Η συγκυρία είναι σχεδόν ιντριγκαδόρικη. Καθώς 93 καθηγητές της Νομικής Σχολής Αθηνών καταγγέλλουν «τη συνεχιζόμενη κατάσταση βαριάς παρανομίας στο κτίριο και στον περιβάλλοντα χώρο, όπου τελούνται καθημερινά αξιόποινες πράξεις», η Ελλάδα φέρνει στην Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας μια πρόταση με τίτλο «Η Σχολή των Αθηνών» που εξετάζει την αρχιτεκτονική των ακαδημαϊκών κοινών –από την Ακαδημία του Πλάτωνα μέχρι σύγχρονα πανεπιστημιακά σχέδια. Ο τίτλος παραπέμπει σαφώς στην περίφημη νωπογραφία του Ραφαήλ, αφού η πρόθεση των επιμελητών, των αρχιτεκτόνων Χριστίνας Αργυρού και Ράιαν Νιχάιζερ, είναι να μιλήσουν, όπως ο Ραφαήλ, για μια «φιλοδοξία, ένα ουτοπικό όραμα ενός ελεύθερου, ανοιχτού, άτυπου και κοινού χώρου μάθησης».
Για τους δημιουργούς, οι οποίοι ζουν και εργάζονται στο Λονδίνο και μεταξύ άλλων διδάσκουν στη Σχολή Architectural Association, «υπάρχει επείγουσα ανάγκη να κοιτάξουμε προς το παρελθόν αλλά και να σαρώσουμε το σημερινό τοπίο της πανεπιστημιακής αρχιτεκτονικής και να αναδείξουμε ενδιαφέροντες και πετυχημένους χώρους που είναι «ελεύθεροι»-δημοκρατικοί, απρογραμμάτιστοι και κοινοί». Μόλις πριν από λίγες ημέρες η Χριστίνα Αργυρού έγινε μητέρα και η συζήτησή μας γίνεται σχεδόν με το νεογέννητο αγκαλιά (ακούγεται από το βάθος του τηλεφώνου) αλλά και με ιδιαίτερα θερμή τη διάθεση να μας οδηγήσουν σε αυτό που θα δει το παγκόσμιο κοινό στο ελληνικό περίπτερο στα Τζιαρντίνι της Βενετίας. Η πρότασή τους θα πρέπει να υλοποιηθεί με τα 120.000 ευρώ που προσφέρει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Ετσι μέσα στους λιγότερους από δύο μήνες ως τις 26 Μαΐου που εκκινεί η Μπιενάλε, η Χριστίνα και ο Ράιαν θα πρέπει να πετύχουν πολλά και πέραν της αρχιτεκτονικής. «Εχουμε ήδη στραφεί σε ιδιώτες χορηγούς για την υποστήριξή τους ώστε να πραγματοποιηθούν όλοι οι στόχοι μας, από την έκδοση βιβλίου μέχρι την οργάνωση εκδηλώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της έκθεσης» μας λένε.

Η πρώτη, «αποκλειστική» ξενάγηση στο περίπτερο

Συνολικά 52 τρισδιάστατες μακέτες τοποθετημένες σε ύψος ενός μέτρου θα κατακτήσουν τον χώρο που θα μεταμορφωθεί σε αμφιθέατρο. Ζητήσαμε από τους επιμελητές να μας οδηγήσουν μέσα στο κτίριο όπου φιλοξενείται η ελληνική συμμετοχή στην Μπιενάλε. Να έχουμε σχεδόν την εμπειρία του επιτόπιου επισκέπτη. «Η πρότασή μας εξετάζει τη θεματική του «ελεύθερου χώρου» με δύο παράλληλες προσεγγίσεις. Η πρώτη αφορά τη μελέτη και παρουσίαση του χώρου των ακαδημαϊκών κοινών μέσα από πανεπιστήμιααπό όλη την ιστορία και όλον τον κόσμομε τη μορφή 52 τρισδιάστατων μακετών. Η δεύτερη αφορά τη μετατροπή του ίδιου του φυσικού χώρου σε ένα είδος ακαδημαϊκού, κοινού και ελεύθερου χώρου μάθησης, ο οποίος ενθαρρύνει τις ανεπίσημες συνομιλίες και τη δημόσια συζήτηση».
Μέσα στο περίπτερο οδηγός θα είναι η εικόνα του έργου του Ραφαήλ που δημοσιεύουμε, όπου ύστερα από παρέμβαση των επιμελητών αφαιρέθηκαν όλες οι ανθρώπινες μορφές, καθώς αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η αρχιτεκτονική που αναπαρίσταται στην εμβληματική νωπογραφία. Ετσι, «στο εσωτερικό του υπάρχοντος περιπτέρου δημιουργούμε ένα προσβάσιμο βαθμιδωτό τοπίο, ένα αμφιθέατρο που αποκλίνει από την κλασική μορφή. Το έργο υιοθετεί την αρχιτεκτονική κοινοτοπία της σκάλας ή του αμφιθεατρικού τοπίου, ευρέως διαδεδομένα στον σχεδιασμό πανεπιστημιακών χώρων σήμερα (όπως η «Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών», έργο των Καλυβίτη – Λεονάρδου, και το «Columbia University MedicalCenter», έργο τωνDillerScofidio+Renfro), εξετάζοντας και δοκιμάζοντας την αξία και τα όρια αυτής της αρχιτεκτονικής μορφής». Μέσα σε αυτό το τοπίο, τρισδιάστατες αρχιτεκτονικές μακέτες τοποθετημένες σε κάνναβο γεμίζουντο περίπτερο προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι μακέτες εκτίθενται με ομοιόμορφο τρόπο για εύκολη σύγκριση από το κοινό και τοποθετούνται σε χαλύβδινες ράβδους σε ύψος ενός μέτρου για εύκολη θέαση.
Οι μακέτες αντιμετωπίζονται σαν αρχιτεκτονικά δείγματα ευανάγνωστα. «Η έκθεση είναι συμμετοχική και μη γραμμική, προσκαλώντας τους επισκέπτες να κινηθούν σε ένα πεδίο αντικειμένων, διαλέγοντας μόνοι τους το βάθος και τον χρόνο ενασχόλησής τους με το κάθε έργο ξεχωριστά. Δεν υπαγορεύουμε το περιεχόμενο της έκθεσης. Αντ’ αυτού, δημιουργούμε μια χωρική εμπειρία με την οποία ο επισκέπτης μπορεί να συσχετιστεί και να εμπλακεί με ποικίλους τρόπους» καταλήγουν οι επιμελητές.

Ο Ραφαήλ και η Χάνα Αρεντ

Στην πρότασή τους εστιάζουν στο γεγονός ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια εκπαιδευτικοί και αρχιτέκτονες έχουν αναγνωρίσει ότι η διαδικασία της μάθησης δεν λαμβάνει χώρα μόνο στις αίθουσες αλλά και σε διαδρόμους, σκάλες, καφετέριες, στο προαύλιο. Ο Πλάτωνας ίδρυσε την Ακαδημία του στον Ελαιώνα της Αθήνας, όπου συχνά δίδασκε ενώ περπατούσε. «Τα πανεπιστήμια του 20ού αιώνα είναι γεμάτα από άτυπους μαθησιακούς χώρους συνήθως συνδεδεμένους με χώρους κυκλοφορίας. Τα ίδια σκαλιά πάνω στα οποία βλέπουμε τους μελετητές να χαλαρώνουν στο πρώτο πλάνο του έργου του Ραφαήλ επαναπροσδιορίζονται και πολλαπλασιάζονται στην εγκατάστασή μας στο ελληνικό περίπτερο στη Βενετία» εξηγούν.

Τους ζητάμε να δώσουν τον δικό τους ορισμό για την έννοια «αρχιτεκτονική των ακαδημαϊκών κοινών» που χρησιμοποιούν στην πρόταση. «Δεν υπάρχει απόλυτος ορισμός…» λένε. «Για εμάς είναι περισσότερο μια διαίσθηση, ένα σύνολο από αλληλεπικαλυπτόμενα χαρακτηριστικά που αρχίζουν σταδιακά να συγκλίνουν σε έναν ορισμό, ο οποίος φυσικά είναι υποκειμενικός και ανοιχτός για συζήτηση. Ενα στοιχείο είναι ότι τα «ακαδημαϊκά κοινά» είναι οι χώροι ανάμεσα στους διακριτούς και εύκολα αναγνωρίσιμους χώρους –με άλλα λόγια, δεν είναι οι τάξεις, τα γραφεία ή η αίθουσα διαλέξεων. Δανειζόμενοι τον όρο της Χάνα Αρεντ, είναι ο «χώρος των εμφανίσεων» μέσα στο πανεπιστήμιο, το θεσμικό ισοδύναμο του δημόσιου χώρου για την πόλη ή διαφορετικά του καθιστικού για το σπίτι. Είναι ο χώρος για να δεις και να σε δουν».
Με τους φοιτητές τους στη Σχολή Αrchitectural Association (ΑΑ School) εξετάζουν την Αθήνα και την αρχιτεκτονική των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. «Για παράδειγμα, σε ένα από τα projects, ο φοιτητής φαντάζεται μια σειρά πανεπιστημιακών κτιρίων επί της λεωφόρου Συγγρού, η οποία γεφυρώνει τις δύο πλευρές του δρόμου, βυθίζει τον υπάρχοντα δρόμο και δημιουργεί καινούργιες επιφάνειες για συλλογική δράση. Eνα άλλο project φαντάζεται ένα πανεπιστήμιο στην πλατεία Ομονοίας, το οποίο, σαν δαχτυλίδι, ενώνει υπάρχοντες εγκαταλελειμμένους χώρους, έχοντας ως αποτέλεσμα να εμπλουτιστεί η πλατεία με νέους πληθυσμούς».

Οι επιμελητές ούτως ή άλλως στο έργο τους ως τώρα εστιάζουν στη λογική ότι οι ενεργοί δημόσιοι χώροι και τα ζωντανά αστικά ακαδημαϊκά ιδρύματα μπορούν να συνυπάρχουν, να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλο. «Μια βασική θεματική του μαθήματος που διδάσκουμε τα τελευταία δύο χρόνια στη σχολή Architectural Association School of Architecture στο Λονδίνο είναι ότι η μετεγκατάσταση και επανεξέταση του πανεπιστημίου ως ένας ακμάζων φορέας στο κέντρο της πόλης, προσφέρει μια ευκαιρία για την ανοικοδόμηση και την αναζωογόνηση της κεντρικής Αθήνας. Ταυτόχρονα, η ενέργεια, η πολυπλοκότητα και η πολυμορφία της κεντρικής Αθήνας μπορούν να εμπλουτίσουν το πανεπιστήμιο με νέες ιδέες και νέα ακροατήρια. Μας ενδιαφέρουν οι τρόποι να φέρουμε το πανεπιστήμιο μέσα στην πόλη και την πόλη μέσα στο ίδιο το πανεπιστήμιο. Με άλλα λόγια, πιστεύουμε ότι μόνο με την επανεφεύρεση του θεσμού του πανεπιστημίου – τόσο της λογικής όσο και των μορφών του – μπορούμε να αναδείξουμε το μέλλον της πόλης. Η έρευνα και η αποκάλυψη της αρχιτεκτονικής των ακαδημαϊκών κοινών στα υπάρχοντα πανεπιστήμια, όπως εξετάζει η έκθεση της Μπιενάλε, είναι ένα πρώτο βήμα προς την επανεξέταση των ακαδημαϊκών κοινών του μέλλοντος.

Στην πρόταση τους η Αργυρού και Νίχαϊζερ αναφέρονται «σε ένα ουτοπικό όραμα ενός ελεύθερου, ανοιχτού, άτυπου και κοινού χώρου μάθησης. Ενας χώρος στο ενδιάμεσο». Αυτή η ιδιότητα του «ενδιάμεσου» κυριαρχεί σύμφωνα με τους επιμελητές στη νωπογραφία του Ραφαήλ «Η Σχολή των Αθηνών». Λένε για το έργο «είναι μια φιλοδοξία, ένα ουτοπικό όραμα ενός ελέυθερου, ανοιχτού, άτυπου και κοινού χώρου μάθησης.Είναι ένας «ενδιάμεσος» χώρος. Ούτε μέσα ούτε έξω, δεν έχει τις ιδιότητες ενός δωματίου αλλά ούτε και είναι ένας χώρος καθαρά για κυκλοφορία. Είναι μνημειακός,αλλά ταυτόχρονα γενναιόδωρος και απλός. Δεν είναι τάξη και όμως βλέπουμε στους χώρους αυτούς μελετητές και μαθητές να συζητούν, να διδάσκουν, και να μαθαίνουν».

Αναρωτιέμαι πως αυτός ο ανοιχτός, άτυπος, ενδιάμεσος χώρος διαδρά– με όρους αρχιτεκτονικής- με την νέα κυρίαρχη μορφή επικοινωνίας και πληροφόρησης μέσω του άχωρου διαδικτύου. «Πιστεύουμε ότι ο φυσικός χώρος εξακολουθεί να έχει σημασία» σπεύδουν να μου επισημάνουν. «Φυσικά και το διαδίκτυο έχει δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για δημοκρατική πρόσβαση στην πληροφορία και για ανταλλαγή ιδεών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ο χώρος έχει χάσει την αξία του. Στην καλύτερη περίπτωση, το ψηφιακό και το φυσικό μπορούν να αλληλοσυμπληρωθούν, συγχρονίζοντας το τοπικό με το παγκόσμιο και το ατομικό με το συλλογικό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα ακαδημαϊκα κοινά υπάρχουν τόσο στο φυσικό χώρο των πανεπιστημίων, όσο και στο ψηφιακό κόσμο του διαδικτύου, αλλά ως αρχιτέκτονες είμαστε πολύ καλά εφοδιασμένοι να διερευνήσουμε και να υποστηρίξουμε τη συνεχή καινοτομία της φυσικής μορφής».

Πού και πότε

«Η Σχολή των Αθηνών», ελληνικό περίπτερο, Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, Βενετία, 26 Μαΐου-25 Νοεμβρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ