Εν όψει ενδεχόμενης στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία στον ουρανό της Συρίας, οι ΗΠΑ βασίζονται στην υποστήριξη από ευρωπαίους συμμάχους όπως η Γαλλία και η Βρετανία. Αλλά η βοήθεια ενός βασικού περιφερειακού συμμάχου στο ΝΑΤΟ –της Τουρκίας –είναι λιγότερο βέβαιη, παρά τη θέση της στα βόρεια σύνορα της Συρίας και την αντίθεσή της στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ.
Υπάρχουν απόηχοι του 2003, όταν η Τουρκία αρνήθηκε να υποστηρίξει την εισβολή στο Ιράκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Με το μέρος ποιου είναι τώρα η Τουρκία; Αυτή είναι μια ερώτηση που απασχολεί την Ουάσιγκτον, καθώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οικοδομεί όλο και πιο στενούς δεσμούς με τη Ρωσία του Πούτιν.
Αν και η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, η αυξανόμενη αμυντική συνεργασία της με τη Μόσχα περιλαμβάνει πρόσφατη συμφωνία ύψους 2 δισ. δολαρίων για την αγορά υπερσύγχρονων πυραυλικών συστημάτων S-400. Την ίδια στιγμή, η στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ έχει μειωθεί και οι σχέσεις βρίσκονται σε ιστορικό ναδίρ.
Αντιμέτωποι με τουρκικούς περιορισμούς, οι Αμερικανοί έχουν μειώσει την αεροπορική τους δύναμη στη βάση του Ιντσιρλίκ, κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Τον Ιανουάριο, μια μοίρα αεροσκαφών A-10 Warthog μεταφέρθηκε στο Αφγανιστάν και μόνο αεροσκάφη ανεφοδιασμού έχουν μείνει στην τουρκική βάση. Πέρυσι, η Γερμανία, άλλο ένα μέλος του ΝΑΤΟ, υποχρεώθηκε να αποσύρει τις δυνάμεις της από το Ιντσιρλίκ εν μέσω μιας έντονης διαμάχης με τον Ερντογάν για τα ανθρώπινα δικαιώματα και νομικά ζητήματα. Τα γερμανικά αεροσκάφη, τα οποία όπως και τα αμερικανικά έκαναν επιθέσεις εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και στο Ιράκ, μεταφέρθηκαν στην Ιορδανία.
Οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας αυξήθηκαν μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 στην Αγκυρα, η οποία, όπως ισχυρίστηκε ο Ερντογάν, υποκινήθηκε από γκιουλενιστές αντιπάλους του που εδρεύουν στις ΗΠΑ. Από τότε οι σχέσεις έχουν επιδεινωθεί από διαμάχες σχετικά με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, την υποστήριξη της Ουάσιγκτον στις δυνάμεις των Κούρδων που πολεμούν κατά του Ασαντ, τις οποίες η Τουρκία θεωρεί τρομοκρατικές, και τη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στον κουρδικό θύλακα του Αφρίν στη Βορειοδυτική Συρία.
Η κυβέρνηση του Ερντογάν, η οποία προηγουμένως απαιτούσε την αποχώρηση του Ασαντ από την εξουσία, κατηγόρησε αρχικά το συριακό καθεστώς για την επίθεση με χημικά το περασμένο Σάββατο στην Ντούμα –επίκεντρο της νέας σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. «Το συριακό καθεστώς θα πρέπει να πληρώσει το τίμημα» δήλωσε εκπρόσωπος του Ερντογάν τη Δευτέρα.
Τούρκος κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωσε επίσης ότι το καθεστώς του Ασαντ είναι ένοχο για «βαρβαρότητα και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας». Αλλά η Αγκυρα άλλαξε στάση αφότου ο Ερντογάν έλαβε ένα τηλεφώνημα αργότερα εκείνη την ημέρα από τον κύριο σύμμαχο του Ασαντ, τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Εκτοτε, οι επίσημες δηλώσεις της Τουρκίας αποφεύγουν να κατηγορούν το καθεστώς του Ασαντ για την επίθεση με χημικά στην Ντούμα, ζητώντας αντ’ αυτού «προσεκτική έρευνα» –που είναι και η θέση του Πούτιν.
Μια απειλητική δήλωση του Σεργκέι Λαβρόφ, υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας, μπορεί επίσης να έκανε τον Ερντογάν να αλλάξει γνώμη. Η Ρωσία έχει μέχρι στιγμής συναινέσει στην τουρκική επιχείρηση στο Αφρίν στη Συρία, αλλά τη Δευτέρα ο Λαβρόφ δήλωσε ότι η Μόσχα αναμένει από την Τουρκία να παραδώσει το Αφρίν στην κυβέρνηση του Ασαντ. Το Ιράν, σύμμαχος του Ασαντ και της Ρωσίας στη Συρία, έκανε παρόμοια έκκληση. Ο Ερντογάν απέρριψε αυτές τις απαιτήσεις, αλλά το μήνυμα από τη Μόσχα ήταν ξεκάθαρο.
Η στενή συνεργασία της Τουρκίας με τη Ρωσία –κάποιοι τη χαρακτηρίζουν «υποταγή» του Ερντογάν στον Πούτιν –είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Οι δύο χώρες συγκρούστηκαν τον Νοέμβριο του 2015, όταν η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό στρατιωτικό αεροσκάφος για υποτιθέμενες παραβιάσεις του εναέριου χώρου της. Η Μόσχα επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία, σε αντίποινα.
Αλλά προς απογοήτευση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η επακόλουθη προσέγγιση ήταν ταχεία, τροφοδοτούμενη από το κοινό συμφέρον, ειδικά στη Συρία. Τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Πούτιν θέλουν να διαμορφώσουν οποιαδήποτε μεταπολεμική διευθέτηση προς όφελός τους. Για τον σκοπό αυτόν ξεκίνησαν, μαζί με το Ιράν, την αποκαλούμενη ειρηνευτική διαδικασία της Αστάνα.
Ο Πούτιν συνομίλησε προσωπικά με τον Ερντογάν μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία, εκφράζοντάς του την πλήρη υποστήριξη της Μόσχας. Αυτή ήταν μια σημαντική στιγμή για δύο αυταρχικούς ηγέτες που φοβούνται τη λαϊκή ετυμηγορία του δρόμου. Από τότε, η διμερής συνεργασία για την πυρηνική ενέργεια, τους αγωγούς φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Τουρκία και στην Ευρώπη, τον τουρισμό, τις επενδύσεις, τις πωλήσεις όπλων και τις στρατιωτικές σχέσεις έχει φθάσει σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα.
Ο Ερντογάν και ο Πούτιν έχουν και έναν άλλον κοινό στόχο: να περιορίσουν την επιρροή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Για τη Ρωσία, η σύσφιγξη των σχέσεων με την Τουρκία έχει πρόσθετα οφέλη –σπέρνει τη διαμάχη εντός του ΝΑΤΟ και περιορίζει τις αμερικανικές στρατιωτικές επιλογές στη Συρία.

HeliosPlus