φαγητό διαπραγματεύονται τη μοιρασιά των ρόλων: ποια μοιάζει πιο πολύ με την Κάρι, ποια με τη Σαμάνθα κ.ο.κ. Ανάμεσά τους βρίσκεται και μια επιτυχημένη επαγγελματικά γυναίκα, άχαρη εμφανισιακά και άτυχη στα ερωτικά. Οταν ρωτάει με προσμονή «εγώ ποια από όλες είμαι;», λαμβάνει αστραπιαία την απάντηση: «Εσύ είσαι η κυρία που μας βλέπει από το σπίτι». Και είναι αλήθεια. Οσα κι αν προσάψει ή θαυμάσει κανείς στο φαινόμενο «Sex and the City», ακόμη και είκοσι χρόνια μετά την πρώτη προβολή του, άλλο το τηλεοπτικό παραμύθι, και άλλο η πραγματική ζωή.
«Ενα ακόμη σακουλάκι πασατέμπου γύρω από τη μάχη των φύλων»
«“Sex and the City” έβλεπα τα καλοκαίρια στην Κορινθία, στο οικογενειακό εξοχικό, επιστρέφοντας από το θερινό σινεμά. Εκείνα τα καλοκαιρινά βράδια ήταν σαν να παρακολουθούσα σε νέες περιπέτειες τις “Μικρές Κυρίες” της Λουίζα Μέι Αλκοτ που διάβαζα μικρή. Η Τζο Μαρτς σε μια άλλη ζωή μπορεί και να ήταν η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ – πλούσια και επιτυχημένη ύστερα από ενάμιση αιώνα ιστορικών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Και έφτιαχνα στο μυαλό μου τις αντιστοιχίες αυτού του ακραιφνώς κοριτσίστικου κόσμου που αποτελείται πάντα από τέσσερα τουλάχιστον ετερώνυμα. Οπως οι τέσσερις αδελφές Μαρτς εν μέσω Αμερικανικού Εμφυλίου, έτσι και εδώ, εν μέσω Γουόλ Στριτ, είχαμε το ιδανικό καρέ: Κάρι η καλλιτέχνις, Σαμάνθα η σεξομανής, Σάρλοτ η ρομαντική, Μιράντα η σοβαρή. Οι χαρακτήρες δεν έπειθαν, περιφέρονταν ως κινητές αλληγορίες μιας συγκεκριμένης αρετής ή ενός παραπτώματος, αλλά όλες μαζί σχημάτιζαν – όπως και τα “Φιλαράκια” άλλωστε – ιδανικές εκφάνσεις του πολύπλευρου εαυτού που όλοι θέλουμε να έχουμε: και χιούμορ και αθωότητα και αλληλεγγύη και αλητεία.
Ηταν σαφές ότι οι διάλογοι προέρχονταν από κείμενα της Κάντας Μπούσνελ. Κείμενα για την ελίτ του Μανχάταν που κυλιέται σε σατέν σεντόνια και πλήττει και φιλοσοφεί στα μπαρ: κανένας δεν μιλάει με τις φράσεις της Κάρι Μπράντσο, κανένας δεν χρησιμοποιεί αυτό το καλοσυνταγμένο κατεβατό, όπου η καθεμία από τις δευτερεύουσες προτάσεις θέτει κι από ένα ζήτημα διαχείρισης του εαυτού με ωραίες μεταφορές και αυτοσαρκασμό. Είχα την αίσθηση ότι οι σεναριογράφοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και διαμελίζουν τα κείμενα της Μπούσνελ σε ατάκες. Αλλά καθόλου δεν με πείραζε στη μία μετά τα μεσάνυχτα, επειδή τα κορίτσια ήταν όμορφα και έξυπνα και χειραφετημένα και φορούσαν ωραία ρούχα. Λέω “κορίτσια” και το εννοώ: εκτός από τη Μιράντα, ίσως καμιά τους δεν ήταν γυναίκα ακριβώς. Είχαν ωραίες μετεφηβικές ανησυχίες και μια ναρκισσιστική προσήλωση που τελειώνει συνήθως γύρω στα δεκαοχτώ. Τηλεόραση, όμως, βλέπουμε όπως τρώμε παγωτό ή τσουρέκι: η απόλαυση βασίζεται στην υπερβολή και στη βουλιμία.
Το μόνο που με πείραζε τελικά στη σειρά ήταν τα λάθη υποτιτλισμού. “Five martinis later” έλεγε η Κάρι και η φράση “Πέντε μαρτίνι αργότερα”, αντί για το “ύστερα από πέντε μαρτίνι”, στοίχειωσε έκτοτε την ελληνική δημοσιογραφία. Ολοι χρησιμοποιούσαν τις κακομεταφρασμένες αμερικανιές της Κάρι. Ολοι ήθελαν να μιμηθούν – ακόμη και γλωσσικά – την προκάτ αστική χειραφέτηση που έφεραν οι τέσσερις τρομερές Αμερικανίδες στο ελληνικό μεσοαστικό σαλόνι. Οπως και το “Cosmοpolitan” μερικές δεκαετίες νωρίτερα, το “Sex and the City” επιμόρφωσε και ψυχαγώγησε τα κορίτσια, ανησύχησε λίγο τα αγόρια και λειτούργησε ως ένα ακόμη σακουλάκι πασατέμπου γύρω από τη μάχη των φύλων».
Αμάντα Μιχαλοπούλου, συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο της μυθιστόρημα, «Mπαρόκ».
Mαθήματα από την Κάρι
«Στην αρχή δεν μου άρεσε καθόλου. Εβρισκα υδροκέφαλο τον Mr. Big (ήταν αυτός ένα κακέκτυπο του Τραμπ; Τον ανεχόμουν λίγο γιατί νόμιζα ότι το υποκοριστικό είχε να κάνει με πριαπισμό και ουχί με χρήμα), έβρισκα πολύ ωραία αλλά ανεδαφικά για τα ελληνικά πεζοδρόμια τα ρούχα, μεγάλο Χ στη Σάρλοτ, ήθελα να κάνω μήνυση για παραβίαση προσωπικών δεδομένων στην Κάρι Μπράντσο κάθε φορά που ξεμπρόστιαζε ένα αγόρι στη βρωμοστήλη της. Επίσης, με μια διάθεση αστυνόμευσης αυθεντικών συμπεριφορών, και επειδή τότε ήταν ακόμη κάπως της μόδας να λες “εμένα όλοι οι φίλοι μου είναι αγόρια” (πόσες χαρές μπορείς να στερηθείς από τον αφορισμό!), έκανα από μέσα μου “χμ” κάθε φορά που έβλεπα τετράδες γυναικών να κρατούν ποτήρια Cosmopolitan στο Mommy. Και κυρίως έτρεμα μήπως η στήλη μου στην “Athens Voice” (“Τι γυρεύω εδώ”, αν θυμάται κάποιος νεκρόφιλος ρετροφιλής) δεν εκληφθεί ως ένα ταξιδιωτικό πόλης, μήπως παρανοήσει κανείς ότι είχε λιγότερο να κάνει με τον Μπρους Τσάτουιν και περισσότερο με το “SATC” – εξ ου και δεν είχε σχεδόν καμία αναφορά στο σεξ (ναι, αγαπητές μου, αυτό έφταιγε, και όχι ας πούμε η έλλειψη πρώτης ύλης). Η μετάβαση στο binge watching, στα μαθήματα παρασκευής σωστού Cosmo και στις εξόδους αποκλειστικά με γυναίκες ήρθε όμως γρήγορα και φανατικά.
Ακόμη κι αν δεν είναι στις αγαπημένες μου σειρές (όταν υπάρχει το “Six Feet Under”!), το “Sex and the City” έκανε για μένα και πολλές γυναίκες που ξέρω κάτι πολύτιμο: Δεν ένιωθες πια μόνη. Ο,τι πρωτόγνωρο ένιωθες, το είχε πιθανότατα αναλύσει διεξοδικά η Κάρι. Οποια έκπληξη σε περίμενε σε κάποιο κρεβάτι, πφφφ, είχε ήδη εκπλαγεί – και το είχε ξεπεράσει – για σένα η Σαμάνθα. Οποια “μη πρέπουσα” περιέργεια σε κατέβαλλε, φάπα στο κεφάλι της Σάρλοτ, ξεκόλλα, κούκλα μου. Οποια απελπισία ή αδεξιότητα καραδοκούσε, την είχε ήδη προσγειώσει η Μιράντα. Πάνε πια οι αμήχανες σιωπές και τα εσωτερικά “γκλουπ” μετά από κάθε “Τι γίνεται εσύ; Ολα καλά με τον Γιώργο;”, πάνε οι ντροπές, οι συστολές, το “πώς θα το πω”, και πάνω από όλα πάνε οι αγωνίες “τι είναι τώρα αυτό που μου λέει, γιατί νιώθει έτσι, γιατί νιώθω έτσι”, και πιο σημαντικά: “Τι είναι αυτό που θέλω;”. Τι ανακούφιση! “Ξέρεις, ο Γιώργος” ξεκινούσες πια, “δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε”, συνέχιζες καταπίνοντας μια μεγάλη γουλιά Drambuie, βότκας και χυμού κράνμπερι, “αλλά μας έχει προκύψει μια φάση Εϊνταν τέταρτος κύκλος” και όλες καταλάβαιναν ακριβώς, και συνέπασχαν κουνώντας το κεφάλι με κατανόηση (ενόσω από μέσα τους για άλλη μία φορά θαύμαζαν μυστικά το Badgley Mischka στράπλες που φόραγε η Κάρι στην πρόταση γάμου). “Γνώρισα κάποιον που μου ζήτησε κάτι λίγο περίεργο” έλεγε κάποια, say no more, φίλη μου, προφανώς έχουμε να κάνουμε με μια ξεκάθαρη περίπτωση Τζακ, “Εχει τύχει σε καμία golden…”, “μα είναι φοβερό το πόσο πολλοί Μπιλ Κέλι κυκλοφορούν εκεί έξω!” έλεγαν εν χορώ οι απαυδισμένες φίλες σου! Και όταν μετά ο Μπιλ, ο Τζακ, ο Κέβιν ήρθαν στη ζωή μας, μας βρήκαν προετοιμασμένες και ενωμένες σαν γροθιά.
Ομως, πάνω από όλα, το “SATC” μάς δίδαξε ότι αυτό που μας διαμορφώνει είναι τα λάθη μας. Kαι για έξι σεζόν αυτά τα λάθη τα έκαναν κάποιες άλλες για μας».
Μαργαρίτα Μιχελάκου, δημοσιογράφος-αρχισυντάκτρια του insidestory.gr.
«Ολα τα απαγορευμένα θέματα μπήκαν ανοιχτά στο τραπέζι»
«Το ερώτημα μπορεί να φαίνεται ελαφρύ αλλά δεν είναι. Η ποπ τηλεοπτική κουλτούρα αποδεδειγμένα είναι το επιδραστικότερο πράγμα μετά τους γονείς για τα παιδιά όλου του κόσμου που διαθέτουν έστω και μία σαραβαλιασμένη τηλεόραση (iPad/laptop) σπίτι τους. Εν ολίγοις, ό,τι δείχνει η τηλεόραση, μόνο αθώο ή ουδέτερο δεν είναι. Τη σειρά αυτή την είδα από την αρχή μέχρι το τέλος εν μέρει ως κοινωνική επιστήμονας και εν μέρει ως διασκεδάζουσα τηλεθεάτρια. Γιατί ομολογουμένως είχε και τα δύο συστατικά σε πολύ έξυπνες δόσεις: από τη μία προσείλκυε τα πλέον παραδοσιακά γυναικεία κοινά με τον αηδιαστικά ροζ συνδυασμό αναζήτησης έρωτα, υπέροχων φορεμάτων, Manolos και καθημερινού παρταρίσματος στη Νέα Υόρκη και από την άλλη “εκπαίδευε” τις γυναίκες σε πολύ ενδιαφέροντα καινούργια πράγματα: να εκτιμούν βαθιά τη γυναικεία φιλία και να στηρίζονται σε αυτή, να συγκεντρώνονται στην καριέρα τους, να περνούν καλά και χωρίς να συνοδεύονται από άντρες, να μεγαλώνουν χωρίς να γερνάνε, να μην ντρέπονται για το σώμα τους, τη σεξουαλικότητά τους, τους εραστές τους και τις επιλογές τους. Κυρίως επέτρεψε στις γυναίκες να μιλούν για όλα τα απαγορευμένα θέματα: από τον καρκίνο ως καταστροφέα της ερωτικής ζωής μέχρι το ζόρι τού να μεγαλώνεις ένα παιδί ως εργαζόμενη γυναίκα. Οι δονητές, οι ψεύτικοι οργασμοί (του 68% των γυναικών σύμφωνα με αμερικανική πανεπιστημιακή έρευνα), η πίεση για τον τέλειο γάμο, όλα μπήκαν ανοιχτά στο τραπέζι και αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα για τις γυναίκες. Δεν είναι τυχαίο που έχουν ήδη γραφτεί εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες για αυτό το σόου αλλά και δεκάδες διδακτορικές διατριβές. Ακόμη λιγότερο τυχαίο είναι που εκνευρίζει τόσο πολύ τους πιο συντηρητικούς από τους άντρες της ζωής μας».
Λένα Διβάνη, συγγραφέας και καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο».


Κιµ Κατράλ: Μόνο το σεξ δεν φτάνει
Παρότι δουλεύει σταθερά σε θέατρο, τηλεόραση και σινεμά από το 1975, η μόνη αξιοσημείωτη επιτυχία που είχε να επιδείξει η Κιμ Κατράλ μέχρι να μπει στη ζωή της το «Sex and the City» ήταν η ταινία «Η Κούκλα» του 1987 με συμπρωταγωνιστή της το εφηβικό είδωλο των 80s Αντριου Μακ Κάρθι. Ωστόσο κάποιες συμμετοχές που προηγήθηκαν του SATC (όπως είναι η συντομογραφία της σειράς) θα αποδεικνύονταν προφητικές, καθώς η τολμηρή και αστεία σκηνή σεξ στην πικάντικη κωμωδία «Γρανίτα Αμερικάνα» (γνωστή αλλιώς και ως «Porky’s») φαίνεται πως προετοίμασε την 61χρονη σήμερα αγγλοκαναδή ηθοποιό για τον ρόλο της αθυρόστομης, αχαλίνωτης Σαμάνθα Τζόουνς, χάρη στον οποίο βρέθηκε τέσσερις φορές υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Β’ Γυναικείου Ρόλου κερδίζοντας τελικά το βραβείο το 2002 – την ίδια χρονιά που συνέγραψε σε συνεργασία με τον τότε σύζυγό της, Μαρκ Λέβινσον, το βιβλίο «Satisfaction: The Art of the Female Orgasm» κεφαλαιοποιώντας την καθολική σχεδόν αποδοχή της ανερυθρίαστης, εμβληματικής πλέον ηρωίδας. Η εκκωφαντική επιτυχία της σειράς και η ταύτισή της με τη Σαμάνθα έστρεψαν το ενδιαφέρον της γεννημένης στο Λίβερπουλ σταρ στο θεατρικό σανίδι – με λαμπρή εξαίρεση τη σύντομη αλλά χαρακτηριστική παρουσία της στον «Αόρατο συγγραφέα» του Ρόμαν Πολάνσκι το 2010. Το 2005 σκηνοθετήθηκε από τον Πίτερ Χολ στο δράμα «Whose Life Is It Anyway?» του Μπράιαν Κλαρκ στο λονδρέζικο Γουέστ Εντ. Το 2013 εντυπωσίασε ξανά τους κριτικούς ως Αλεξάνδρα Ντελ Λάγκο στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Γουίλιαμς. Τα τελευταία χρόνια έχει υποβληθεί σε θεραπεία για τις χρόνιες αϋπνίες που την ταλανίζουν, ενώ στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου ο αδελφός της βρέθηκε νεκρός και δημιουργήθηκε σάλος με τη δημόσια αντιπαράθεσή της με τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, αφού η Κατράλ αρνήθηκε σε έντονο ύφος να δεχτεί τα συλλυπητήρια της πρώην συμπρωταγωνίστριάς της.
Κρίστιν Ντέιβις: Η ήρεµη δύναµη
Η 53χρονη ηθοποιός στην πραγματική της ζωή φορά συνήθως φλατ παπούτσια. Η ίδια άλλωστε δήλωσε ένοχη για τα ψηλοτάκουνα με τα οποία περιφερόταν ως ρομαντική Σάρλοτ Γιορκ στους δρόμους του Μανχάταν στη σειρά. «Ηταν σαν να προσπαθούμε να πούμε στις γυναίκες ότι έπρεπε να φορούν παπούτσια σαν κι αυτά». Οταν το «Sex and the City» τελείωσε, η Ντέιβις μάζεψε τις γόβες της και μείωσε τις εμφανίσεις στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Η πιο αξιοσημείωτη παρουσία της, πέρα από τις κινηματογραφικές μεταφορές του «Sex and the City», ήταν η επιστροφή της στην τηλεόραση με τη σειρά «Βad Teacher» το 2014.
Ιδιαίτερα συμπαθής, με έντονη φιλανθρωπική δράση μέσω του οργανισμού Οxfam, έχει μιλήσει στο παρελθόν για τα προβλήματα αλκοολισμού που αντιμετώπισε και σε αντίθεση με την τηλεοπτική Σάρλοτ που εναγωνίως κυνηγούσε τον γαμπρό, εκείνη μέχρι στιγμής δεν έχει έρθει εις γάμου κοινωνία. Η τέχνη όμως μιμήθηκε τη ζωή στην πτυχή της μητρότητας, καθώς όπως το τηλεοπτικό alter ego της – που είχε υιοθετήσει στη σειρά ένα κορίτσι από την Κίνα – έτσι και εκείνη υιοθέτησε το 2011 την αφροαμερικανή Τζέμα Ρόουζ. Μάλιστα δημοσιεύματα στις αρχές του περασμένου μήνα τη θέλουν να προχώρησε στην υιοθεσία και ενός αγοριού. Η Κρίστιν Ντέιβις μάλλον θα παραμείνει στο συλλογικό ασυνείδητο ως ένα γλυκό κορίτσι, μολονότι στα πρώτα της βήματα, στη σειρά «Στη λεωφόρο του Μέλροουζ», ο ρόλος της Μπρουκ που υποδυόταν ήταν τόσο αντιπαθής στο κοινό, που οι σεναριογράφοι δεν ήξεραν πώς να το διαχειριστούν.

Σάρα Τζέσικα Πάρκερ: Η βαριά σκιά της Κάρι
Οταν η σειρά «Sex and the City» έφτασε στο τέλος της, ομολογουμένως δεν θα ήταν δύσκολο για τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ να βρει νέα απασχόληση. Αυτό που μάλλον έμοιαζε ακατόρθωτο ήταν να αποτινάξει από πάνω της την περσόνα της Κάρι Μπράντσο. Και η αλήθεια είναι ότι προσπάθησε, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι σε κάθε πρόταση που της γινόταν για τηλεοπτική σειρά. «Οταν φτάνεις σε ένα σημείο της ζωής σου που μπορείς να έχεις επιλογές, μπορείς να επιλέξεις να πεις όχι» έχει δηλώσει σχετικά.
Διοχέτευσε όλη της την ενέργεια στον κινηματογράφο και ολίγον στο θέατρο, θυμίζοντας τη ρήση του 18χρονου εαυτού της μετά το τέλος της εφηβικής σειράς «Square Pegs» (1982-83) όπου πρωταγωνιστούσε: «Η τηλεόραση δεν είναι αυτό που επιθυμώ». Φυσικά δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια ολική στροφή στην ποιότητα, ειδικά μετά την προβολή του κινηματογραφικού «Sex and the City 2», για το οποίο απέσπασε πανάξια χρυσό βατόμουρο. Ωστόσο υπήρξαν και καλές στιγμές. Για την ταινία «Η πέτρα του σκανδάλου» (2005) κέρδισε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, ενώ το φιλμ «Ιδιοφυείς άνθρωποι» (2008) μπορεί να μη γνώρισε εμπορική επιτυχία, αλλά είχε την αποδοχή της κριτικής.
Την τηλεόραση όμως φυγείν αδύνατον. Η μεγάλη επιστροφή της στα πράγματα έγινε μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Divorce» του ΗBΟ το 2016. Η Πάρκερ υποδύεται μια χωρισμένη γυναίκα στα 50 της, μια αντι-Κάρι με αρκετές σκοτεινές πλευρές. Μολονότι δεν γνώρισε την επιτυχία τού «Sex and the City», η σειρά φαίνεται να παίρνει εισιτήριο και για τρίτη σεζόν.
Για τους περισσότερους πάντως η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ απασχολεί μάλλον περισσότερο για τη διαμάχη της με την Κιμ Κατράλ – η Πάρκερ κράτησε ομολογουμένως ψηλά το επίπεδο στο δημόσιο ξεκατίνιασμα στο οποίο την προσκάλεσε η άσπονδη φίλη της – παρά για τις υποκριτικές της ικανότητες, αποτελώντας μια κινητή υπενθύμιση της Κάρι Μπράντσο, ένα fashion icon ταγμένο στο να υπηρετεί το στυλ της τηλεοπτικής ηρωίδας που την ανέδειξε. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα μεμπτό. Μάλιστα η ίδια προσπάθησε να κεφαλαιοποιήσει τη φήμη της, λανσάροντας τη δική της σειρά αρωμάτων και ρούχων και φυσικά τη σειρά παπουτσιών SPJ που φέρει τα αρχικά της. Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν είναι μια ευαισθητοποιημένη fashionista. Γιατί τα τρία της παιδιά με τον συνάδελφό της Μάθιου Μπρόντερικ – είναι παντρεμένοι από το 1997 – φορούν ρούχα από δεύτερο χέρι (μη φανταστείτε από τη λαϊκή της γειτονιάς), ενώ προτιμά τα παπούτσια της να παράγονται στην Ιταλία και όχι στην Κίνα με μισθούς πείνας.
Οσοι περιμένουν να τη δουν σύντομα στον εμβληματικό ρόλο της Κάρι Μπράντσο θα απογοητευτούν. Τα σχέδια για την παραγωγή μιας τρίτης ταινίας ναυάγησαν οριστικά. Και μπορεί στον φαντασμαγορικό κόσμο του «Sex and the City» η Κάρι να έγραφε στο Μac της ύμνους για τη γυναικεία φιλία, στην πραγματική ζωή όμως δύσκολα θα τα βρει με την Κιμ Κατράλ…

Η Μιράντα στην πολιτική

Δεν της το έχεις, γνωρίζοντας τον τηλεοπτικό βίο και την πολιτεία της, όμως η Σίνθια Νίξον κάποτε είχε συλληφθεί. Η Μιράντα του «Sex and the City» διαμαρτυρόμενη για την κατάσταση των δημόσιων σχολείων της Νέας Υόρκης, στα οποία έστελνε τα παιδιά της, αλυσοδέθηκε μαζί με άλλες μητέρες στην είσοδο του δημαρχείου – και ως εκ τούτου… παρελήφθη από τις αστυνομικές δυνάμεις για τα περαιτέρω. Λίγο ταιριάζει με την εικόνα της κυνικής ως προς τον ανδρικό πληθυσμό καριερίστας δικηγόρου της υψηλής αστικής τάξης, αλλά η τέχνη δεν είναι υποχρεωμένη να μιμείται τη ζωή της ηθοποιού. Και η 52χρονη Νίξον, θαμώνας περισσότερο του Μπρόντγουεϊ παρά του Χόλιγουντ, πολιτικά συνειδητοποιημένη εδώ και δεκαετίες, ανοικτά αμφισεξουαλική από το 2012 και υποψήφια από τις 19 Μαρτίου για το χρίσμα των Δημοκρατικών για το αξίωμα του κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, αποδεικνύεται κάτι περισσότερο από μια τηλεοπτική αποτύπωση σεξουαλικότητας.

Επειτα από έξι κύκλους και δύο ταινίες «Sex and the City», σποραδικές αλλά αξιοπρόσεκτες κινηματογραφικές ερμηνείες, δύο βραβεία Tony και ένα Emmy, έναν γάμο με άνδρα, έναν γάμο με γυναίκα και τρία παιδιά, η πολιτική δεν είναι ίσως το αναμενόμενο επόμενο βήμα. Ιδιαίτερα όταν αφορά μια γνωστή υποστηρίκτρια των Δημοκρατικών και έρχεται ενάντια στον Αντριου Κουόμο, γόνο Δημοκρατικής δυναστείας με μελλοντικές προεδρικές φιλοδοξίες. Τι ακριβώς αποτελεί μια τέτοια προεκλογική εκστρατεία; αναρωτήθηκε ο αμερικανικός Τύπος. Προφανώς, όχι κάτι σοβαρό, ήταν η αρχική απάντηση πολλών. Οι εκτιμήσεις ποίκιλλαν: στημένη ιστορία για λόγους δημοσιότητας, προοίμιο δυναμικής εισόδου διασημοτήτων στην πολιτική σκηνή με τελική κατάληξη μια υποψηφιότητα της Οπρα και του Τζον Μπον Τζόβι στις προεδρικές εκλογές του 2020, τρικλοποδιά στον Αντριου Κουόμο από τον άσπονδο φίλο του και (κολλητό της Νίξον) δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μπιλ Ντε Μπλάζιο, ενορχηστρωμένη προσπάθεια της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Δημοκρατικών να αναγκάσει τον Κουόμο να στραφεί προς τα αριστερά.
Στην πραγματικότητα όμως η Νίξον βρισκόταν στις παρυφές της πολιτικής εδώ και αρκετά χρόνια, δραστηριοποιούμενη σε ζητήματα προώθησης του γάμου των ομοφυλοφίλων, βελτίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης και της υγείας των γυναικών. Και η δική της απάντηση ως προς τα κίνητρά της, όπως καταγράφηκε σε μια μεγάλη συνέντευξη στο «New York Magazine» τον περασμένο Απρίλιο, ηχεί ειλικρινής και σύντομη: λέγεται «Ντόναλντ Τραμπ». Το σοκ και το δέος της εκλογής του δεν υποχώρησαν, η συμμετοχή της στην «Πορεία των Γυναικών» στην Ουάσιγκτον μία ημέρα μετά την ορκωμοσία του δεν αρκούσε. «Υπήρχε η αίσθηση πως, αν θέλαμε να πολεμήσουμε την ατζέντα του Τραμπ, έπρεπε στ’ αλήθεια να κάνουμε ό,τι μπορούσαμε αναμειγνυόμενες έμπρακτα στην πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της υποψηφιότητας για πολιτικό αξίωμα».
Αν και πρόσφατα της είχε προταθεί να υποδυθεί τη Χίλαρι Κλίντον, όπως άφησε να εννοηθεί στη συνέντευξή της, πολιτικά η Νίξον βρίσκεται πιο κοντά στον αντίπαλό της για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 2016 Μπέρνι Σάντερς. Εξ ου και η αντίθεση προς τον κεντρώο Κουόμο, τον οποίο κατηγορεί για υπόγεια συνεργασία με τους Ρεπουμπλικανούς της Πολιτείας – ή, έστω, ανοχή των πολιτικών τερτιπιών τους. Οχι ότι ο μάλλον αλαζόνας Αντριου τη συμπαθεί περισσότερο: η δική του καμπάνια φρόντισε κι εκείνη να επικαλεστεί τον αλλεργιογόνο στους Δημοκρατικούς «παράγοντα Τραμπ», χαρακτηρίζοντας διά της γραμματέως του τη Νίξον στο «New York Magazine» «δημοσιότητα χωρίς καμία εμπειρία που διεξάγει μια εντελώς αρνητική εκστρατεία γιατί δεν έχει δικά της επιτεύγματα».
Παρόμοια βέλη θα συνεχίσουν να εκτοξεύονται ως τις προκριματικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, υπό την προϋπόθεση ότι η Νίξον θα συγκεντρώσει τις 15.000 υπογραφές που απαιτούνται για να μπει το όνομά της στο ψηφοδέλτιο, αφού δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την επίσημη υποστήριξη του Δημοκρατικού Κόμματος στις 23 Μαΐου. Πιθανότατα θα βρει πολλαπλάσιες, αλλά είναι ώρα να προβάρει το επίσημο φόρεμα της κυβερνήτου; Η πιο πρόσφατη δημοσκόπηση του Quinnipiac University από τις αρχές Μαΐου δίνει στον Κουόμο προβάδισμα της τάξης των 22 μονάδων – 50% έναντι 28%. Τον Μάρτιο τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 66% έναντι 19%. Βλέπετε, ο Αντριου Κουόμο με το ζόρι σφίγγει κανένα χέρι στις εμφανίσεις του, ενώ η Σίνθια Νίξον είναι έμπειρη στις σέλφις με το κοινό της. Και στην πολιτική, όπως και στην τηλεόραση, οι αγκαλιές μετράνε.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουνίου 2018.