Εζησε γρήγορα, πέθανε νέος. Οχι τόσο νέος ώστε να μην προλάβει να αφήσει ένα σώμα έργου η έμπνευση για το οποίο ή η ίδια η υλοποίησή του χώρεσε σε δεκάδες τετράδια, σημειωματάρια, βιβλιαράκια. Από το πρώτο του σχέδιο στην εφημερίδα του σχολείου όταν ήταν μαθητής στην έκτη γυμνασίου της Σχολής Γουναράκη το ’56 μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Αλέξης Ακριθάκης (1939-1994) γέμιζε σελίδες με σχέδια, σημειώσεις, ιστορίες δικές του ή των φίλων του ποιητών και λογοτεχνών. Εκατό περίπου από αυτά τα βιβλία και σημειωματάρια παρουσιάζονται στην έκθεση «Οι ιστορίες του Αλέξη Ακριθάκη» στο Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας για να εγκαινιάσουν τη συμμετοχή του ΟΠΑΝΔΑ (Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων) στις εκδηλώσεις Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου.

Με κομμένη την ανάσα

Γιατί μπορεί να τον θυμόμαστε και για τα χρηστικά αντικείμενα που δημιούργησε ή για τα κολάζ με τα τσαλακωμένα Marlboro, όμως οι εικαστικές αναζητήσεις του Ακριθάκη ξεκινούσαν και ενίοτε τελείωναν στο σχέδιο, το οποίο είχε άμεση σχέση με την ιδιαίτερη γραφή του. Οπως σημειώνει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος: «Η σχέση του Αλέξη Ακριθάκη με τη γλώσσα και το βιβλίο είναι μοναδική στην τέχνη και τη λογοτεχνία στην Ελλάδα και στη Γερμανία όπου έζησε και δούλεψε. Η αφήγηση δεν είναι ποτέ λόγος ή εικόνα, αλλά κάτι που σου κόβει την ανάσα, ανάμεσα στα δύο. Η στιγμή αυτή τον κρατά πάντα στα όρια ανάμεσα στην καθαρή εικόνα και τον λόγο, τη γραφή και τη ζωγραφική, και συμπυκνώνει το έργο σε μιαν άλλη ποιητική διάσταση. Εκεί έγκειται και η πρωτοτυπία και η νεωτερικότητα από τα πρώτα κιόλας έργα του».
Στις προθήκες λοιπόν της έκθεσης μπορεί να δει κανείς, για παράδειγμα, την πρωτότυπη έκδοση «Τετράδιο Σχεδίων» που τυπώθηκε το 1973 από τον Αλέξανδρο Ιόλα και την γκαλερί Ζουμπουλάκη. Συγκεκριμένα, το αντίτυπο που είχε χαρίσει στην κόρη του, Χλόη, με ένα πρωτότυπο σχέδιο ζωγραφισμένο στην αρχή του βιβλίου, και με πολλές από τις σελίδες επιχρωματισμένες ειδικά για εκείνη. Επίσης, αυθεντικά σχέδια που συμπεριλήφθηκαν σε βιβλία ποίησης και λογοτεχνίας αναρτημένα στους τοίχους μαζί με σκαναρισμένες σελίδες τους, ή slide shows σε tablets με ψηφιοποιημένο περιεχόμενο για να το «ξεφυλλίσει» ο επισκέπτης. Οπως τους «61 τρελούς του Δρομοκαΐτιου», πορτρέτα «συγκατοίκων» του «τρελών» που γνώρισε στη διάρκεια της νοσηλείας του στο Ψυχιατρικό Ιδρυμα λίγο προτού πεθάνει.

Ο αντισυμβατικός ζωγράφος

Η έκθεση ήταν στα σκαριά εδώ και καιρό, καθώς ο επιμελητής της έκθεσης, Ντένης Ζαχαρόπουλος, μαζί με την τέως σύζυγο του ζωγράφου Φώφη Ακριθάκη συζητούσαν να παρουσιάσουν το υλικό στο Μουσείο Αλεξ Μυλωνά στην πλατεία Αγ. Ασωμάτων ή στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Κουμπάρη. Τα σχέδια δεν προχώρησαν, στο μεταξύ εκείνη απεβίωσε το 2016 και τελικά η συγκυρία της ανακήρυξης της Αθήνας ως Παγκόσμιας Πρωτεύουσας του Βιβλίου για το 2018 φάνηκε ιδανική για την υλοποίηση της αρχικής ιδέας. Σε συνδυασμό βεβαίως και με το γεγονός ότι η κόρη του Ακριθάκη, Χλόη Geitmann-Ακριθάκη, έχει αρχίσει εδώ και έναν χρόνο περίπου την αρχειοθέτηση και ψηφιοποίηση του αρχείου του, ή του «γραπτού» έργου του πατέρα της.
Οι πρωτότυπες «Ιστορίες» του, σελίδες σαν comic strips στα οποία ωστόσο κάθε σχέδιο έχει τη δική του αυτονομία, ξεκίνησαν όταν ήρθε στον κόσμο η κόρη του. Ο Ακριθάκης τής είχε αδυναμία αλλά πάντα ένιωθε αγάπη για τα παιδιά, όπως μαρτυρούν και εκδόσεις όπως ο «Τοξάκιας» (1980), βιβλίο με σχέδια για να επιχρωματίσουν τα παιδιά, αλλά και η συμμετοχή του στα εκπαιδευτικά προγράμματα που επιμελούνταν η Κλεοπάτρα Δίγκα. «Στο παιχνίδι και στην ελευθερία της φαντασίας ο ίδιος λυτρώνεται από την επιρροή που θα έχει πάνω του ο εθισμός σε ουσίες που σημαίνουν θάνατο» σημειώνει ο Ζαχαρόπουλος. «Τον ενδιέφερε πολύ η γραφή και είχε φτιάξει και τη δική του» λέει η Χλόη Geitmann-Ακριθάκη, μόνιμη κάτοικος Πράγας, η οποία βρέθηκε στην Αθήνα για το στήσιμο της έκθεσης. «Είχε μάλιστα επινοήσει δύο αλφάβητα, ένα ελληνικό και ένα με λατινικούς χαρακτήρες, και κάποια στιγμή μου είχε φτιάξει μια καρτούλα όπου μου αποκωδικοποιούσε τα σύμβολα για να μπορώ να τα διαβάζω. Ηταν το μυστικό μας αλφάβητο, αλλά επειδή τελικά γίνονταν έργα τα «γράμματα» δεν ήταν πάντα ακριβώς τα ίδια, οπότε πλέον δεν μπορώ να τα αποκρυπτογραφήσω με ακρίβεια».

Η κρυπτική γραφή του

Βέβαια, εκτός από τα προσωπικά του «ιδεογράμματα» της κρυπτικής γραφής του, η ιδιαιτερότητα του έργου αλλά και της προσωπικότητας του Ακριθάκη έγκειται και στο γεγονός ότι συναναστράφηκε ποιητές και λογοτέχνες μέσα από ισότιμες δημιουργικές σχέσεις. «Η σχέση του με τον λόγο δεν ήταν μονοδιάστατη. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκε είναι ό,τι καλύτερο έχει βγάλει η ελληνική ποίηση και υπήρξαν όλοι τους περιθωριοποιημένοι, από τον Βαλαωρίτη, τον Μακρή, τον Ταχτσή, τη Λυμπεράκη, τον Πουλικάκο έως τον Βαλτινό, τον Πετρόπουλο, την Καίη Τσιτσέλη, τον Μεϊμάρη, την Αραβαντινού» θα πει ο Ζαχαρόπουλος. Πλάι σε ορισμένους από αυτούς και στις σταθερές μαζώξεις τους σε σπίτια, ο σιωπηλός Ακριθάκης είχε μονίμως ένα τετράδιο μαζί του στο οποίο σχεδίαζε, έγραφε, κρατούσε σημειώσεις. Οι υπόλοιποι ομιλητικοί της παρέας άκουγαν μονίμως το τρίξιμο από το μολύβι (ή το μαρκαδοράκι). «Εν αρχή ην το τσίκι-τσίκι» έγραφε ο Ταχτσής το 1971 για την ασπρόμαυρη, πυκνή γραφή του Ακριθάκη. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Η γιαγιά μου η Αθήνα κι άλλα κείμενα» (1979) αναφερόταν εκτενώς στη γραφή του φίλου του. «Ακουμπούσε την πένα πάνω σ’ ένα τυχαίο σημείο της κόλλας, και, τσίκι-τσίκι, όπως έλεγε –αυτό το τσίκι-τσίκι που θύμιζε τη μαγική λέξη σουσάμι του Αλή-Μπαμπά –τσίκι-τσίκι γέμιζε την κόλλα με παράξενα σχήματα καμωμένα θα ‘λεγε κανείς από σταγόνες αίμα –το μαύρο, πικρό αίμα των παιδιών της γενιάς του, που μεγάλωσαν σ’ έναν κόσμο που δεν ενέκριναν και που ξέροντας πόσο δύσκολο ήταν να τον αλλάξουν, του γύριζαν την πλάτη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ