Το κόμικ είναι ένα κατ’ εξοχήν εφήμερο είδος. Προορισμένο να διαβαστεί και να ξεπεραστεί από το τεύχος της επόμενης εβδομάδας ή του επόμενου μήνα, υπήρξε από την εποχή της μαζικής έκρηξής του στην Αμερική της δεκαετίας του 1930 κάτι αντίστοιχο του Τύπου (από τον οποίο και ξεκίνησε με τη μορφή τού στριπ) για ένα παιδικό και εφηβικό κοινό: προσφερόταν για απνευστί ανάγνωση, σχολιασμό μέχρι τελικής πτώσεως και αποστολή στη λήθη. Η χαμηλή ποιότητα του φύλλου και η αντίστοιχη τιμή υποδείκνυαν την απόλυτη δημοκρατικότητα αυτής της εκδοχής του.
Ετσι, το μακρινό 1938 κανείς δεν θα πίστευε ότι ένας νεόκοπος ήρωας με μπλε στολή και κόκκινη κάπα, που φορούσε εξωτερικά ένα κίτρινο εσώρουχο και ερχόταν από τον μακρινό πλανήτη Κρύπτον, για να αποβεί ο υπεράνθρωπος σωτήρας της κοινωνίας μας από το κακό, θα επιζούσε επί 80 χρόνια –πολύ περισσότερο δε ότι η έκδοσή του θα έφθανε ποτέ τον εξωπραγματικό αριθμό των 1.000 τευχών. Και όμως, στις 18 Απριλίου 2018, οκτώ δεκαετίες ακριβώς από την κυκλοφορία του πρώτου «Action Comics», ο Σούπερμαν θα εορτάσει τα ογδοηκοστά του γενέθλια. Και το πάνθεον του ηρωισμού ετοιμάζεται να υποδεχθεί στις τάξεις του τον γενάρχη μιας ολόκληρης βιομηχανίας.
Γιατί ο προπολεμικός «προστάτης των αδύνατων και των καταπιεσμένων» δημιούργησε μια νέα σχολή. Πριν από τον Σούπερμαν κυριαρχούσαν τα pulp περιοδικά, αφηγήσεις σε πεζό λόγο με εντυπωσιακά εξώφυλλα και λίγα σχέδια στο εσωτερικό, τα οποία αριθμούσαν το 1934 κάπου 150 τίτλους επιστημονικής φαντασίας, τρόμου, γουέστερν, αστυνομικής λογοτεχνίας και ιστοριών αγάπης, οι πιο δημοφιλείς από τους οποίους έφταναν το 1 εκατ. αντίτυπα τον μήνα. Μπροστά τους το «Famous Funnies», το θεωρούμενο πρώτο κόμικ, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1934 έχοντας ως περιεχόμενο αναδημοσιεύσεις στριπ από εφημερίδες της εποχής, έμοιαζε με φτωχό συγγενή.
Οπως γράφει ο Ρον Γκούλαρτ στην «Comic Book Encyclopedia» (εκδ. Harper Entertainment), τα 180.000 τεύχη των πωλήσεών του υπήρξαν ενθαρρυντικά, όμως χρέωσαν την εκδότρια εταιρεία του Eastern Color Printing κατά 4.000 δολάρια. Αν ο Σούπερμαν δεν εμφανιζόταν τέσσερα χρόνια αργότερα, στο τεύχος Ιουνίου 1938 μιας ανθολογίας 11 ιστοριών, την οποία γρήγορα μετέτρεψε σε προσωπικό του όχημα, δεν θα υπήρχε το αρχέτυπο του σούπερ ήρωα. Χωρίς το αρχέτυπο αυτό δεν θα έρχονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς πίσω του, έως τον Μάρτιο του 1941, οι Μπάτμαν, Φλας, Κάπτεν Μάρβελ, Γουόντερ Γούμαν, Κάπτεν Αμέρικα και λεγεώνες άλλων, λησμονημένων σήμερα διωκτών του κακού. Και χωρίς αυτούς το κόμικ ίσως να μην είχε απογειωθεί.
Οπωσδήποτε οι «υπεράνθρωποι» υπήρξαν η μόδα της εποχής, παραφθαρμένη κληρονομιά του νιτσεϊσμού στη μαζική κουλτούρα. Ο όρος «superman» ήταν διαδεδομένος στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 με αναφορά σε αθλητές και πολιτικούς, ενώ στο Λονδίνο κυκλοφορούσε από το 1930 ένα περιοδικό με τον τίτλο αυτόν αφιερωμένο στη «διανοητική και φυσική κουλτούρα του άνδρα». Και είναι ενδιαφέρον να συγκρίνει κανείς την ισορροπία των στοιχείων μεταξύ εξωτερικών επιρροών και εσωτερικού κόσμου των δύο δεκαεννιάχρονων από το Κλίβελαντ, των Τζέρι Σίγκελ και Τζο Σούστερ, υπεύθυνων για τη δημιουργία του «ανθρώπου από ατσάλι».
Τον Σούπερμαν προίκισε με τις αρχικές του δυνάμεις («πιο γρήγορος από σφαίρα, πιο δυνατός από ατμομηχανή, ικανός να πηδά πάνω από ψηλά κτίρια με ένα μόνο άλμα») ο «Τζον Κάρτερ» του αμερικανού λογοτέχνη Εντγκαρ Ράις Μπάροουζ, τυχοδιώκτης με υψηλές επιδόσεις στη χαμηλή βαρύτητα του πλανήτη Αρη όπου ανδραγαθεί, γνωστός στην Ελλάδα από την ομώνυμη ταινία του 2012. Η σωματική διάπλαση ήρθε από τον Ντάγκλας Φέρμπανκς, κορυφαίο ηθοποιό περιπετειωδών φιλμ της περιόδου, το πρόσωπο ήταν δάνειο από τον «Ταρζάν» Τζόνι Βαϊσμίλερ. Οσο για το σκηνικό της δράσης, το όνομα και η χάρη προέκυψαν από την εξπρεσιονιστική «Μητρόπολη» του γερμανού σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ.
Τα υπόλοιπα βγήκαν από την καθημερινότητα δύο εφήβων του Οχάιο. Ο χαμηλών τόνων Τζο Σούστερ έδωσε στο alter ego του Σούπερμαν, τον ρεπόρτερ Κλαρκ Κεντ, τα γυαλιά και την παροιμιώδη ψυχραιμία του. Ο επίδοξος δημοσιογράφος Τζέρι Σίγκελ τον έστρεψε προς το ιδανικό του επάγγελμα και του χρέωσε τη δική του (και ορδών εφήβων από καταβολής κόσμου) αδεξιότητα με τα κορίτσια: ο Κλαρκ μπορεί να μην έγραφε ανώνυμα ερωτικά ποιήματα στη συμμαθήτριά του, όπως έκανε ο Σίγκελ, είχε όμως να αντιπαλέψει το σεξαπίλ του Σούπερμαν, τον οποίο προτιμούσε η Λόις Λέιν, η δαιμόνια δημοσιογράφος και αντικείμενο του πόθου του Κεντ, από τον διοπτροφόρο διανοούμενο εαυτό του.
Αν τα παραπάνω μοιάζουν σήμερα κάπως αφελή, αυτό συμβαίνει επειδή ανήκουν σε μια εποχή με άλλους κώδικες και παραστάσεις, αν και όχι απαραίτητα πιο απλή από τον σύγχρονο κόσμο. Ο Σούπερμαν του Τζο Σίγκελ δεν αποστρεφόταν και τόσο τη βία –συνήθιζε να δέρνει όσους κακομεταχερίζονταν τις συζύγους τους και να πετάει εχθρούς από ουρανοξύστες. Χρειάστηκε η επέμβαση της εκδότριας εταιρείας DC Comics διά του Γουίτνεϊ Ελσγουορθ, διευθυντή του περιοδικού, ώστε να τεθούν το 1940 κανόνες καλής συμπεριφοράς: ο Σούπερμαν δεν θα σκότωνε και το κόμικ θα απέφευγε κάθε ευθεία αναφορά στη σεξουαλικότητα. Το politically correct τού τότε δεν απέκλειε την πολιτική. Προτού καν ξεκινήσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο υπεράνθρωπος είχε ήδη στείλει τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τον Χιροχίτο να λογοδοτήσουν στο Παγκόσμιο Δικαστήριο και είχε ισοπεδώσει μια κακόφημη συνοικία της Μητρόπολης για να αναγκάσει την κυβέρνηση να παράσχει καλύτερες συνθήκες στέγασης στους φτωχούς κατοίκους της. Η δράση του μάλιστα δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Ναζί. Σύμφωνα με όσα έγραφε η Ντέμπορα Φριντέλ το 2013 στον «New Yorker», σε μία τουλάχιστον περίσταση καταγγέλθηκε από την επίσημη εφημερίδα των SS ότι «διασπείρει το μίσος, την καχυποψία και την εγκληματικότητα στις καρδιές των νέων».
Εκείνο ωστόσο που ξεχώριζε ήταν η διασπορά της εικόνας του. Το 1941 ο Σούπερμαν αποτελούσε το μεγαλύτερο μπλοκμπάστερ της «Χρυσής Εποχής» του κόμικ. Πουλούσε 1,5 εκατ. τεύχη τον μήνα αποφέροντας 2,6 εκατ. δολάρια καθαρά κέρδη, τα καθημερινά στριπ του στις εφημερίδες έφταναν μια αναγνωσιμότητα της τάξης των 20 εκατομμυρίων. Τον Φεβρουάριο του 1940 θα αποκτούσε τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή που θα αριθμούσε τελικά 2.088 επεισόδια, τον Σεπτέμβριο του 1941 θα άρχιζαν να γυρίζονται δεκάλεπτης διάρκειας κινηματογραφικά καρτούν. Με την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, το αμερικανικό Ναυτικό συμπεριέλαβε το κόμικ στις τακτικές προμήθειες των πληρωμάτων. Μεταπολεμικά, ο υπεράνθρωπος θα οριζόταν από τη φύση του ως όρνις χρυσοτόκος της DC. Η ζήτηση του κοινού και η αναζήτηση νέων πόρων κέρδους επέβαλαν το άνοιγμά του στην τηλεόραση το 1948 και στον κινηματογράφο το 1951. Μεταξύ 1952 και 1958 η τηλεοπτική σειρά «Οι περιπέτειες του Σούπερμαν» θα γνώριζε ανεπανάληπτη επιτυχία, αρχικά με τις ευλογίες του χορηγού –της γνωστής εταιρείας δημητριακών Kellog’s.
Είκοσι χρόνια αργότερα και σαράντα χρόνια από σήμερα, το 1978, ο «Superman» με τον Κρίστοφερ Ριβ στον ομώνυμο ρόλο, τον Μάρλον Μπράντο ως Τζορ-Ελ, πατέρα του ήρωα, και τον Τζιν Χάκμαν ως Λεξ Λούθορ, αρχιεχθρό του, δημιούργησε το αρχέτυπο των σύγχρονων κόμικ ταινιών τόσο ως προς την επιλογή διάσημου καστ όσο και ως προς τον πακτωλό των εισπράξεων: τα τότε 300 εκατ. δολάρια αντιστοιχούν σε περισσότερα από 1 δισεκατομμύριο με σημερινές τιμές.
Με τέτοια ποσά να διακυβεύονται, δεν είναι παράξενο το ότι ο προστάτης της Γης χρειαζόταν προστασία. Τον ρόλο αυτό έπαιξε κατ’ εξοχήν ο Μορτ Γουάιζινγκερ, διευθυντής των (αρκετών πια) περιοδικών του Σούπερμαν από το 1941 έως το 1970. Ο Λάρι Τάι, συγγραφέας το 2012 της βιογραφίας του ήρωα με τίτλο «Superman: The High-Flying History of America’s Most Enduring Hero» (εκδ. Random House), αποδίδει στον Γουάιζινγκερ ικανότητες συντονισμού και πειθαρχίας, που μετέτρεψαν τον αρχικά άναρχο κόσμο του κόμικ στο πρώτο επιμελώς οργανωμένο υπερηρωικό σύμπαν, αλλά και τάσεις συντηρητισμού που έπληξαν τον Σούπερμαν.
«Οι ιστορίες του Γουάιζινγκερ», γράφει, «απέφευγαν τον πόλεμο του Βιετνάμ, τη σεξουαλική επανάσταση, το κίνημα της μαύρης δύναμης και άλλα ζητήματα της δεκαετίας του ’60. Απουσίαζε επίσης αυτό που ο Μορτ αποκαλούσε «συναισθηματική ευαισθησία», όσο κι αν οι αναγνώστες θα ήθελαν να ξέρουν τι σκεφτόταν ο Κλαρκ για τη διπλή του προσωπικότητα ή αν ο Σούπερμαν και η Λόις ήταν μέρος της μάχης των δύο φύλων, χαρακτηριστικού γνωρίσματος της εποχής. Ο Μορτ […] ήξερε ότι οι δεξιές του απόψεις για την πολιτική θα αποξένωναν τόσο τους αριστερούς συγγραφείς του όσο και πολλούς από τους οπαδούς του Σούπερμαν».
Διαφυλάσσοντας τη mainstream εικόνα του, ο Γουάιζινγκερ κράτησε το κόμικ στην πρώτη θέση των πωλήσεων για μεγάλο τμήμα των 60s, αφαίρεσε όμως από τον ήρωα την κοινωνική παρεμβατικότητα που έδειχναν την ίδια στιγμή άλλοι ένστολοι καλοθελητές: ο Σπάιντερ Μαν, κατά κόσμον Πίτερ Πάρκερ, γινόταν εκείνα τα χρόνια η ενσάρκωση του «teenage angst» και οι μεταλλαγμένοι X-Men έθεταν ξεκάθαρα το ζήτημα της ανοχής προς τη διαφορετικότητα.
Ωστόσο, η αμυντική περιχαράκωση της DC επιβαλλόταν και από το γεγονός ότι η ιδιοκτησία της ναυαρχίδας της τελούσε υπό αμφισβήτηση. Σε μια σειρά δικαστικών διαμαχών που ανέδειξαν τις ωμές πρακτικές της βιομηχανίας του κόμικ εις βάρος των δημιουργών, οι Τζέρι Σίγκελ και Τζο Σούστερ απαίτησαν το 1947, το 1969 και το 1975 την επιστροφή των δικαιωμάτων που είχαν παραχωρήσει το 1938 για 130 δολάρια (κάπου 2.300 σημερινά) στην εταιρεία. Κέρδισαν τελικά ένα ετήσιο επίδομα, ιατρική κάλυψη και την αναφορά του ονόματός τους ως δημιουργών σε κάθε τεύχος έκτοτε. Καθώς κατά κανόνα οι ιστορίες για δεκαετίες δημοσιεύονταν ανώνυμα, η νίκη των Σίγκελ και Σούστερ θεωρήθηκε ορόσημο στην αναγνώριση των πνευματικών δικαιωμάτων των κομιστών. Αυτό δεν τερμάτισε τις διενέξεις βέβαια. Παρά την οριστική συμφωνία με τους κληρονόμους του Τζο Σίγκελ το 2001 για την πληρωμή 3 εκατομμυρίων δολαρίων, τη διευθέτηση των ποσοστών δικαιωμάτων και τη θέσπιση ενός ετήσιου ποσού 500.000 δολαρίων, η DC βρέθηκε ξανά στα δικαστήρια με τις οικογένειες των δημιουργών το 2004 και το 2010.
Αν ο κύκλος των αποζημιώσεων παραμένει ανοικτός, ο κύκλος του χρήματος από τα έσοδα του ίδιου του κόμικ φαίνεται να έχει κλείσει. Οταν, το 1992, απογοητευμένοι από τις χαμηλές πωλήσεις οι ιθύνοντες της DC δήλωσαν ότι θα σκοτώσουν τον ήρωα και θα κλείσουν το μαγαζί, το «Superman #75», το υποτιθέμενο τελευταίο τεύχος, έκανε το απόλυτο ρεκόρ πωλήσεων όλων των εποχών με 6 εκατομμύρια αντίτυπα. Και τo «Action Comics #1000» αναμένεται να κυμανθεί σε υψηλά επίπεδα, σε καμία όμως περίπτωση δεν πρόκειται να πλησιάσει τέτοιες κορυφές: το #999 πούλησε μόλις 51.534 τεύχη. Πλέον ο Σούπερμαν αποδίδει περισσότερα στην οθόνη (668 εκατ. δολάρια το «Man of Steel» του 2013 και 873,6 εκατ. δολάρια το «Batman Vs Superman» του 2016) και ακόμη περισσότερα ως αφηρημένη ιδέα –τα ετήσια δικαιώματα χρήσης της εικόνας του αποφέρουν 277 εκατ. δολάρια, κατά το «Hollywood Reporter».
Γιατί ο Σούπερμαν παραμένει τόσο δημοφιλής, λοιπόν, αναρωτιόταν το 2013 ο Πολ Χάρις του «Guardian». Το ερώτημα δεν στερείται νοήματος. Η στολή του είναι ξεπερασμένη: εσώρουχα και κάπες πάσχουν τόσο ως μόδα όσο και ως λειτουργικότητα. Η ηθική του είναι παλιομοδίτικη: ο σκληρότερος και βιαιότερος «Σκοτεινός Ιππότης» είναι πιο αναγνωρίσιμος τις τελευταίες δεκαετίες. Η καθημερινότητά του είναι συμβατική: είναι παντρεμένος εδώ και 22 χρόνια με τη Λόις Λέιν και από το 2015 πατέρας ενός παιδιού.
Πρόκειται για την απήχηση της «πλατωνικής ιδέας του καλού», όπως έλεγε στην εφημερίδα ο καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Ορεγκον, Μπέντζαμιν Σόντερς, ή την «εκπλήρωση της κοινωνικής λειτουργίας των μύθων» που επικαλούνταν ο Χάρι Μπροντ, καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Βόρειας Αϊοβα; Είναι μια περίπτωση «αρχετυπικού ανθρωπισμού», «κήρυκα της ανθρωπιάς εξ ουρανών, σαν τον Ιησού Χριστό» για τους θρησκευόμενους, «κοσμικού μεσσία» για τους άθεους, όπως έλεγε ο συγγραφέας Λάρι Τάι στο ΒΗΜΑgazino το 2012;
Ή είναι απλώς η γοητεία της ιδέας του μέσου ανθρώπου που αποκτά τη δύναμη να διορθώνει μυστικά τις ατέλειες του κόσμου; Και μόνο το γεγονός ότι ένας ήρωας ηλικίας 80 ετών από το σύμπαν της τετραχρωμίας προξενεί τέτοιους προβληματισμούς αποτελεί κατάκτησή του.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ