Η άνοδος και η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού προκάλεσαν αναρίθμητα προβλήματα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Καταστροφές ναών και μοναστηριών, φυλακίσεις κληρικών, πιστών και εξορίες… Και σε πολλές περιπτώσεις τα χνάρια του περάσματός του δείχνουν ανυπέρβλητα, αφού μια σειρά σχισμάτων ταλανίζει και σχίζει μέχρι και σήμερα τον άραφο χιτώνα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ειδικά στα Βαλκάνια, η Εκκλησία της Αλβανίας καταστράφηκε εκ θεμελίων και σήμερα ανθεί. Την ίδια ώρα το Πατριαρχείο Βουλγαρίας μόλις που δείχνει να ξεπερνά το σχίσμα που προκλήθηκε από τις επεμβάσεις Ζίφκοφ και την εκλογή, το 1971, νέου Πατριάρχη Σόφιας. Στο Πατριαρχείο Σερβίας τέσσερις προκαθήμενοί του, οι αοίδιμοι Αρχιεπίσκοποι Πεκίου, Μητροπολίτες Βελιγραδίου και Καρλοβακίου και Πατριάρχες των Σέρβων Βικέντιος, Γερμανός και Παύλος και ο σημερινός Ειρηναίος κλήθηκαν να ξεπεράσουν και να επιλύσουν το σχίσμα που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’40, απέκτησε μορφή στα μέσα του ’50 και παγιώθηκε στα τέλη του ’60 με τη «Σχισματική Θρησκευτική Οργάνωση» όπως χαρακτηρίστηκε η Εκκλησία των Σκοπίων.
Το ζήτημα επανέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, όμως όλες οι προσπάθειες επίλυσής του πέφτουν στο κενό. Και όσοι και αν προσπάθησαν να το ξεπεράσουν έπρεπε να υπερβούν ατελείωτα τείχη. Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Αθηναγόρας και Βαρθολομαίος, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων Αναστάσιος, Μητροπολίτες των Σέρβων κατέβαλαν ατέλειωτες προσπάθειες και όλες έπεσαν στο κενό. Στο κενό όμως πέφτει και ο «ζήλος» που επέδειξε, πριν από έναν μήνα, το Πατριαρχείο Βουλγαρίας μετά τις «συστάσεις» του Βελιγραδίου να μην εμπλέκεται στα εσωτερικά του ζητήματα. Ενώ τα ίδια μηνύματα και τις ίδιες συστάσεις φαίνεται ότι δέχθηκε και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Το δημιούργημα του Τίτο

«Επιθυμώ να λύσετε το ζήτημα της «Μακεδονικής Εκκλησίας» με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως αρμόζει στα συμφέροντα της χώρας μας. Να είστε βέβαιος ότι θα έχετε την αμέριστη υποστήριξή μου» δηλώνει ο στρατάρχης Τίτο τον Μάιο του 1958 στον Πατριάρχη των Σέρβων Βικέντιο και τα μέλη της Ιεραρχίας. Η παρέμβαση αυτή εντάσσεται στις αναρίθμητες ενέργειες που έγιναν για να δεχθεί η εκκλησιαστική ηγεσία του Βελιγραδίου τα τετελεσμένα των Σκοπίων. Ο Πατριάρχης Βικέντιος όμως δεν «υπακούει». Εναν μήνα αργότερα η Σύνοδος της Ιεραρχίας, που συνέρχεται στο Βελιγράδι υπό την προεδρία του, απορρίπτει τις διεκδικήσεις των Σκοπίων. Και μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα ο Πατριάρχης αρρωσταίνει βαριά, μάχεται με την ασθένεια 15 ημέρες και τελικά φεύγει από τη ζωή σε ηλικία 68 ετών και 8 χρόνια μετά την εκλογή του στον πατριαρχικό θρόνο.
Ο ρόλος του στρατάρχη είναι καθοριστικός για το δημιούργημα αυτής της Εκκλησίας και οι παρεμβάσεις κορυφαίων κυβερνητικών κομματικών στελεχών αναρίθμητες.
Ο πρόεδρος Πέτερ Στάμπολιτς απευθυνόμενος, εννέα χρόνια αργότερα, στον Πατριάρχη Γερμανό έλεγε: «Επιθυμούν να αυτοπροσδιοριστούν ως Μακεδόνες (σ.σ. αναφορά Γεώργιου Νεκτάριου Λόη) σε όλα τα πεδία της κοινωνικής, πολιτιστικής, ακόμα και της εκκλησιαστικής ζωής. Εμείς πρέπει να τους καταλάβουμε και να τους βοηθήσουμε. Πρέπει να τους βοηθήσουμε σε αυτήν τη διαδικασία». Για να λάβει (σύμφωνα με τη μελέτη Λόη) την άμεση απάντηση του Πατριάρχη που δηλώνει: «Εμείς επιθυμούμε να μην αναμειγνύεσθε ούτε εσείς ούτε τα κρατικά σας όργανα στα εκκλησιαστικά ζητήματα».
Εντυπωσιακή είναι και η πρώτη συνάντηση με αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μετά τις ανελέητες μάχες του εμφυλίου πολέμου, τον Ιούλιο του 1956 ο στρατάρχης βρίσκεται στην Ελλάδα για ιδιωτικούς λόγους και συναντά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στο Βελιγράδι και κατά τη διάρκεια γεύματος ακούει τον Ποπόβσκι, κληρικό των Σκοπίων, να δηλώνει: «Είμαι ευτυχής διότι δύναμαι να χαιρετίσω εν ονόματι του συμβουλίου του ορθόδοξου μακεδονικού λαού και του κλήρου του την Υμετέραν Μακαριότητα και τους υψηλούς ξένους (…)». Για να λάβει μερικά λεπτά αργότερα την αυστηρή απάντηση του έλληνα Αρχιεπισκόπου. «Οι διαταράσσοντες την ενότητα της Εκκλησίας είναι ένοχοι ενώπιον αυτής, σχίζουν τον άρραφον χιτώνα του Χριστού καθώς επιχείρησαν οι αιρετικοί και οι σχισματικοί» τόνισε χαρακτηριστικά, όπως περιγράφεται στο περιοδικό «Εκκλησία» της εποχής.

Σχίσμα πενήντα χρόνων

1940: Οι Επισκοπές Ζλετόβου – Στρωμνίτσης, Αχρίδος – Βιτωλίων και η Μητρόπολη Σκοπίων αποτελούν επαρχία του Πατριαρχείου Σερβίας.

1941: Οι Γερμανοί εισβάλλουν στην περιοχή. Οι σέρβοι αρχιερείς των Σκοπίων αντικαθίστανται από Βουλγάρους.

Νοέμβριος 1944: Τα Σκόπια απελευθερώνονται. Οι βούλγαροι αρχιερείς απομακρύνονται. Οι ντόπιοι κληρικοί απαιτούν την αυτονομία της Εκκλησίας τους από τους Σέρβους.
Δεκέμβριος 1944: Ο στρατάρχης Τίτο δηλώνει ότι στόχος τους είναι η επανένωση «όλων των τμημάτων της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912-13 από τους ιμπεριαλιστές των Βαλκανίων».
Μάρτιος 1945: Η Κληρικολαϊκή Συνέλευση των «μακεδόνων ιερέων και λαϊκών» αποφασίζει «να ιδρυθεί Αρχιεπισκοπή Αχρίδος ως Μακεδονική (sic) Αυτόνομη Εκκλησία, η οποία δεν θα είναι υποταγμένη σε καμία τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία θα έχει εθνικούς Επισκόπους και εθνικό κλήρο που θα διαφυλάσσουν την ιδιαιτερότητα του μακεδονικού λαού».
Ιούνιος 1955: Το Πατριαρχείο Σερβίας παραχωρεί ειδικά δικαιώματα στα Σκόπια.
Αρχές Μαΐου 1958: Το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο της περιφέρειας των Σκοπίων αποστέλλει τα ονόματα 4 υποψήφιων Επισκόπων προς εκλογή στο Πατριαρχείο Σερβίας, το οποίο απορρίπτει το αίτημα καθώς είναι έγγαμοι.
Ιούλιος – Αύγουστος: Συνέρχεται στα Σκόπια «η Ολομέλεια του λεγομένου Συμβουλίου Πρωτοβουλίας διά την ίδρυση Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Μακεδονία, η οποία ασχολησθείσα την ρύθμισιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων της Σερβικής Μακεδονίας έλαβε διαφόρους αποφάσεις». Οπως προστίθεται στο επίσημο έντυπο της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της εποχής εκείνης, «η Ολομέλεια του λεγομένου Συμβουλίου Πρωτοβουλίας διεπίστωσεν ότι η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν εξεπλήρωσε τας υποχρεώσεις της, αίτινες απορρέουν εκ της συναφθείσης συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου Πρωτοβουλίας και της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας σχετικώς προς την εκλογήν γηγενών επισκόπων διά τας επαρχίας της Μακεδονίας(…)».
15 Σεπτεμβρίου: Ενθρονίζεται νέος Πατριάρχης των Σέρβων ο Επίσκοπος Ζίτσης Γερμανός Τζόριτς, παρουσία του υπουργού Θρησκευμάτων Ραντοσάλεβιτς.
Οκτώβριος: Συνεδριάζει με τη συμμετοχή 203 κληρικών και λαϊκών η λεγόμενη «Μακεδονική Λαϊκο-εκκλησιαστική Συνέλευσις προς ρύθμισιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων εις την Σερβικήν Μακεδονία» και αποφάσισε την «επανασύστασιν της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, η νέα αυτόνομος «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» να παραμείνη εν κανονική ενότητι μετά της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της οποίας ο Πατριάρχης αναγνωρίζεται και ως Πατριάρχης της «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας»».
Ο πρώτος Μητροπολίτης της Σερβικής Μακεδονίας φέρει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Σκοπίων και Μητροπολίτης Μακεδονίας». Μερικές ώρες αργότερα Αρχιεπίσκοπος εκλέγεται ο Επίσκοπος του Σερβικού Πατριαρχείου.
Νοέμβριος 1966: Οι Σκοπιανοί ενημερώνουν το Βελιγράδι ότι αποφάσισαν να ζητήσουν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας τους. Κα μερικούς μήνες αργότερα ο Δοσίθεος συναντάται στο Βελιγράδι με τον Πατριάρχη Γερμανό, ο οποίος απορρίπτει τις διεκδικήσεις του.
17 Ιουλίου 1967: Η κληρικολαϊκή συνέλευση, αποτελούμενη από 4 Επισκόπους και 34 μέλη κληρικούς και λαϊκούς, αποφασίζει μονομερώς την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου. Ο δε Δοσίθεος λαμβάνει από τον στρατάρχη Τίτο το Παράσημο της Γιουγκοσλαβικής Σημαίας.

14 Σεπτεμβρίου 1967: Η Σύνοδος της Σερβικής Ιεραρχίας χαρακτηρίζει τα Σκόπια «Σχισματική Θρησκευτική Οργάνωση» και ενημερώνει όλες της Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες υιοθετούν την απόφασή της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ