Μαρία Στασινοπούλου
Χαμηλή βλάστηση. Θάμνοι, πόες και μπονσάι
Εκδόσεις Κίχλη, σελ. 117, τιμή 10 ευρώ
Η πρώτη πεζογραφική απόπειρα της Μαρίας Στασινοπούλου ήταν η συλλογή διηγημάτων Κυρία, με θυμάστε; που κυκλοφόρησε το 2010. Η συγγραφέας αποτυπώνει εκεί με έναν υποδόριο και ταυτοχρόνως εξαιρετικά ζωντανό τρόπο τη μακρόχρονη εμπειρία της από τη διδασκαλία της ως φιλολόγου στη μέση εκπαίδευση. Το ίδιο ζωντανά και άμεσα είναι και τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο καινούργιο της βιβλίο, χωρισμένα τώρα σε τρεις κατηγορίες: θάμνοι (διηγήματα μερικών μόνο σελίδων), πόες (υπέργειοι δισέλιδοι ή μονοσέλιδοι βλαστοί) και μπονσάι (νανοειδή κομμάτια μερικών αράδων). Το γενικό πνεύμα εν προκειμένω είναι βέβαια η άκρα εξοικονόμηση όχι μόνο στο επίπεδο της έκτασης (από το λίγο στο ελάχιστο) αλλά και στο πεδίο της έκφρασης, όπου κυριαρχεί η μέθοδος του αποστάγματος.
Το βιβλίο τιτλοφορείται διόλου τυχαία Χαμηλή βλάστηση, παραπέμποντας, πέρα από την έκταση και την έκφραση, και στη δυσδιάκριτη ή ταπεινή καθημερινότητα που αντανακλάται σε όλο το μήκος του, σε όποιο σημείο ή χωρίο του κι αν σταθούμε. Γενναίο μερίδιο στη θεματική της Στασινοπούλου διεκδικεί ο θάνατος, ο οποίος σπανίως παίρνει καταθλιπτική απόχρωση αφού αντιμετωπίζεται (παρά τη βαθιά θλίψη που προκαλεί) με στοχαστικό τρόπο. Ο θάνατος σαν αυτό που είναι: ένα φυσικό, αναπότρεπτο γεγονός που θα ισχύσει για όλους, νωρίτερα ή αργότερα. Και έχουμε εδώ θανάτους γιαγιάδων, θείων και φίλων, τον επικείμενο θάνατο μικρών κοριτσιών ή τον αργό πλην βέβαιο θάνατο ενηλίκων. Και έχουμε επιπροσθέτως τους διαδοχικούς θανάτους προσώπων που έζησαν πολλά χρόνια μαζί, τα μαύρα αστεία για μεταθανάτιες συναντήσεις ή τις επισκέψεις σε νεκροταφεία που μπορεί άλλοτε να προκαλούν τη λύπη, ανασύροντας στη μνήμη τις μορφές των νεκρών, και άλλοτε να καταλήγουν (ως νάρκης του άλγους δοκιμές) σε ελαφρώς σαρκαστικά σχόλια.
Δίπλα στον θάνατο θα συναντήσουμε εύλογα τη φθορά: τη φθορά σε χέρια που κάποτε προκαλούσαν τον ερωτικό θαυμασμό, σε σώματα που αποστεώνονται, σε ζευγάρια που αγωνίζονται να ξορκίσουν το βάρος του χρόνου, σε οικογένειες που οδηγούν σταδιακά όλα τα μέλη τους στην έξοδο αλλά και σε ηλικίες που τρομάζουν με τις συσσωρευμένες δεκαετίες τους ή μας οδηγούν στο να επαναλάβουμε σχεδόν ταυτόσημα τις μονομανίες των γονιών μας. Από το βιβλίο δεν λείπουν οι έρωτες: από φιλιά, αγαπητικούς στίχους και επιθυμίες μέχρι σεξουαλικές συνευρέσεις, ζήλιες και φθόνους. Και δεν θα αργήσουμε να βρούμε στις σελίδες του και άλλα (χωρίς να τα εξαντλώ) δεδομένα: μαμάδες που μεροληπτούν υπέρ της πρωτότοκης κόρης τους μεγαλώνουν σαν δικό τους ένα ξένο βλαστάρι ή ανησυχούν για την ομοφυλοφιλία του γιου τους, πατεράδες που μεταδίδουν το άσθμα στα παιδιά τους, θειάδες που κληρονομούν έπιπλα στις ανιψιές τους, ταξιτζήδες που αναλαμβάνουν ρόλο μέντιουμ ή κυρίες που στέλνουν στον ψυχαναλυτή τον εραστή τους για να ισορροπήσει και μετά την ψυχοθεραπεία εκείνος τις εγκαταλείπει.
Τα διηγήματα της Στασινοπούλου (αν μπορούμε εν τέλει να τα ονομάσουμε έτσι) μοιάζουν με πεζά χάικου: με ένα νόημα που κάποτε τρεμοπαίζει εσκεμμένα, με εικόνες ακαριαίας δράσης που συχνά δεν χρειάζονται τις λέξεις παρά μόνο σαν υποπόδιο, με τη διάθεση να φτάσουν ενίοτε μέχρι το απόφθεγμα ή και την παραδοξολογία. Ευφυής στρατηγική από μια συγγραφέα που ξέρει πως για να δώσει πόντους στο μικροσύμπαν της είναι απαραίτητο να προσαρμόσει τον λόγο της με ακρίβεια υποδεκαμέτρου στις πραγματικές του διαστάσεις: όχι τόσο για να μη χάσει τον καιρό της με τη λεπτολόγηση των λεπτομερειών του όσο (πρωτίστως) για να καταφέρει να αναδείξει έτσι όλη την κρυμμένη σοφία του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ