1
«Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Εθνική Τράπεζα και ο Ερυθρός Σταυρός κοντά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης»
Είναι ένα παιχνίδι που με πάει και αφήνομαι όπου με πάει. Τα σχέδια προσπαθούν να πουν κάτι ψελλίζοντας, γιατί σου έχω πει ότι ζωγραφική είναι να μην ξέρω κάτι να το κάνω σωστά. Οι μνήμες μου είναι ένα κίνητρο, αλλά στο τέλος είναι και μεγάλο σοκ, καθώς βλέπεις ότι είναι πολύ πιο μπερδεμένο αυτό που έχεις ζήσει.
2 «Εγνατίας 121, Ροτόντα, Παναγία Δεξιά και Διεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης»
Η τοπογραφία της γειτονιάς μου, για να ξέρουμε πού πάμε, δοσμένη με τρόπο αστείο. Αντί να κάνω ένα επαρκές σχέδιο, γράφω τα ονόματα για να τα περιγράψω καλύτερα. Το αισθάνομαι ότι δεν είναι έτσι ούτε η Καμάρα ούτε η Ροτόντα. Δεν ξέρω αλλιώς να το κάνω. Αφού δεν τα βλέπω, τι να κάνω; Αρχισα να ζωγραφίζω από τη στιγμή που κατάλαβα ότι δεν μπορώ να μιλήσω για αυτά που βλέπω, δεν έχω τρόπο να αρθρώσω πώς γίνεται ένα κεφάλι ή ένα χέρι. Οι βεβαιότητες και οι κανόνες ήταν ζητούμενα να βρεθούν και όχι να δοθούν ως συνταγή από το παρελθόν. Αν ξέρω πώς γίνεται ένα καραβάκι. Είναι λάθος να βασιστώ σε γνωστά σύμβολα. Εχει νόημα να φτάσεις σε αυτά από τη μουτζούρα. Θεωρώ ότι η αφηγηματική βεβαιότητα οδηγεί σε κάτι που δεν είναι ζωγραφική. Μπορεί να είναι εικονογράφηση, μπορεί να γίνει χίλια δύο, αλλά ζωγραφική δεν είναι. Εμένα δεν είναι δουλειά μου να αφηγούμαι, είναι να βλέπω.
3
«Το καραβάκι για µπάνιο της Θεσσαλονίκης»
Με έχουν χαρακτηρίσει αυτά που έζησα, και όχι αναγκαστικά αυτά που είδα. Δεύτερο βήμα είναι να κάνεις αυτά που έχεις ζήσει σαν να τα βλέπεις. Και από εκεί ξεκινά η ιστορία. Να προσπαθείς να πεις κάτι που έζησες. Και σε αυτό που έζησες –σε όλη τη ζωγραφική ισχύει αυτό –παρεμβάλλονται κενά, ελλείψεις, χαζομάρες, αν θέλεις. Το να ζεις είναι κάτι πολύπλοκο, το να δεις είναι κάτι πολύ πιο απλό. Ας πούμε ότι φαίνεται ότι αυτό είναι καραβάκι. Είναι όμως περισσότερο μια αφορμή, ένα θολό αίσθημα, παρά μια ακριβής οπτική ανάμνηση. Πιο καθαρά θυμάμαι από την Προκυμαία της Θεσσαλονίκης το κάγκελο. Και, όπως σε όλα τα πράγματα, υπάρχει και σε αυτό μια μεγάλη προδοσία. Σε προδίδουν πάντα. Με δεδομένη την εμπειρία αυτής της προδοσίας έχω αποκτήσει μια ελευθερία να κάνω τα πράγματα. Αφησα τη γραμμή, γιατί αυτά είναι γραμμικά σχέδια, να κάνει το παιχνίδι της. Το καραβάκι βρίσκεται σε κίνηση ενώ εγώ δεν είμαι μέσα, αλλά αισθάνομαι ότι είμαι μέσα στο καραβάκι. Εκείνο που δεν μπόρεσα ποτέ να ζωγραφίσω είναι η ατμόσφαιρα του πανηγυριού που επικρατούσε.
4
«Ο δρόµος των νεκροταφείων»
Χρησιμοποιώ τη γραμμή που η ίδια είναι ένα ψέμα. Η ακαδημαϊκή και η κλασική ζωγραφική δεν χρησιμοποιούν τη γραμμή. Βλέπεις ένα κιγκλίδωμα που μπορεί να χτύπησες ή να φίλησες και αισθάνεσαι ότι η εικόνα του αλλοιώνεται. Παύει να είναι ίσιο, εννοώ μεταφορικά. Αυτές οι μεταβολές λοιπόν, που οι ευθείες δεν είναι σωστές, η προοπτική μπερδεύεται και χάνεται, έχουν να κάνουν με αυτό που ζεις, με αυτό που αισθάνεσαι. Και να, ένα ακόμη ψέμα του σχεδίου. Μικρός, δεν θυμάμαι γιατί, πηγαίναμε στο Σέιχ Σου και μου έλεγε η μητέρα μου ότι εδώ είναι θαμμένη η γιαγιά σου. Εδώ είναι τα πόδια της, μου έδειχνε. Και εγώ φανταζόμουν ότι είναι θαμμένη στον τοίχο. Το λέγαμε και Τρίστρατο, γιατί υπάρχουν το ελληνικό νεκροταφείο, το αρμένικο και το εβραϊκό. Δεν είναι τίποτε σπουδαίο, αλλά για εμένα που τον έζησα είναι ένας φορτισμένος δρόμος. Δεν μπορώ να πάω πια σε όλα αυτά τα μέρη. Οταν λείπουν το Τιτάνια ή το Διονύσια, ή το ένα ή το άλλο, δεν έχω την ίδια φόρτιση, γιατί δεν έχω αναφορά πια. Σίγουρα τα ψυχιατρεία και τα νεκροταφεία δεν ανήκουν στα τουριστικά ιδεώδη μιας πόλης, αλλά η πόλη είναι και αυτά.
5
«Τα παιγνίδια στη Βουλγαροκτόνου»
Εγώ δεν έπαιζα δρόμο, ήμουν πάντα στο σπίτι, δεν με άφηναν, και καλά έκαναν, γιατί έξω γινόταν ο χαμός. Πετροβολήματα, τέτοια πράγματα. Υπήρχε μια πιο αστική συμπεριφορά από τους γονείς μου, να με κρατούν μέσα, αλλά από το μπαλκόνι φαινόταν ο δρόμος που γινόταν της πουτάνας με ξύλα, με πέτρες. Αλλά, αυτό τώρα μου κάνει εντύπωση, είναι στο φόντο τα χαλάσματα της Ρωμαϊκής εποχής –δεν έχει μείνει τίποτε από όλα αυτά –και από πίσω το σινεμά. Αυτός ο συνδυασμός σινεμά – ρωμαϊκά ερείπια – αλάνα και γύρω πολυκατοικίες είναι μια εικόνα που τώρα συνειδητοποιώ. Δεν είναι απλώς ένα τρίστρατο, ένα πολυεθνικό πράγμα, αλλά είναι όλα μπροστά σου, το βυζαντινό, το ρωμαϊκό, το μοντέρνο, πέρα από την Καμάρα, πέρα από τη Ροτόντα, πέρα από την Παναγία Δεξιά, πέρα από το γλυπτό του Ζογγολόπουλου στη Διεθνή Εκθεση, τα νεοκλασικά σιντριβάνια. Ολα αυτά ήταν ένας στροβιλισμός σπουδαίος, πλούτος και ζαλάδα μαζί.
6
«Το µπαλκόνι µε τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη στην οδό Ευριπίδου»
Πιστεύω ότι μεγάλο κομμάτι της ζωγραφικής μου στηρίζεται σε έμμονες ιδέες. Εμμονη ιδέα, όμως, σημαίνει κόλλημα. Πας στη ζωγραφική για να βρεις ελευθερία, όχι μόνο να σπάσεις τα μούτρα σου, και ξαφνικά κολλάς και γίνεσαι ένας φορμαλιστής του κερατά, και επαναλαμβάνεις το ίδιο πράγμα για να μάθεις να το κάνεις καλά. Τι νόημα έχει αυτό; Τι θα πει να το κάνεις καλά; Η επιμονή αυτού του τύπου είναι μαλακία. Ομως η επιμονή είναι και έρωτας. Να επιμένεις και να μην εγκαταλείπεις είναι και ένα θέμα έρωτα. Το θέμα είναι η έμμονη ιδέα να γίνει άποψη και όχι στειρότητα. Μοιάζει με λογοπαίγνιο, αλλά όντως μεγάλωσα στην οδό Ευριπίδου. Τη μισή μου νεανική ηλικία την πέρασα στην Καμάρα και την άλλη μισή στον Αγιο Δημήτριο, στην οδό Ευριπίδου. Στο μπαλκόνι απέναντι έμεναν δυο παιδιά τα οποία δεν ήταν βαπτισμένα, δεν ξέρω γιατί. Ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής. Καμιά φορά έρχονταν και στο σπίτι και παίζαμε.
7
«Το κορίτσι που έχασε το µπαλόνι στο δέντρο στην πλατεία της Αχειροποίητου»
Το παγωτατζίδικο ήταν ορόσημο για εμένα. Αλλο πράγμα η τουριστική εικόνα που μας μαθαίνουν να έχουμε για ένα μέρος και άλλo η εντύπωση που μπορεί να έχει ένα παιδί. Ηταν ένα τσιγγανάκι που εγώ, αγενής, κάτι του έκανα και του έφυγε το μπαλόνι και σκάλωσε στο κλαδί του δέντρου. Αλλά το παράξενο ήταν ότι ζούσα με μια κότα και την έβγαζα βόλτα με τη χρυσή αλυσίδα από τη ζώνη της μάνας μου. Ημασταν νούμερα!
8 «Πλατεία Ναυαρίνου και το ψητοπωλείο µε τις αρχαιότητες»
Τρώγαμε με τον πατέρα μου –αργότερα τα έχασα στην Αθήνα, δεν υπάρχουν πια, παρά μόνο σοφιστικέ –στο λαδόχαρτο πιπεριά καυτερή, αλατοπίπερο, σουβλάκι, όρθιοι στο πόδι. Ηταν το πέρασμα, το μεζεκλίκι πριν πας στο σπίτι να φας, ήταν μια κίνηση αποκλειστικά θεσσαλονικιώτικη, μέσα στο φεστιβάλ της καθημερινότητας. Η Θεσσαλονίκη σε σχέση με την Αθήνα, οφείλω να το πω, έχει ένα φαντασιακό γιορτής εξαίρετο. Ακόμη και οι άνθρωποι, οι γυναίκες πώς ντύνονται, οι βόλτες, η πασαρέλα της Παραλίας, είναι σε στυλ θεατές και πρωταγωνιστές.
9
«Η οδός Βασιλέως Ηρακλείου 14»
Είναι καταγραφή της γειτονιάς όπου βρισκόταν το μαγαζί του πατέρα μου. ΣΑ.ΚΑ. Η πινακίδα είναι φανταστική, αλλά σημασία έχει ότι κρατώ την οπτική εικόνα όλων. Το κάθε μαγαζί από αυτά έχει τη σημασία του. Είχε, μάλλον. Τα έχω ζήσει μαζί με τους ανθρώπους τους. Το διπλανό, του Ασημή, είχε μπαχαρικά. Μοσχοβόλαγε. Λιβάνια και τέτοια. Αλλά και τα πρώτα πινέλα και τα πρώτα σωληνάρια με χρώματα από αυτόν τα έχω πάρει. Ο πατέρας μου, δηλαδή. Τα έπαιρνε και μου τα έφερνε.
10
«Το Αστόρια και η σκοποβολή στην Παραλία και οι ατµάκατοι. Το Αστόρια ήταν αργότερα Τόττης»
Αυτό είναι το εκπληκτικό για την παιδική μου ηλικία Αστόρια, όπου πήγαινε ο πατέρας μου ντυμένος με άσπρο παντελόνι και έπαιζε μπιλιάρδο και εμένα με άφηνε επάνω στα δωμάτια εκεί να πίνω μανταρινάδα –κάτι που δεν έχω ξαναβρεί -, ήταν περήφανος, πήγαινα από το παράθυρο και τον έβλεπα να παίζει μπιλιάρδο. Και έβλεπα, μικρό παιδί, όρθιο, τις βενζινακάτους, την Κυριακή, αίσθηση γιορτής απόλυτη, στην Παραλία. Δίπλα δε υπήρχε το σκοπευτήριο, υπάρχει έργο που έχω ζωγραφίσει μετά από τόσα χρόνια στην πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεσή μου στις Βερσαλλίες. Ηταν φοβερές οι ζωγραφισμένες για τη σκοποβολή φιγούρες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ