Ο Αντώνης που δούλευε στην οικοδομή του σπιτιού στο Μαρούσι. Ενας άνδρας χωρίς όνομα και ιδιότητες. Η Ασπασία, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ο Διονύσης Φωτόπουλος που δεν χρειάζεται συστάσεις. Η Δέσποινα Πολίτη, μακρινή ανιψιά του ζωγράφου. Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, μικρό αγοράκι όρθιο δίπλα σε καρέκλα. Ο Γιάννης Τσαρούχης αναζητούσε τα πρόσωπα που θα έδιναν μορφή στους πίνακές του χωρίς να κάνει κοινωνικές διακρίσεις. Τους σκηνοθετούσε στον χώρο, τους φωτογράφιζε και μετά συνήθως τους ζωγράφιζε, τους εξιδανίκευε, τους εξύψωνε. Tους χάριζε την αθανασία.
Ο Αντώνης, ο οποίος αποφεύγει να κοιτάξει κατάματα την κάμερα, έγινε μεταξύ άλλων ο «Στεφανωμένος αθλητής» (1967) όπως βλέπει κανείς από το τυπωμένο έργο που συνοδεύει τη φωτογραφία του. Ο άγνωστος άνδρας έγινε ο «Ανθρωπος με φτερά πεταλούδας» (1965) αφότου στάθηκε όρθιος και κορδωμένος με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη ή ανακαθιστός, σε δύο από τις αγαπημένες πόζες του Τσαρούχη, τις οποίες προτιμούσαν για τις αναμνηστικές φωτογραφίες οι ποδοσφαιριστές της εποχής. Η Ασπασία, ρασοφορούσα και πανέμορφη σε μια φροντισμένη στάση για να αναπαραστήσει μια σκηνή από τον βίο της Αγίας Παρασκευής, μια σειρά έργων (1966-67) για το ομώνυμο εκκλησάκι στη Μυτιλήνη, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στο Μουσείο Θεόφιλου και στο σπίτι του Τεριάντ. Ηταν μια ανάθεση του τελευταίου περίπου σαν τάμα στην Αγία προστάτιδα των ματιών. Το έργο δεν υλοποιήθηκε τελικά, αλλά μπορεί κανείς να δει δυο προσχέδια της «Αγίας» και την υπέροχη φωτογραφία της Ασπασίας που είναι από μόνη της ένα έργο τέχνης. Είναι αναρτημένη στο δώμα, στο σημείο όπου έγινε η φωτογράφηση πριν από πέντε δεκαετίες ακριβώς, όπως συμβαίνει και με τους υπόλοιπους αφανείς πρωταγωνιστές στο έργο του Τσαρούχη.
Μπορεί να διακρίνει κανείς τις λιτές γραμμές του χώρου και το ασπρόμαυρο πάτωμα του μικρού δώματος αναλλοίωτο –όπως και οι δυο στρατηγικά τοποθετημένοι φεγγίτες που λούζουν στο φως όποιον στέκεται στο εσωτερικό του δωματίου.

Το Μουσείο Αμαρουσίου


Ολα συνέβαιναν στο Μουσείο Αμαρουσίου, όπως ονόμαζε ο ίδιος ο Τσαρούχης το σπίτι, το εργαστήριο και τον εκθεσιακό χώρο (από το 1981 και μετά) της οδού Πλουτάρχου στο Μαρούσι. Το κτίριο που μέχρι πρότινος παρήκμαζε και έμπαζε νερά, μέχρις ότου ήρθε ο Ανταμ Σίμτσικ με την «documenta 14» και συγκέντρωσε τους απαραίτητους πόρους προκειμένου να γίνει και πάλι ο χώρος επισκέψιμος.
Εχθές, 31 Μαρτίου, άνοιξε ξανά τις πόρτες του, μετά την έλευση της διεθνούς εικαστικής διοργάνωσης, προκειμένου να δηλώσει παρόν και μάχιμο. Καθώς λοιπόν υπόσχεται να αναθερμάνει τη σχέση του με το κοινό, δίχως να σταματήσει να αναζητεί πόρους για τη μετατροπή του σε ένα σύγχρονο μουσείο με όλα τα κομφόρ που θα επιτρέψουν και την έκθεση των αυθεντικών έργων, που τώρα φυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη, ξεκινάει τη νέα πορεία του με μια έκθεση που συστήνει στο κοινό το ατελιέ του δημιουργού.
Με ένα μικρό δείγμα από το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο που άφησε πίσω του ο Γιάννης Τσαρούχης, απότοκο του επιδέξιου χειρισμού μιας Rolleiflex και μιας Yashica, και με τα σύνεργα της δουλειάς σε πρώτο πλάνο, η Νίκη Γρυπάρη και οι συνεργάτριές της Βάσω Τζούτη και Βιολέτα Κορωναίου αναβιώνουν την ατμόσφαιρα και την αχλύ του εργαστηρίου του.
Βρισκόταν στον πρώτο όροφο της νεοκλασικής κατοικίας, με τους τοίχους που είναι επενδυμένοι με ύφασμα για να καρφιτσώνει τα έργα του και με τις βαριές κουρτίνες για να κρύβουν το φως, καθώς ο Τσαρούχης «είχε μεγάλη μανία με τον φωτισμό». Σε ένα μεγάλο καβαλέτο είναι τοποθετημένο ένα ημιτελές «Καφενείον ΝΕΟΝ (βράδυ)», ενώ στους τοίχους κρέμονται τυπώματα έργων του από την περίοδο 1965-67, όταν και πηγαινοερχόταν στη Μυτιλήνη γιατί ήταν υπεύθυνος για το Μουσείο Θεόφιλου, και 1977-79, όταν είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από το Παρίσι και πλέον χαιρόταν το σπίτι του στο Μαρούσι.
Για παράδειγμα, μια «Λεπτομέρεια από το λιμάνι της Χίου» (1965) ή μια «Ανοιξη», ένα «Φθινόπωρο» και ένας «Χειμώνας» (όλα του 1979) τα οποία δεν παραδόθηκαν ποτέ στον συλλέκτη γιατί ο ζωγράφος δεν τα τελείωσε.

Το ατελιέ του

Μαζί με τα έργα τα οποία είναι καρφιτσωμένα με την τσαρούχεια μέθοδο ή τοποθετημένα στο πάτωμα, μπορεί κανείς να δει τα ξεραμένα πλέον χρώματα που χρησιμοποιούσε και συχνά έφτιαχνε και παρασκεύαζε ο ίδιος, τα πινέλα του, τα γυαλιά του, μπλοκ και ζωγραφικές σκόνες, προετοιμασίες σε χαρτί ή σε τελάρο, το ψάθινο καπέλο που αγαπούσε να φοράει, ένα λευκό τελάρο που γράφει «Νίκη, Ντομινίκ» αλλά δεν φιλοξένησε τελικά «Το γράμμα», δείγματα χρωμάτων σε δοκιμαστικά σχέδια. «Θέλει λίγη ακαταστασία ακόμα για να μοιάζει με το ατελιέ του» λέει η Νίκη Γρυπάρη, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσαρούχη και ανιψιά του ζωγράφου.
Σε μια γωνιά του εργαστηρίου είναι αναρτημένες έξι φωτογραφίες του ίδιου με τον Διονύση Φωτόπουλο, ενώ δίπλα βρίσκεται το τύπωμα του πορτρέτου του σκηνογράφου από τον δάσκαλό του. Ορισμένες είναι κουνημένες γιατί είναι τραβηγμένες με αυτόματη λήψη και δείχνουν τον Τσαρούχη να «καθοδηγεί» τον Φωτόπουλο που κάθεται χαλαρά σε μια καρέκλα.

«Είχε μανία με τη φωτογραφία. Ηταν μια ολόκληρη σκηνοθεσία η φωτογράφηση και το ξέρω γιατί έχω ποζάρει και εγώ»
λέει η Νίκη Γρυπάρη, η οποία πρωταγωνίστησε στο «Γράμμα» (1974) μαζί με το αγαπημένο μοντέλο του Τσαρούχη, τον Ντομινίκ. Παρεμπιπτόντως, τη φωτογραφία τη χρησιμοποιούσε για να μελετήσει τη σύνθεση και όχι για να ζωγραφίζει από αυτήν. Η δημιουργία του πίνακα γινόταν παρουσία του μοντέλου, αν και για να φτάσει σε αυτή τη φάση περνούσε χρόνος, καθώς έδινε πολύ μεγάλη προσοχή στην προετοιμασία των έργων του.

«Πάντως ήταν πολύ διασκεδαστικό να του ποζάρεις»
λέει η Νίκη Γρυπάρη. «Σου μίλαγε, διηγιόταν ιστορίες. Υστερα, όταν έφτανε στο κεφάλι, έλεγε «και τώρα μην κουνιέσαι!». Επίσης είχε μεγάλη ευκολία να πείθει τον κόσμο να το κάνει. Εχω δει ανθρώπους για τους οποίους δεν θα το περίμενα ποτέ να δέχονται να ποζάρουν για τον Τσαρούχη. Oπως ο άνδρας μιας φίλης της μητέρας μου. Είχε χιούμορ αλλά ήταν πολύ σοβαρός και εκείνος κατάφερε να τον πείσει να ποζάρει γυμνός».

Φωτογενή πρόσωπα

Ο Τσαρούχης έψαχνε να βρει τα φωτογενή πρόσωπα που ήταν ιδανικά για ζωγραφική αναπαράσταση. «Ελεγε: «Δεν θέλω να κάνω πορτρέτα κατά παραγγελία γιατί ποτέ δεν συμφωνεί το μοντέλο με αυτό το οποίο έχω κάνει. Αλλοτε δεν του αρέσει ο πίνακας, άλλοτε θέλει να βγαίνει πιο ωραίος ή πιο ωραία»». Τι καλύτερο από το να αφηνόταν κανείς στα χέρια του Τσαρούχη χωρίς να κάνει κόνξες; Οπως ο Ντομινίκ, ο μαραγκός από τη Σαρτρ που έγινε το πρόσωπο σε έργα όπως οι «Τέσσερις Εποχές». Ηταν κατά γενική ομολογία ευειδής, όμως ο Τσαρούχης τον ανήγαγε στη σφαίρα του θείου.

«Είχε έρθει και στην Ελλάδα όταν είχε γίνει έκθεση των σχεδίων του Τσαρούχη στην γκαλερί «Ζυγός» το 1978. Ολες οι κοπέλες έτρεχαν από πίσω του καταγοητευμένες έτσι όπως τον έβλεπαν μέσα από τη ζωγραφική του Τσαρούχη. Ο Ντομινίκ ήταν πανευτυχής».
Ο Ντομινίκ ή ο Αλέν, που έγινε το όμορφο «Καλοκαίρι» (1976), δεν περιλαμβάνονται στην έκθεση μολονότι υπάρχουν πολλές φωτογραφίες τους στο αρχείο του Τσαρούχη. «Εστιάσαμε σε ανθρώπους που έχουν φωτογραφηθεί μέσα στο εργαστήριο και γι’ αυτό δεν παρουσιάζουμε τα μοντέλα που ζωγράφισε στο Παρίσι».
Ωστόσο, η τύχη αμφότερων Ελλήνων και Γάλλων αγνοείται. «Τους περισσότερους δεν τους ξέρω πέρα από το μικρό τους όνομα που έγραφε συνήθως ο Τσαρούχης στα σχέδιά του. Δυστυχώς δεν έχουμε επαφή με εκείνους που γνώρισα. Κάποια στιγμή είχα βρει ένα τηλέφωνο του Ντομινίκ και τον είχα πάρει για να μιλήσει στον Τσαρούχη. Ηταν λίγο προτού πεθάνει. Τον καιρό εκείνο τηλεφωνούσα σε κοντινούς του ανθρώπους για να του πουν δυο κουβέντες. Ο Αλέν είχε έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα γιατί ο αδερφός του είχε παντρευτεί μια Ελληνίδα. Μετά χάθηκε κι αυτός… Οσο για το αγόρι που έγινε ο «Ναύτης στον ήλιο» (1968-70), δυστυχώς πνίγηκε σε νεαρή ηλικία. Η μητέρα του είχε επισκεφθεί τον Τσαρούχη όσο ζούσε για να του πει πόσο συγκινημένη ήταν που έβλεπε τον γιο της στον πίνακά του».

Πού και πότε

Iδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, Πλουτάρχου 28, Μαρούσι. Ωράριο λειτουργίας: Δευτέρα ως Παρασκευή 9.00 – 14.00. Τιμή εισιτηρίου: 3 ευρώ. Στο πλαίσιο της έκθεσης θα πραγματο-ποιηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα, www.tsarouchis.gr.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ