Η συρροή επετείων πραγματικά κοσμοϊστορικών γεγονότων κατά τη διαδρομή του 2017, της εκδήλωσης της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης το 1517, της Φεβρουαριανής και της Οκτωβριανής επανάστασης στη Ρωσία το 1917, επισκίασε στη χώρα μας κάποιες άλλες επετείους, όχι λιγότερο σημαντικές για τη σύγχρονη ανθρωπότητα. Μία από αυτές είναι η ανεξαρτησία αλλά και ο διαμελισμός της Ινδίας στις 15 Αυγούστου του 1947. Η Ινδία, πληθυσμιακά η δεύτερη χώρα του πλανήτη, αποτελεί τη μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου από την εποχή της ανεξαρτησίας της και υπήρξε για πολλά χρόνια μία από τις ελάχιστες δημοκρατίες εκτός του δυτικού κόσμου. Τη μοναδικότητα αυτή της ινδικής δημοκρατίας επεσήμανε πριν από πολλά χρόνια ένας από τους μεγάλους κοινωνικούς στοχαστές του εικοστού αιώνα, ο Barrington Moore, Jr., στο κλασικό του σύγγραμμα Κοινωνικές ρίζες της δικτατορίας και της δημοκρατίας, ένα έργο εμβληματικό για την κατάρτιση ημών των παλαιοτέρων στις κοινωνικές επιστήμες. Και μόνο η ανάκληση των στοιχείων αυτών αρκεί νομίζω για να αντιληφθούμε τη σημασία της ανεξαρτησίας της Ινδίας, η οποία διαθέτει, όπως θα δοκιμάσω να επισημάνω, ειδικότερο ενδιαφέρον για τον ελληνισμό.

Βρετανική λίμνη

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Μετά την απώλεια των δεκατριών αποικιών της στη Βόρειο Αμερική, η Μεγάλη Βρετανία έστρεψε την προσοχή της αποικιακής της εξάπλωσης στη Νότιο Ασία, στον αχανή χώρο των Ανατολικών Ινδιών, κατά τη γεωγραφική ορολογία της εποχής. Ηδη πριν από το τέλος του δεκάτου ογδόου αιώνα σημαντικά τμήματα της Ινδικής χερσονήσου βρίσκονταν υπό βρετανικό έλεγχο. Στη διαδρομή του δεκάτου ενάτου αιώνα, ο βρετανικός έλεγχος επί του τεραστίου υπογαστρίου της ασιατικής ηπείρου εδραιώθηκε εκτοπίζοντας άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις με βλέψεις στην περιοχή, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Δανία. Μόνο η Πορτογαλία και η Γαλλία διατήρησαν μικρούς αποικιακούς θύλακες στη δυτική ακτή της Ινδίας. Στο απόγειο του ιμπεριαλισμού το τελευταίο τρίτο του δεκάτου ενάτου αιώνα ο έλεγχος της απέραντης χώρας είχε περάσει στο βρετανικό στέμμα από την Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, που υπήρξε ο αρχικός δίαυλος της εμπορικής διείσδυσης στην περιοχή. Το έτος 1876 η βασίλισσα Βικτωρία ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα των Ινδιών. Η Ινδία έχει γίνει πλέον ο κορμός της παγκόσμιας Βρετανικής αυτοκρατορίας και ο Ινδικός ωκεανός είχε μεταβληθεί σε βρετανική λίμνη με τη δημιουργία μιας αποικιακής ζώνης σε ολόκληρη την Ανατολική Αφρική για την προστασία και τον έλεγχο των ναυτικών οδών προς την Ινδία.

Η Βρετανία διοίκησε την Ινδία με τη μέθοδο της έμμεσης διακυβέρνησης διατηρώντας τα παλαιότερα κατά τόπους μοναρχικά πολιτεύματα και τα παραδοσιακά συστήματα οργάνωσης του πληθυσμού που βασίζονταν σε ακραίες μορφές κοινωνικής ανισότητας. Η ίδια η ιδέα της Ινδίας, πάντως, ως πολιτικής και κρατικής πραγματικότητας υπήρξε προϊόν της βρετανικής αποικιακής διακυβέρνησης, η οποία ενοποίησε την αχανή περιοχή σε ενιαία διοικητική οντότητα. Αν δεν μεσολαβούσε η βρετανική διακυβέρνηση των δύο σχεδόν αιώνων, η πιθανότερη υπόθεση για το πολιτικό μέλλον της περιοχής θα υπεδείκνυε την ύπαρξη πολλών ανεξάρτητων κρατών στα οποία θα μετεξελίσσονταν τα τοπικά παραδοσιακά βασίλεια.
Η Ινδία λοιπόν που γνωρίζουμε σήμερα υπήρξε προϊόν της νεωτερικότητας στην οποία την εξέθεσε η Βρετανική αυτοκρατορία. Η βρετανική διακυβέρνηση φυσικά δεν μπορούσε να διατηρηθεί στο διηνεκές. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε και για την Ινδία τις απαρχές του κινήματος της ανεξαρτησίας. Το 1917 και αργότερα, το 1935, η εισαγωγή διοικητικών μεταρρυθμίσεων άνοιξε τον δρόμο για την εκδήλωση του εθνικού κινήματος που διεκδικούσε τον τερματισμό της αποικιοκρατίας. Το εθνικό κίνημα, του οποίου ηγήθηκε η οργάνωση Indian National Congress, αντιμετώπισε τις δυσκολίες μιας εξαιρετικά πολύπλοκης εθνολογικά, θρησκευτικά και κοινωνικά κατάστασης στην απέραντη γεωγραφική περιοχή που επιζητούσε την επίτευξη ανεξάρτητης πολιτειακής υπόστασης. Οι εντάσεις μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, ιδίως των Ινδουιστών και των Μουσουλμάνων, άρχισαν σταδιακά να κλιμακώνονται σε βίαιες συγκρούσεις όσο πλησίαζε η ανεξαρτησία.
Το ινδικό εθνικό κίνημα ευτύχησε να γνωρίσει στο πρόσωπο του Μαχάτμα Γκάντι έναν σπάνιο, μοναδικό όντως ηγέτη. Ο Γκάντι, κληρονόμος των βαθύτερων πνευματικών και ηθικών παραδόσεων του Ινδουισμού, είχε ταυτόχρονα απορροφήσει και τα διδάγματα της νεωτερικότητας κατά τις νομικές σπουδές του στην Αγγλία αλλά και κατά τη φυλάκισή του λόγω της πολιτικής του δράσης, στη Νότιο Αφρική, οπότε είχε την ευκαιρία να μελετήσει πλατιά και να διαμορφώσει σπάνια πολιτική ορθοκρισία. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι στο ζήτημα αυτό υπήρξε πρόδρομος του Nelson Mandela. Από τους δυτικούς συγγραφείς επηρεάστηκε ιδιαίτερα, όπως ομολογεί ο ίδιος, από τον Thoreau, τον John Ruskin και τον Tolstoy. Θαύμαζε ακόμη την Καινή Διαθήκη, της οποίας η ηθική διδασκαλία του θύμιζε εκείνη της ιερής Gita του Ινδουισμού.

Πνευματική σκευή

Με αυτή την πνευματική σκευή ο Γκάντι κατάλαβε αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ινδία το 1915 ότι ένας μόνο δρόμος υπήρχε για να μην αποβούν η διεκδίκηση και η επίτευξη της ανεξαρτησίας υπόθεση πολύ αιματηρή, στην ουσία μια ανθρωπιστική καταστροφή. Ο δρόμος αυτός ήταν εκείνος της μη βίας, της ειρηνικής διεκδίκησης των πολιτικών αιτημάτων διά της παθητικής αντίστασης, της κοινωνικής κριτικής και της πνευματικής αναμόρφωσης. Ο Γκάντι ηγήθηκε του κινήματος και επί μισό σχεδόν αιώνα κατόρθωσε με το κύρος του και με τις δημόσιες νηστείες με τις οποίες εκδήλωνε την αντίθεσή του σε διάφορα ζητήματα να συγκρατεί τις αντιπαραθέσεις και να αποτρέπει τη βία.
Η καταστροφή τελικά δεν αποτράπηκε, και όταν ήλθε η ανεξαρτησία το 1947 αυτή συνοδεύθηκε από διαμελισμό της Ινδικής ηπείρου μεταξύ της Δημοκρατίας της Ινδίας και του Δυτικού και Ανατολικού Πακιστάν. Ο διαμελισμός συνοδεύθηκε από μεγάλης κλίμακας βία και βίαιο εκπατρισμό μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων. Ο ίδιος ο Γκάντι κατέστη τελικά σφάγιο στον βωμό του θρησκευτικού φανατισμού που επέφερε ο διαμελισμός, πέφτοντας θύμα δολοφονίας στις 30 Ιανουαρίου 1948 καθ’ οδόν προς την καθημερινή του προσευχή υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης των θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η ινδική ανεξαρτησία υπήρξε η αρχή του τέλους της αποικιοκρατίας. Αφού ο κορμός της Βρετανικής αυτοκρατορίας απέκτησε την ανεξαρτησία του, το τέλος της αυτοκρατορίας ήταν πλέον ορατό. Το μάθημα αυτό δυστυχώς δεν έγινε αντιληπτό από τον ελληνισμό και ιδίως αγνοήθηκε στο ελληνικό έδαφος, το οποίο η οικοδόμηση του στρατηγικού δρόμου προς τις Ινδίες από τη Βρετανία είχε εντάξει στην αυτοκρατορία, την Κύπρο. Ούτε οι κίνδυνοι του διαμελισμού που μπορεί να ανακύψουν σε κοινωνίες εθνολογικής πολλαπλότητας σταθμίστηκαν σοβαρά. Το ζήτημα του τερματισμού της αποικιοκρατίας αντιμετωπίστηκε με κριτήρια που δεν συνεκτίμησαν το μεγάλο μάθημα της Ινδίας και η απουσία ενός Γκάντι διευκόλυνε αποφάσεις και χειρισμούς που δεν αποδείχθηκαν επιτυχείς.
Ο κ. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ