Στις 28 Μαΐου 2014 η Google έδωσε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα στοιχεία για τη δημογραφική σύνθεση των εργαζομένων της. Για καιρό η απροθυμία της να το πράξει, κοινή στάση στον τεχνολογικό παράδεισο της Σίλικον Βάλεϊ, ήταν θέμα συζητήσεων στον Τύπο και η τελική δημοσίευση των δεδομένων επιβεβαίωσε το ήδη γνωστό: η εταιρεία ήταν ένας βιότοπος λευκών ή ασιατών ανδρών. Μόλις 30% του προσωπικού αποτελούνταν από γυναίκες, ποσοστό που μειωνόταν στο 17% στο τεχνολογικό τμήμα της. Θα έπονταν στην εξομολόγηση το Facebook, το Twitter, το eBay, η Apple. Με την εξαίρεση του eBay, 42% των υπαλλήλων του οποίου ήταν γένους θηλυκού, καμία από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις δεν ξεπερνούσε το 31%.
Ακολούθησε ένας γύρος αρνητικής δημοσιότητας που τροφοδότησε έναν κύκλο αυτομαστίγωσης, ο οποίος με τη σειρά του κατέληξε σε δηλώσεις μεταμέλειας και εξαγγελίες προγραμμάτων ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των Αφροαμερικανών, των ισπανόφωνων και των γυναικών. Τέσσερα χρόνια μετά, οι δείκτες όντως έχουν μετακινηθεί –κατά μερικές μονάδες, όχι θεαματικά.
Αυτό που έχει μεταβληθεί οπωσδήποτε, και μάλιστα απότομα, στο φως αρχικά των καταγγελιών της Σούζαν Φάουλερ, μιας υπαλλήλου της Uber, τον Φεβρουάριο του 2017 και, κυρίως, εξαιτίας των αποκαλύψεων στο βιβλίο μιας δημοσιογράφου του Bloomberg έναν χρόνο αργότερα, είναι η εικόνα της Σίλικον Βάλεϊ ως χώρας της αξιοκρατίας, βασιλείου των απανταχού nerds και επικράτειας των οραματιστών της καινοτομίας. Αν πιστέψει κανείς το νεοαφιχθέν «Brotopia» (εκδ. Portfolio Penguin) της 38χρονης Εμιλι Τσανγκ, η «κοιλάδα του πυριτίου» δεν είναι παρά ένα κλειστό ανδρικό κλαμπ όπου ο σεξισμός κυριαρχεί και τα οργιαστικά πάρτι είναι σε μηνιαία διάταξη.
«Μία φορά τον μήνα, βράδυ Παρασκευής ή Σαββάτου, μια επίλεκτη ομάδα των κορυφαίων τεχνοκρατών της Σίλικον Βάλεϊ συγκεντρώνεται για ένα πάρτι με γενναίες δόσεις ναρκωτικών και σεξ. Κάποτε ο χώρος είναι ένα επικό μέγαρο στο Πασίφικ Χάιτς του Σαν Φρανσίσκο, κάποιες άλλες μια πολυτελής κατοικία στους πρόποδες των λόφων του Αθερτον ή του Χίλσμπορο. Σε ειδικές περιπτώσεις οι καλεσμένοι ταξιδεύουν βόρεια σε κάποιον πύργο της Νάπα Βάλεϊ, σε κάποια ιδιωτική ακτή στο Μαλιμπού ή σε ένα σκάφος στα ανοιχτά της Ιμπιζα και τα Βακχανάλια [σ.σ.: διονυσιακές γιορτές της Ρώμης] κρατούν για όλο το Σαββατοκύριακο ή και παραπάνω. Τα μέρη διαφέρουν, πολλοί όμως από τους παίκτες, όπως και ο σκοπός, παραμένουν ίδιοι». Οι περιγραφές της Τσανγκ δεν έχουν και πολλά να ζηλέψουν από το «Λιγότερο από μηδέν», το περιβόητο ντεμπούτο του Μπρετ Ιστον Ελις από το 1985, όπου η χρυσή νεολαία του Λος Αντζελες παλινδρομούσε μεταξύ σεξ και ναρκωτικών. Κι εδώ διακινούνται MDMA, ecstasy, ανώνυμες σκόνες. Κι εδώ οι συναντήσεις οργανώνονται μεταξύ φίλων και καταλήγουν σε κατά μόνας ή ομαδικές ηδονές. Κι εδώ ο πλούτος μοιάζει να ορίζεται από την πρόσβαση στις υπερβάσεις.
Κάποιοι αντέδρασαν στην αποκάλυψη του κοινού μυστικού. Ο πολύς Ελον Μασκ, για παράδειγμα, ο οποίος θίχτηκε εξ αντανακλάσεως: το περιοδικό «WIRED» ταύτισε τα γεγονότα ενός πάρτι στο οποίο αναφέρθηκε η Τσανγκ με τα όσα συνέβησαν σε μια σύναξη που οργάνωσε ο συνιδρυτής της εταιρείας επιχειρηματικών κεφαλαίων DFJ Στιβ Τζάρβετσον και ο δικτυακός τόπος Medium κατονόμασε τον Μασκ ως παρόντα σε ό,τι απέληξε σε ομαδικό σεξ. «Το άρθρο της Τσανγκ στο «Vanity Fair» [ο προπομπός του βιβλίου] είναι αισχρή ανοησία. Αν υφίστανται σεξουαλικά πάρτι στη Σίλικον Βάλεϊ, ούτε τα είδα ούτε τα ξέρω. (…) Το πάρτι της DFJ ήταν εταιρικό και βαρετό, με μηδενικό σεξ και καθόλου γυμνό. Με κυνηγούσαν όλο το βράδυ επιχειρηματίες επιδοτούμενοι από την DFJ και πήγα για ύπνο κατά τη 1 τα ξημερώματα. Δεν συνέβη τίποτε άξιο λόγου ώστε να γράψει κανείς οτιδήποτε. Η καλύτερη στιγμή ήταν όταν ο Στιβ (Τζάρβετσον) εκτόξευσε έναν πύραυλο-μοντέλο τα μεσάνυχτα» δήλωνε σχετικά στο «WIRED» ο μεγιστάνας της Tesla και της SpaceX. Για να τον σιγοντάρει στο ίδιο μέσο η επιχειρηματίας Μαίρη Λου Τζέπσον: «Δεν είδα σεξ, δεν είδα ναρκωτικά. Ηταν ένα πάρτι που είχε πλάκα, ένα πάρτι με πολλούς εξαίρετους ανθρώπους, σεξ πάρτι όμως δεν ήταν».
Η DFJ ωστόσο είχε ήδη εκδώσει στις 11 Ιανουαρίου μια ανακοίνωση η οποία, μεταξύ άλλων, εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για όσα διαμείφθηκαν, άφηνε υπόνοιες ότι το γεγονός έπαιξε ρόλο στην έξωση του Τζάρβετσον από την εταιρεία το 2017 και κατέληγε: «Δεν θα επιθυμούσαμε να αισθανθεί κανείς δυσάρεστα και ζητούμε συγγνώμη αν κάτι τέτοιο συνέβη».
Τα Βακχανάλια της Σίλικον Βάλεϊ δεν είναι το αίτιο, έτσι κι αλλιώς. Είναι το σύμπτωμα. Η ένσταση της Εμιλι Τσανγκ δεν αφορά μια ανοικτή σεξουαλικά κουλτούρα, όπου ο πειραματισμός και οι πολυγαμικές σεξουαλικές σχέσεις είναι συχνές. Η ένστασή της έγκειται στις δυσαναλογίες: πλήθος γυναικών για μετρημένο αριθμό ανδρών, προϊστάμενοι και υφιστάμενες, δισεκατομμυριούχοι και γυμνάστριες. Ναι, είναι ζήτημα συναινούντων ενηλίκων, ωστόσο, αν δει κανείς συνολικά το ζήτημα, οι ενήλικοι άνδρες είναι φορείς μιας πολύ ισχυρότερης εξουσίας σε σχέση με τις γυναίκες, το χρήμα και το κοινωνικό στάτους βρίσκονται από τη μία μόνο πλευρά της εξίσωσης. Καταναγκασμός δεν υφίσταται, υφίσταται όμως ομερτά: «Το να μιλά κανείς για αυτά τα θέματα στους εκτός «θεωρείται ως η απόλυτη προδοσία»» λέει μία από τις πηγές της Τσανγκ. Μία από τις λίγες επενδύτριες του τεχνολογικού χώρου προσθέτει ότι «οι γυναίκες λαμβάνουν μέρος σε τέτοια πάρτι για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Αποτελούν την υπο-τάξη της Σίλικον Βάλεϊ». Μειονότητα του εργατικού δυναμικού, υποαντιπροσωπεύονται σε μείζονα βαθμό στις ανώτερες στελεχιακές θέσεις: οι αντίστοιχες της Σέριλ Σάντμπεργκ, δισεκατομμυριούχου και υπ’ αριθμόν 2 του Facebook, μετριούνται στα δάχτυλα.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ανατρέχοντας στις απαρχές της επιστήμης των υπολογιστών βρίσκει κανείς γυναίκες σε σημαντικές στιγμές της πρωτοπορίας της: ο μεγάλος βιογράφος Γουόλτερ Αϊζακσον, γνωστός στο ελληνικό κοινό από τις προσωπογραφίες των Αλμπερτ Αϊνστάιν και Στιβ Τζομπς, μνημόνευε στο βιβλίο του «The Innovators» (εκδ. Simon & Schuster UK) την Γκρέις Χούπερ, κάτοχο διδακτορικού στα μαθηματικά και αντιναύαρχο του αμερικανικού Ναυτικού, η οποία το 1944 προγραμμάτισε τον Mark I, έναν από τους πρώτους υπολογιστές, και συμμετείχε στην ανάπτυξη της γλώσσας προγραμματισμού COBOL και τη Μάργκαρετ Χάμιλτον, επικεφαλής της ομάδας που ήταν επιφορτισμένη με την κατάρτιση του κώδικα για τον υπολογισμό των παραμέτρων της πτήσης του «Απόλλων 11» ως τη Σελήνη.
«Εκείνη την εποχή ο όρος «προγραμματιστής» είχε αρνητικές συνδηλώσεις, γιατί ταυτιζόταν με γυναικεία δουλειά» σχολιάζει η Εμιλι Τσανγκ. Παρ’ όλα αυτά, το 1967 το περιοδικό «Cosmopolitan» μπορούσε να συστήνει με ένα άρθρο με τίτλο «The Computer Girls» το επάγγελμα της «αναλύτριας συστημάτων» ως μία από τις πιο επικερδείς μη γραμματειακού χαρακτήρα εργασίες, με μισθό της τάξης των 20.000 δολαρίων ετησίως –το αντίστοιχο των 150.000 δολαρίων σήμερα. Εως το 1984, στιγμή που η κυκλοφορία του Macintosh της Apple σηματοδοτεί την έλευση του PC και την αρχή της έκρηξης της τεχνολογίας του, το 40% των πτυχιούχων της επιστήμης των υπολογιστών ήταν γυναίκες.
Η περιχαράκωση του χώρου όμως είχε ήδη ξεκινήσει. Καθώς η βιομηχανία άρχισε να απορροφά όλο και περισσότερους εργαζομένους, κορυφαίες εταιρείες όπως η IBM αναζήτησαν τους βέλτιστους υποψηφίους με βάση τεστ ικανοτήτων και προσωπικότητας. Εδώ η Εμιλι Τσανγκ εντοπίζει τις απαρχές του στερεοτύπου του «nerd»: η εικόνα του ιδιοφυούς νέου, με τις περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες, τις επικοινωνιακές δυσχέρειες και τις μαγικές ικανότητες προγραμματισμού πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 σε μια έρευνα των ψυχολόγων Γουίλιαμ Κάνον και Ντάλις Πέρι με δείγμα 1.378 ατόμων για λογαριασμό της εταιρείας System Development Corporation. Αυτό το τεστ προσωπικότητας και άλλα παρόμοια διαδόθηκαν ευρέως καθορίζοντας το φύλο και τις ιδιότητες του ιδεατού προγραμματιστή: στις 82 σελίδες του τεστ Κάνον – Πέρι, παρά τα 186 άτομα γένους θηλυκού που συμπεριλαμβάνονταν στο δείγμα τους, ο όρος «γυναίκα» δεν εμφανιζόταν ούτε μία φορά, ενώ ο χαρακτηρισμός των προγραμματιστών ως «συχνά εγωκεντρικών, ελαφρά νευρωτικών» εκλαμβανόταν ως άρθρο πίστης σε συνεδριακές ανακοινώσεις συμβούλων ανθρώπινου δυναμικού.
Σε επίπεδο υπαλλήλων, υποστηρίζει η Τσανγκ, το παραπάνω στερεότυπο οδήγησε τις επιχειρήσεις του τεχνολογικού χώρου να προσανατολίζονται σε άνδρες υποψηφίους. Σε επίπεδο ηγεσίας, ιδρυτών και επενδυτών, επικράτησε το πρότυπο της παρέας. Το παράδειγμα της λεγόμενης «PayPal Mafia», της ομάδας αυτών που στελέχωσαν αρχικά την PayPal του Πίτερ Τιλ, έχει αρχετυπικό χαρακτήρα: παρά το γεγονός ότι ο ίδιος συχνά την αναφέρει ως υπόδειγμα αξιοκρατίας, «κυρίως έφερε τους φίλους του, με τους οποίους είχαν συνεργαστεί στη Stanford Review», τη φοιτητική εφημερίδα που ίδρυσε εκεί. Ο Κιθ Ραμπουά, στενός συνεργάτης του Τιλ τότε, δήλωνε ευθαρσώς κάποτε ότι «ήταν πολύ δύσκολο να βρεις δουλειά στην PayPal χωρίς κάποια σχέση με την εταιρεία… Στις προσλήψεις λειτουργούσαμε πολύ με βάση τα δίκτυα». Και τα δίκτυα αποτυπώνονται ανεξίτηλα σε μια φωτογραφία από το εξώφυλλο του περιοδικού «Fortune» τον Νοέμβριο του 2007: 13 ιδρυτικά μέλη της PayPal απαθανατίζονται για την αιωνιότητα με στυλ, βλέμμα και ένδυση μαφιόζων. «Ολοι τους έγιναν πολύ πλούσιοι» σχολιάζει η Εμιλι Τσανγκ. «Κανείς τους δεν ήταν γυναίκα».
Μεταξύ των κυρίαρχων αρσενικών της ψηφιακής επικράτειας ενίοτε η καινοτομία ταυτίζεται με λανθασμένες συνεπαγωγές. Παράδειγμα, ο ανώνυμος ιδρυτής μιας startup του «Brotopia» που βλέπει τα οργιαστικά πάρτι ως αποτέλεσμα «της ίδιας προοδευτικότητας και των ίδιων ανοικτών μυαλών που μας επιτρέπει να είμαστε δημιουργικοί και καινοτόμοι ως προς τις ιδέες μας» ή ο επώνυμος συνιδρυτής του Twitter Εβαν Γουίλιαμς που, παρά την κριτική που ασκεί στο φαινόμενο, επισημαίνει ότι «αν σκέφτεσαι όπως όλοι, δεν μπορείς να επινοήσεις το μέλλον». Αμφότεροι συγχέουν την τεχνολογική έμπνευση και το επιχειρηματικό δαιμόνιο με τη σεξουαλική συμπεριφορά.
Οπως, όμως, παρατηρούσε στις 3 Ιανουαρίου στη «Washington Post» η Αλίσα Ρόζενμπεργκ, οι ανοιχτοί γάμοι εμφανίζονταν ήδη στην περίφημη «έκθεση Κίνσεϊ» για τις ερωτικές συνήθειες των Αμερικανών το 1948, το Χόλιγουντ είχε ήδη φέρει στη μεγάλη οθόνη την ανταλλαγή συζύγων στο «Μπομπ και Κάρολ και Τεντ και Αλις» το 1969 και όλη η δεκαετία του 1970 υπήρξε στη Δύση μια άσκηση σεξουαλικής ελευθεριότητας. Ωστόσο, η ελευθεριότητα δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με «ανοικτά μυαλά» σε όλο το φάσμα των πολιτικών και κοινωνικών αντιλήψεων: όταν το 1971 ο αμερικανός ανθρωπολόγος Γκίλμπερτ Μπάρτελ πραγματοποίησε μια τριετή εκτεταμένη έρευνα για το ομαδικό σεξ ανακάλυψε ότι οι αμερικανοί swingers ανήκαν κατά βάση στη μεσαία τάξη (το 42% των ανδρών ήταν πωλητές, το 75% των γυναικών νοικοκυρές) και «απέρριπταν τα ναρκωτικά, τους χίπις και την αντικουλτούρα», όπως έγραφε το 2013 στο «Psychology Today» ο αρθρογράφος Λόρενς Σάμιουελ.
Αυτή η αναβίωση της ελευθεριότητας στον τόπο που δοξάστηκε στα 70s έχει τελικά δύο ερμηνείες. Στη βουλγκάτα του φροϋδισμού τα πράγματα πάνε περίπου όπως στην κλασική ταινία του 1984 «Η εκδίκηση των Nerds»: οι κοινωνικά αδέξιοι κολλημένοι με τους υπολογιστές κερδίζουν αναπάντεχα το παιχνίδι (και το κορίτσι) σε βάρος των δημοφιλών αθληταράδων του πανεπιστημίου –και οι σύγχρονοί τους μιμητές της Σίλικον Βάλεϊ, έχοντας κερδίσει επίσης το παιχνίδι, επιδίδονται στην αναπλήρωση των στερημένων σεξουαλικά εφηβικών τους χρόνων. Τέτοιες εξηγήσεις προέρχονται κατά κόρον από τον ανδρικό πληθυσμό του τεχνολογικού χώρου, πλην όμως μοιάζουν πολύ μηχανιστικές για να είναι πειστικές.
Η Εμιλι Τσανγκ, από την πλευρά της, προτιμά μια πιο δομική απάντηση που εστιάζει στην κουλτούρα των πλούσιων, νέων, στρέιτ λευκών, εποίκων, αν και όχι απαραίτητα αποφοίτων, των μεγάλων πανεπιστημίων της Ivy League, ενός κλειστού ανδρικού κύκλου που λειτουργεί με αναφορά το χρήμα και τις γνωριμίες του και που βλέπει τις γυναίκες με το ανώριμο, σεξιστικό βλέμμα των πανεπιστημιακών αδελφοτήτων. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου: «Brotopia» εστί η ουτοπία των «bros» –και κατά το λεξικό της Οξφόρδης «bro» είναι τα φιλαράκια μας αλλά και «οι νέοι άνδρες που συναγελάζονται με τους ομοίους τους σε ζωηρές, μη πνευματικές ασχολίες». Και, τέλος πάντων, από τo sex και τα drugs της Σίλικον Βάλεϊ λείπει το rock and roll.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ