Με τη Μαρία χωρίσαμε παραμονή Πρωτομαγιάς του 2011. Ο χωρισμός έγινε σε ένα μικρό φυτώριο. Λεγόταν «Μικρός Παράδεισος». Σε παράδρομο του Χαλανδρίου Αττικής.
Με τη Μαρία με συνέδεαν τότε πολλά. Πολιτικά κλίναμε την εποχή εκείνη προς την Αριστερά. Ημασταν και οι δυο συνειδητοί και ευαίσθητοι οικολόγοι, φιλανθείς, φυσιολάτρες και φιλαναγνώστες. Η Μαρία είχε μεγάλο έρωτα με τον Παπαδιαμάντη. Γνώριζε απ’ έξω πολλά και μεγάλα αποσπάσματα από τα έργα του και δεν έχανε ευκαιρία να μου τα απαγγέλλει. Με την ωραία, οφείλω να το δηλώσω, και καθαρή φωνή της. Περισσότερο όμως την έθελγαν όσα κείμενα του μεγάλου συγγραφέα είχαν θέμα κορίτσια και λουλούδια. Τα είχε αποστηθίσει και μου τα απάγγελνε συχνά. Από αυτές τις απαγγελίες γνώρισα τα κορίτσια, τα λουλούδια και τα φυτά του Σκιαθίτη.
Εμένα την εποχή εκείνη τα αγαπημένα μου λουλούδια ήταν τα γεράνια. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ετσι κι αλλιώς ούτε μπορώ ούτε και θέλω να εξηγώ τις προτιμήσεις μου. Οπως όλοι, πιστεύω, έχω και εγώ τις δικές μου, τις προσωπικές και ανεξήγητες προτιμήσεις. Με τα γεράνια, λοιπόν, είχα τότε περίεργες και έμμονες ιδέες. Είχα μάθει για την αφρικανική καταγωγή τους. Για την προσαρμογή τους στην ελληνική φύση. Ποια ήταν άγρια, ποια ήμερα. Γνώριζα τα χρώματα, τις ποικιλίες, τις συνήθειές τους.

Τα ονόματά τους. Πότε πρέπει να ποτίζονται, πότε όχι. Πώς να πολλαπλασιάζονται. Ηξερα τα σπάνια γεράνια, ακόμη και εκείνα τα διπλά που δύσκολα τα βρίσκει κανείς και ακόμη δυσκολότερα αναπαράγονται και διατηρούνται. Με την ευκαιρία, λοιπόν, της Πρωτομαγιάς του 2011, περιδιαβαίναμε σε διάφορα συνοικιακά φυτώρια μήπως και ξαναβρώ ένα διπλό γεράνι που αγαπούσα πολύ. Το είχα μεγαλώσει δύσκολα και ξαφνικά, για λόγους ανεξήγητους, μου ξεράθηκε. Μου χάθηκε. Είχε το χρώμα του σκοτωμένου αίματος.

«Κοίτα» μου είπε ολωσδιόλου ξαφνικά η Μαρία εκεί που ερευνούσα γλάστρες και παρτέρια στο μικρό φυτώριο. «Τα περισσότερα κορίτσια του Παπαδιαμάντη είναι δεμένα με τη φύση. Το ‘ξερες; Φύση και κορίτσια πάνε μαζί σε αυτόν τον συγγραφέα. Συχνά, μάλιστα, οι περιγραφές των κοριτσιών του είναι σαν περιγραφές λουλουδιών. Θυμάσαι τη Ματή; Αχ, αυτή η Ματή σε εκείνο το ειδύλλιο της Πρωτομαγιάς, «Θέρος – Ερος», τη θυμάσαι; Αυτή πια…». Είπα πως τη θυμάμαι. Αλλά πολύ αμυδρά. «Αμυδρά;» ρώτησε σχεδόν επιτιμητικά. «Αμυδρά; Δεν θυμάσαι τη Ματή; Να σου τη θυμίσω, λοιπόν. Να τη μάθεις και να μην την ξεχνάς».
Στάθηκε πάνω από ένα παρτέρι με μικρούς βασιλικούς φυτεμένους σε νάιλον σακουλάκια και άρχισε να μου απαγγέλλει, ωσάν να είχε μπροστά της το ίδιο το κείμενο: «Μόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κι έμεινεν μόνον με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν βαμβακερήν φανέλαν. Τότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της.

Υπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι είχε αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με βλεφιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου…».

Είχε αναψοκοκκινίσει από την ένταση. Την είδα να είναι ωραιότερη παρά ποτέ. Ενιωσα το άρωμά της να σμίγει με τις μυρωδιές των τριαντάφυλλων που είχαν ανοίξει ξαφνικά μέσα στη ζέστη του φυτωρίου. Η Μαρία είχε γίνει μια άλλη Μαρία. Ηταν η Ματή, η Ματούλα όρθια μπροστά μου με τη λεπτή φανελίτσα και τις ανατέλλουσες σάρκες της στο φως του μεσημεριού. Το συνοικιακό φυτώριο ένας κήπος εδεμικός.

Γεμάτος λουλούδια ηδυπαθή και ευώδη. Ομως τα αγαπημένα μου γεράνια πουθενά. «Δεν υπάρχουν γεράνια στον Παπαδιαμάντη» μου είπε η Μαρία ωσάν να κατάλαβε τι έψαχνα. «Δεν είναι που δεν τα ξέρει τα γεράνια. Και τότε υπήρχαν. Οχι μόνο στις αυλές της Αθήνας αλλά και στη Σκιάθο, υποθέτω. Δεν τα περιλαμβάνει στα άνθη του επειδή ίσως δεν του άρεσαν. Ποιος ξέρει; Ισως δεν του ταίριαζαν. Και ένα γεράνιο νήμα που αναφέρει στο αγαπημένο μου «Θέρος – Ερος» δεν είναι λουλούδι. Ετσι λέγεται το νήμα που είναι βαμένο σε χρώμα βαθύ γαλάζιο…».

Μιλούσε με πάθος. Με πάθος θερμό. Φωτεινό, θα το έλεγα. Την είχε συνεπάρει η ίδια η απαγγελία της. Και ξαφνικά, εκεί που μιλούσε με τόσο πάθος, κατάλαβε πως εγώ δεν την άκουγα προσεκτικά. Δεν την πρόσεχα όπως θα έπρεπε να την προσέχω. Είχα βρει ανάμεσα σε δυο μεγάλες πλαστικές γλάστρες μια πήλινη γλαστρούλα με ένα γεράνι. Ωσάν αυτό που μου είχε ξεραθεί. Διπλό. Στο χρώμα του σκοτωμένου αίματος. Σχεδόν ξεραμένο, με λίγα κιτρινισμένα φύλλα.
Τη Μαρία την ξαναείδα τυχαία στην πλατεία Συντάγματος τέλος Μαΐου της ίδιας χρονιάς. 2011. Σε μια από τις συγκεντρώσεις των «Αγανακτισμένων». Περιφερόμουν μόνος στην κάτω πλατεία και αποφάσισα να ανέβω στην επάνω. Να δω τον πολύ τον κόσμο από κοντά. Να ακούσω καλύτερα. Ανέβηκα. Παντού ανέμιζαν πανό. Ακούγονταν δυνατά μουσικές και συνθήματα. Φωνές και τραγούδια. Φορούσε ένα φουστάνι στο χρώμα του σκοτωμένου αίματος. Την κρατούσε από το χέρι κάποιος που έβλεπα πρώτη φορά. Του μιλούσε με πάθος, ωσάν να απάγγελνε αγαπημένα της κείμενα. Σαν να του έλεγε κάτι πολύ σημαντικό. Εκείνος άκουγε σιωπηλός.
Δεν μπόρεσα να ακούσω τι έλεγε η Μαρία σ’ εκείνον. Μόνο που την έβλεπα να χάνεται ανάμεσα στο πλήθος και να μιλά με το ίδιο πάθος, με την ίδια ένταση όπως κάποτε μιλούσε και σε μένα. Δίπλα της εκείνος αμίλητος. Να της κρατά το χέρι. Την άκουγε αμίλητος και κινούσε συνεχώς το κεφάλι του. Γνέφοντας καταφατικά.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης
είναι ομότιμος καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ