Ακούω το νέο τραγούδι του Χρήστου Δάντη που έχει προκαλέσει αντιδράσεις: «Καργιόλα σε μισώ / να το ξέρεις / σου αξίζει μόνο αυτό / να υποφέρεις / Καργιόλα σε μισώ» κ.λπ. Ηταν αναμενόμενο. Μετά το «κάποτε με ρώτησαν τι θα ‘θελα να είμαι / κι εγώ τους απάντησα σουτιέν / γιατί ψοφάω για γυναίκες με μεγάλα στήθια» (Νίκος Καρβέλας), μετά το «Σκάσε» (Γιάννης Καραλής), μετά το «μπορείς να βγεις μ’ όλες τις τσούλες της Γης», θα φτάναμε και στην καργιόλα. Από το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» του Διονύση Σαββόπουλου, που τόσο πολύ το τίμησε, θα καταλήγαμε στο «Κάτω το ελληνικό τραγούδι». Υπάρχει και πιο κάτω, φοβάμαι. Δεν αναφέρομαι μόνο στο σουξέ του Δάντη. Παρακολουθώ το μουσικό παιχνίδι «Νότα μία» με τη Σμαράγδα Καρύδη και συχνά απορώ με τις επιλογές των τραγουδιών. «Αυτά ακούει σήμερα ο κόσμος» μου λένε. Τι ακούει ο κόσμος; Το σύρσιμο της κιμωλίας στον μαυροπίνακα; Το κροτάλισμα της ροκάνας; Την εξάτμιση της νταλίκας στον ανήφορο;
Γούστα είναι αυτά. Ωστόσο πάντα υπάρχει το καλό και το κακό γούστο, τα καλά και τα κακά τραγούδια. Σε μεγάλη αφθονία διατίθενται πλέον τα κακά. Δύσκολα θα γράψει κάποιος ένα πραγματικά καλό κομμάτι. Γιατί; Μοιάζει σαν οι νέοι στιχουργοί να έχουν χάσει την επαφή με τη γλώσσα και το συναίσθημα, και οι νέοι μουσικοί να μη σκαμπάζουν από μουσική. Για τον ακροατή με τα ταλαιπωρημένα αφτιά υπάρχει βέβαια, πάντα, η δυνατότητα επιστροφής στα ακούσματα του παρελθόντος. Ωστόσο και εδώ κάτι δεν πάει καλά: Παρακολουθώ την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, όπου συχνά νέοι τραγουδιστές και ηθοποιοί πιάνουν το μικρόφωνο και επιχειρούν να ερμηνεύσουν από Αττίκ μέχρι Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο. Το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές απογοητευτικό, όχι επειδή δεν έχουν τη φωνή, αλλά επειδή δεν καταλαβαίνουν τι λένε και δεν ξέρουν πώς να το πουν.
Ούτε οι στίχοι µιλάνε στην ψυχή τους, ούτε η μελωδία, και αυτό φαίνεται στο τζούφιο αποτέλεσμα. Για να καλύψουν τις αδυναμίες τους, καταφεύγουν στο υπερπαίξιμο, αποδίδουν και το πιο απλό τραγουδάκι σαν κακοστημένη θεατρική παράσταση με υπερβολικές γκριμάτσες, περιττά χορευτικά βηματάκια, νάζια και ναζάκια. Ομως, πες το, χρυσή μου, να τελειώνουμε! Πες το απλά και λιτά, όπως το έλεγαν η Δανάη, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Μαίρη Λίντα, η Βίκυ Μοσχολιού, τραγούδι είναι, δεν είναι το «In questa reggia» της «Τουραντότ» του Πουτσίνι, ούτε η «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους. Τραγούδα τις λέξεις «της μιας δραχμής τα γιασεμιά / γεμίζουν το άδειο το τραπέζι», φτιάξε με τη φαντασία σου την εικόνα, και χρωμάτισέ τη με τη φωνή σου. Δεν χρειάζεται ούτε να γουρλώνεις τα μάτια σαν να παθαίνεις εγκεφαλικό στο «δραχμής», ούτε να προσποιείσαι λυγμό στο «γιασεμιά», ούτε να κάνεις παντομίμες και μούτες του βωβού κινηματογράφου, ούτε να ταλαντεύεσαι σαν περιστρεφόμενος δερβίσης στο ρεφρέν. Μόνο τραγούδα.
Βρέθηκα πριν από χρόνια σε συναυλία με γερμανικά τραγούδια που είχαν γίνει μεγάλες επιτυχίες στη Γερμανία τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Τα περισσότερα ήταν απαίσια. Είχα τότε, για άλλη μία φορά, εκτιμήσει τη δική μας παράδοση-παραγωγή με τα εκατοντάδες θαυμάσια τραγούδια –πολλά σε στίχους σημαντικών ποιητών. Τώρα, ούτε αυτή την παράδοση μπορούμε να εκτιμήσουμε, να τιμήσουμε και να απολαύσουμε, κυρίως το νεαρής ηλικίας κοινό που μαθαίνει πως το λαϊκό του 2018 είναι το σκυλάδικο. Και που όταν ακούει, π.χ., Χατζιδάκι από νέους ερμηνευτές είναι τόσο κακά ερμηνευμένος που απλώς δεν είναι Χατζιδάκις –ελάχιστες οι εξαιρέσεις.
Κι όμως, δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που –παιδί ήμουν –τα καλοκαίρια στο νησί, κάτι βράδια με μπουνάτσα, οι παρέες των ενηλίκων έπαιρναν μια κιθάρα και καθισμένοι στην παραθαλάσσια ταβέρνα τραγουδούσαν, ψιλοσωστά – ψιλοφάλτσα, όλα αυτά τα υπέροχα τραγούδια. Δεν ήταν επαγγελματίες, καταλάβαιναν όμως τι έλεγαν, γι’ αυτό και εκείνη την ταπεινή, την ασήμαντη στιγμή, συντελούνταν το θαύμα: Η «Μαργαρίτα η Μαργαρώ» γινόταν μπροστά σου περιστεράκι στον ουρανό, και ο ουρανός χωρούσε μέσα σε δύο μάτια, με την Πούλια, με τον Αυγερινό και με όλα τα άστρα. Αυτή ήταν η μαγική δύναμη του ελληνικού τραγουδιού που του τη στέρησαν. Απομείναμε χωρίς όμορφες εικόνες και χωρίς όμορφες μουσικές. Χωρίς τη συγκίνηση και την ανάταση που χαρίζει η καλή μουσική. Ο,τι μας έλειπε ήταν η άρτι αφιχθείσα «Καργιόλα». Επρεπε όμως να την περιμένουμε.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαϊου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ