Η κυβέρνηση των Αλέξη Τσίπρα και Πάνου Καμμένου δεν ήταν ποτέ μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα. Ηταν αποκύημα ενός γάμου σκοπιμότητας και μονίμως βασιζόταν στην ακρότητα και στην καλλιέργεια αναστάτωσης, προκειμένου να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο.
«Δίνουμε χώρο για να κερδίσουμε χρόνο» ήταν το δόγμα με βάση το οποίο κινήθηκε και το οποίο διακήρυτταν χωρίς δισταγμούς και περιστροφές κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης.
Σήμερα, λίγες εβδομάδες προτού λήξει η δανειακή σύμβαση (Μνημόνιο) που συνήψε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το καλοκαίρι του 2015, μοιάζει να έχει εξαντληθεί ο πολιτικός χώρος και ο χρόνος να είναι το μεγάλο ζητούμενο.

Καλλιέργεια έντασης και πόλωσης

Πλησιάζοντας στο τέλος του δικού του μνημονίου, ο κ. Τσίπρας είναι πλέον ένας από τους λιγότερο δημοφιλείς πολιτικούς αρχηγούς και κάθε του κίνηση μοιάζει να μη βρίσκει ανταπόκριση, παρά μόνον ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι εξακολουθούν να αναζητούν ένα ψυχολογικό άλλοθι για τις επιλογές τους στις εκλογικές αναμετρήσεις της προηγούμενης πενταετίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ανεπάρκειες και προβλήματα αναδεικνύονται, δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης περιορίζονται, ενώ οι αγωνιώδεις προσπάθειες εξεύρεσης πολιτικών τεχνασμάτων και καλλιέργειας της πόλωσης και της έντασης πυκνώνουν.
Είναι πλέον πρόδηλο στη φρασεολογία των κυβερνητικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και στη σπασμωδική επικοινωνιακή καμπάνια των τελευταίων εβδομάδων ότι οι αναφορές του κ. Τσίπρα έχουν περιοριστεί στο εξωτερικό.
Οπως καταφάνηκε και στο πρόσφατο προπαγανδιστικό φιλμάκι της κυβέρνησης με πρωταγωνιστή τον Πρωθυπουργό, ο κ. Τσίπρας παρουσιάζει ως δυνατό όπλο του το γεγονός ότι οι ξένοι πολιτικοί ηγέτες συνομιλούν μαζί του και του σφίγγουν το χέρι.Κατά μία εκδοχή, την οποία υποστηρίζουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, η επιχειρηματολογία αυτή πάσχει σοβαρά.
Για τον κ. Τσίπρα πλησιάζει μια ημερομηνία την οποία ο ίδιος εξακολουθεί να περιγράφει ως ορόσημο, χωρίς να γνωρίζει ακριβώς ποιο είναι το επόμενο βήμα του και δίχως πάντως να έχει εξασφαλίσει κάτι χειροπιαστό από τους ξένους συνομιλητές του.
Το ημερολογιακά προδιαγεγραμμένο «τέλος του Μνημονίου» βρίσκει τον ίδιο και την κυβέρνησή του να συζητούν αγωνιωδώς την υλοποίηση κάποιων συμβατικών δεσμεύσεων. Πλην όμως, οι φιλόδοξες εξαγγελίες περί καθαρής εξόδου, αυτονόμησης της διαδικασίας χάραξης πολιτικής και επιστροφής στην κανονικότητα δεν επαληθεύονται.
Υπό αυτή την έννοια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τείνει να βρεθεί σε συνθήκες δυσμενέστερες από εκείνες στις οποίες βρέθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου το 2014.

Καμία βεβαιότητα μετά τον Αύγουστο

Η λήξη του Μνημονίου και η έναρξη της επόμενης φάσης επιτήρησης από τον Αύγουστο και έπειτα δεν συνοδεύεται από βεβαιότητες.
Το τι θα γίνει με το χρέος παραμένει ασαφές και απρόβλεπτο, η έξοδος στις αγορές με τα όσα η κυβέρνηση εξαγγέλλει και υποστηρίζει θα είναι ένα μετέωρο βήμα υψηλού κόστους, ενώ οι εξελίξεις στην Ευρώπη και ιδίως στην Ιταλία, με την αντιευρωπαϊκή ρητορική του διαφαινόμενου κυβερνητικού συνασπισμού «αντισυστημικών» και εθνικιστών, διαμορφώνουν ένα τοπίο θολό. Ειδικώς η τελευταία παράμετρος αντιμετωπίζεται από παράγοντες της αγοράς στην Ελλάδα ως πηγή μεγάλης αστάθειας και πάντως ως παράμετρος απαγορευτική για την ικανοποίηση μαξιμαλιστικών αιτημάτων της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά το χρέος ή την αναζήτηση πηγών δανεισμού με συμφέροντες όρους για την Ελλάδα.
Οι εξελίξεις σε αυτή τη φάση μοιάζει να έχουν για μία ακόμη φορά ξεπεράσει την ελληνική κυβέρνηση. Και υπό αυτόν τον φόβο, στο Μέγαρο Μαξίμου, κατά κύριο λόγο, και στην Κουμουνδούρου, δευτερευόντως, έχουν αρχίσει να μελετούν σενάρια για τις κινήσεις για την πολιτική επιβίωσή τους.
Χαρακτηριστικά σε αυτό το πεδίο είναι τα όσα εκτυλίσσονται με τις σπασμωδικές απόπειρες αλλαγής του εκλογικού συστήματος, αλλά και τις μεθοδεύσεις στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Οι υπάρχοντες σχεδιασμοί φθάνουν στο όριο της πολιτικής δολιοφθοράς. Η επιβολή π.χ. της απλής αναλογικής στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές αντιμετωπίζεται από την αντιπολίτευση και τους παράγοντες της αυτοδιοίκησης ως προσπάθεια μιας ιδιότυπης θεσμοθέτησης της συναλλαγής μεταξύ «προθύμων», προσώπων και πολιτικών δυνάμεων. Στον πυρήνα αυτής της προσπάθειας βρίσκεται προφανώς η εκβίαση συνεργασιών με συμμετοχή των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να υπάρξουν πλειοψηφίες στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια.

Το colpo grosso με την ολική επαναφορά στο… 2014

Το πεδίο στο οποίο θα κριθούν οι αποφάσεις του Πρωθυπουργού για τις επόμενες πολιτικές του κινήσεις και τον χρόνο των εκλογών ορίζεται από τον συνδυασμό των όσων θα συμβούν με τις συντάξεις και την περαιτέρω περικοπή των εισοδημάτων μέσω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.

Ως προς το πρώτο, η κυβέρνηση έχει ήδη αφήσει να διαφανούν οι προθέσεις της. Διαλαλεί ότι θα τηρηθούν τα συμπεφωνημένα, όπως άλλωστε επισημάνθηκε και στο «Χίλτον» την περασμένη εβδομάδα. Την ίδια στιγμή όμως καλλιεργεί προσδοκίες για αντίδωρα ή αφήνει να εννοηθεί ότι αφότου λήξει το πρόγραμμα θα έχει τη δυνατότητα αναπροσαρμογών.
Ως προς το δεύτερο, κάποιοι διαβλέπουν ότι πρόκειται για τη βασική παράμετρο η οποία θα βαρύνει στις αποφάσεις του κ. Τσίπρα, με κύριο γνώμονα την υπονόμευση της επόμενης κυβέρνησης. Στο Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Οικονομικών σχεδόν πανηγύρισαν την προηγούμενη Πέμπτη τη συμφωνία με τους δανειστές περί εφαρμογής της μείωσης του αφορολογήτου από το 2020.
Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε σενάρια και εκτιμήσεις ως προς το πώς θα κινηθεί ο κ. Τσίπρας από το καλοκαίρι και έπειτα.
Κομματικά και κοινοβουλευτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ παραδέχονται πλέον σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις ότι το σενάριο των λιγότερο ή περισσότερο πρόωρων εκλογών είναι υπαρκτό.
Υπό τον φόβο της επίπτωσης των περικοπών στις συντάξεις, κάποιοι αρχίζουν να βλέπουν ότι όποτε και αν στηθούν κάλπες (φθινόπωρο του 2018, άνοιξη ή φθινόπωρο του 2019), ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει μπροστά του άλλο ένα «παράθυρο»: τη μείωση του αφορολογήτου που θα πρέπει να εφαρμόσει η επόμενη κυβέρνηση από το 2020, ασχέτως αν το έχει ψηφίσει η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αυτό το δεδομένο έχει στο φόντο και την προεδρική εκλογή της ίδιας χρονιάς, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ φιλοδοξεί να ακολουθήσει και πάλι την υπονομευτική τακτική του 2014-15, προκαλώντας εκ νέου εκλογές, αν και εφόσον δεν έχει προκύψει προεδρική πλειοψηφία στη Βουλή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ