Το εξώφυλλο είναι απέριττο, λευκό, στο πρότυπο της σειράς Bibliothéque des Histoires των εκδόσεων Gallimard. Το εσωτερικό περιορίζεται στα απαραίτητα, δεν υπάρχει εισαγωγή, περίληψη ή συμπέρασμα. Υφολογικά απουσιάζουν τα λεκτικά πυροτεχνήματα, οι ρητορικές διακοσμήσεις. Αρκούν ο τίτλος, το όνομα του συγγραφέα και το σώμα του κειμένου: Michel Foucault –«Les Aveux de la Chair», «Οι ομολογίες της σάρκας», τέταρτος τόμος της «Ιστορίας της σεξουαλικότητας». Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του γάλλου φιλοσόφου τον Ιούνιο του 1984 και παρά την απαγόρευση μεταθανάτιων εκδόσεων που ο ίδιος είχε απευθύνει σε οικείους και φίλους, το τελευταίο ανολοκλήρωτο έργο του συμπληρώθηκε στις 8 Φεβρουαρίου με την κυκλοφορία του μέρους που ο Φουκό είχε προλάβει να γράψει, όχι όμως και να επιμεληθεί. Η εμφάνισή του υπήρξε εκδοτικό γεγονός. Οχι απλώς εξαιτίας του βεληνεκούς του ονόματος του Μισέλ Φουκό ή της έλξης ενός ακόμη μεταθανάτιου βιβλίου του (οι περίφημες παραδόσεις του στο Κολέγιο της Γαλλίας εκδόθηκαν σε 13 τόμους από το 1999 ως το 2015), αλλά λόγω της προσθήκης μια τελευταίας ψηφίδας στο σύνολο της σκέψης του.

Οι απαρχές της «σεξουαλικότητας»

Το σχεδίασμα μιας ιστορίας της «σεξουαλικότητας» («τα εισαγωγικά έχουν τη σημασία τους», έγραφε στον δεύτερο τόμο του έργου με τίτλο «Η χρήση των ηδονών», εκδ. Πλέθρον) απασχόλησε τον Φουκό για μια ολόκληρη δεκαετία, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως τον θάνατό του. Αρχική του πρόθεση, όπως γράφει στον πρόλογο του «Les Aveux de la Chair» ο επιμελητής και μαθητής του, Φρεντερίκ Γκρος, ήταν να αναλύσει τους τόπους του λόγου περί σεξουαλικότητας των τελευταίων αιώνων αντιπαραβάλλοντας την περίοδο της υποτιθέμενης βικτωριανής «σιωπής» με αυτή της προηγούμενης υποτιθέμενης «ελευθερίας» και της επόμενης υποτιθέμενης «απελευθέρωσης» της έκφρασης για το σεξ αναδεικνύοντας «τη διάταξη της σύγχρονης βιοπολιτικής της σεξουαλικότητας από τον 16ο ως τον 19ο αιώνα».

Το πρόγραμμα δεν τηρήθηκε. Ο Φουκό αντιλήφθηκε στην πορεία ότι η μελέτη του αντικειμένου απαιτούσε τη θεωρητική και πραγματολογική μετατόπιση της έρευνας στην αρχαιότητα, μια και «η έννοια της επιθυμίας ή του επιθυμητικού υποκειμένου», έγραφε στη «Χρήση των ηδονών», «έχει κληρονομηθεί στον 19ο και τον 20ό αιώνα από μια μακρά χριστιανική παράδοση». Εκδίδοντας το 1984 δύο τόμους για την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και αναγγέλλοντας έναν τρίτο για τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, καλύπτοντας την περίοδο από τον 5ο π.Χ. ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα, ο Φουκό διατύπωνε μια γενεαλογία υποβάθρου της σύγχρονης σεξουαλικότητας.

Είναι άκρως ενδιαφέρον ότι εδώ ο φιλόσοφος των ρήξεων και των τομών (ας θυμηθούμε την εισαγωγή του «μεγάλου εγκλεισμού» των τρελών ή της «βιοπολιτικής της εξουσίας» ως ριζικά διαφορετικών μοντέλων από προγενέστερες πρακτικές) τάσσεται υπέρ της συνέχειας. «Το καθεστώς των «αφροδισίων», οριζόμενο από τα στοιχεία της λειτουργίας του γάμου, της τεκνοποίησης, της ακύρωσης της ηδονής και της σχέσης συμπάθειας και σεβασμού μεταξύ των συζύγων διαμορφώθηκε λοιπόν από μη χριστιανούς φιλοσόφους και εισηγητές. […] Το ίδιος καθεστώς, χωρίς ουσιαστικές τροποποιήσεις, το βρίσκουμε στο δόγμα των πατέρων του 2ου μ.Χ. αιώνα. Οι αρχές του μετανάστευσαν, τρόπον τινά, στη χριστιανική σκέψη και στις πρακτικές».

Παρθενία, γάμος, libido

Πώς αναδιατάσσει, ενισχύει, τροποποιεί την ειδωλολατρική σεξουαλική ηθική ο χριστιανισμός; Οχι παρεμβαίνοντας στον σεξουαλικό κώδικα, αλλά μεταβάλλοντας τις σχέσεις του καθενός με τη σεξουαλική του δραστηριότητα. Η Εκκλησία συγκροτεί διά των Πατέρων μια «τεχνική εαυτού». Δεν μιλούν για τις «μεγάλες απαγορεύσεις» τονίζει ο Φουκό –για τη μοιχεία, την εκπόρνευση, τη διαφθορά των παιδιών: «Ως τον 5ο – 6ο αιώνα αυτό που θα αναπτύξει η χριστιανική σκέψη, αυτό που θα αποτελέσει μείζονα σημείο και τόπο μεταμόρφωσης δεν είναι ο πίνακας των μεγάλων απαγορεύσεων, αλλά το ζήτημα της παρθενίας (και, όπως θα δούμε σε βάθος χρόνου, η εσωτερική οικονομία του γάμου). Οι βασικές απαγορεύσεις παραμένουν ως έχουν: είναι αρκετά αργότερα που θα δούμε την αναδιάταξη του συστήματός τους με την εμφάνιση τεράστιων επικρατειών, όπως αυτές της αιμομιξίας, της κτηνοβασίας, του «αφύσικου»».

Ο γάμος έπεται. Καθοδηγητικά κείμενα, όπως τα σχετικά με την παρθενία, εμφανίζονται στα τέλη του 4ου αιώνα: ο Φουκό υποδεικνύει πολλές σχετικές «Ομιλίες» του Ιωάννη Χρυσοστόμου στις αρχές του 5ου αιώνα, κείμενα για την επιλογή συζύγου, την ανατροφή των παιδιών, την καθημερινή διαβίωση, την υποβολή της σεξουαλικής ζωής στις αρχές της οικονομίας. Με τον Χρυσόστομο, εξηγεί, δεν προκύπτει «μια νέα ηθική του γάμου», εφόσον τα στοιχεία που προβάλλονται υφίστανται ήδη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έχουμε όμως «μαρτυρία και παράδειγμα μιας ποιμαντικής του συζυγικού βίου που είναι ήδη ιδιαίτερα αναπτυγμένη την εποχή που γράφει».

Το ειδοποιό στοιχείο ωστόσο διά του οποίου ο Μισέλ Φουκό εντοπίζει μια καίρια παρέμβαση του χριστιανισμού στην επικράτεια του σεξ είναι η «λιμπιντοποίησή» του («libidinisation»). Με τον όρο «libido» o Αυγουστίνος ορίζει την αυτόνομη κίνηση των σεξουαλικών οργάνων, η οποία επήλθε τη στιγμή της εξόδου των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο. «Το παραδείσιο σεξ ήταν πειθήνιο και ορθολογικό», γράφει, «με τον τρόπο της κίνησης των δαχτύλων του χεριού». Η τιμωρία του Αδάμ για την αμαρτία του να αποκτήσει αυτόνομη βούληση από αυτή του Θεού είναι η απώλεια ελέγχου: το σεξ πια γίνεται ένας σπασμός που παραλύει κάθε συνειδητή σκέψη. Το φύλλο συκής που καλύπτει τα γεννητικά όργανα για τον Αυγουστίνο δεν δηλώνει την ντροπή, αλλά την προσπάθεια να αποκρυφθεί η αθέλητη κίνησή τους, η στύση.

Η «libido» δεν είναι η εκδήλωση του πόθου, είναι η συνέπεια της ανθρώπινης απόπειρας να υπερκεράσει τα όρια της βούλησης που έθεσε εξαρχής ο Θεός. Εδώ ακριβώς αναπτύσσεται κατά τον Φουκό η χριστιανική «τεχνική εαυτού»: ο Αυγουστίνος αποσαφηνίζει την ανάγκη του πιστού για διαρκή εξέταση του εαυτού ώστε να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς πηγάζει από την ψυχή και τι από τη «libido». Ετσι προκύπτει η διαμόρφωση μιας «ερμηνευτικής του εαυτού».

Η εμφάνιση των «Ομολογιών της σάρκας» κατέρριψε τον ίδιο της τον μύθο. Οπως έγραψε στη «Liberation» ο Ρομπέρ Ματζιορί, όσο έλειπε λέγονταν πολλά: το βιβλίο ήταν αποσπασματικό, κατώτερο, αντικείμενο δικαστικής διαμάχης των κληρονόμων. Από όλα αυτά το μόνο που ισχύει, σημείωνε, ήταν ότι ο Φουκό δεν είχε τον χρόνο για μια τελική ανάγνωση στο φως των τόμων που εκδόθηκαν το 1984 και γι’ αυτό πίστευε ότι η έκδοση όφειλε να αναβληθεί. Τώρα που με την πάροδο του χρόνου και ο ίδιος ο Μισέλ Φουκό έχει έρθει ως στοχαστής στις ανθρώπινες διαστάσεις του και η κριτική σε πτυχές του έργου του υποδεικνύει αστοχίες ή λάθη, η έκδοση δίνει την ευκαιρία για επανασύνδεση με τη διαρκώς γόνιμη, πρωτότυπη, πολυποίκιλη σκέψη του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ