Μάρα Ψάλτη
Νίκος Καζαντζάκης – Κ. Γ. Καρυωτάκης

Η «Αισιοδοξία» ως αντεστραμμένη «Ασκητική»
Εκδόσεις Μικρή Αρκτος, 2017
σελ. 208, τιμή 12 ευρώ

«Η σχέση Καρυωτάκη – Καζαντζάκη, όσο ξέρω, δεν έχει απασχολήσει την κριτική. Καθόλου περίεργο: τι θα μπορούσε να συνδέει τον νιτσεϊκό ποιητή της Οδύσσειας των 33.333 στίχων –«του μεγαλύτερου έπους της λευκής φυλής» –με τον ποιητή που ανοίγει την τρίτη (και τελευταία) ποιητική του συλλογή εκφράζοντας την αμφίβολη πιθανότητα «να μείνουνε κατόπι» του «δέκα μονάχοι στίχοι»». Ετσι αρχίζει την Εισαγωγή της η Μάρα Ψάλτη, η οποία, αγκαλά νεότατη, έχει ήδη στο ενεργητικό της αρκετές μελέτες για τη νεοελληνική λογοτεχνία και μετρική. Η παρούσα μελέτη συνδέει τελικά τον Καρυωτάκη με τον Καζαντζάκη, έστω και αργά. Ωστόσο αυτή η σύνδεση των δύο δημιουργών δεν οφείλεται σε κάποιας μορφής εκλεκτική συγγένειά τους. Ούτε σε κάποια αμοιβαία αναγνώριση. Προβάλλει μέσα από ένα οιονεί σκωπτικό / σατιρικό ποίημα του Καρυωτάκη, την «Αισιοδοξία», προϊόν, όπως φαίνεται, της προσεκτικής αναγνώσεως της Ασκητικής του 1927. Το ποίημα συντάσσεται το 1928, λίγο πριν από την αυτοχειρία του ποιητή. Δημοσιεύεται έναν χρόνο αργότερα.

Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε την εγνωσμένη σκωπτική / σατιρική διάθεση του Καρυωτάκη η οποία, όχι λίγες φορές, στρέφεται και προς εαυτόν. Ούτε αφορμώνται όλα τα σχετικά σατιρικά ποιήματά του από την ίδια διάθεση. Ούτε έχουν τον ίδιο στόχο. Βλέπε λ.χ., ανάμεσα σε άλλα, τα ποιήματα «Εις Ανδρέαν Κάλβον», «Δελφική Εορτή», «Σταδιοδρομία», «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον». Εξάλλου δεν έχει περάσει απαρατήρητη (από τον Σαββίδη και τον Αργυρίου) η κριτική στάση του Καρυωτάκη και προς τον ιδεολογικό / πολιτικό / μεταφυσικό λόγο των κατά 12 χρόνια μεγαλύτερών του Βάρναλη και Σικελιανού. Το κακό (διάβαζε: καλό) τριτώνει με την ειρωνική και μαζί αυτοειρωνική «Αισιοδοξία» η οποία, όπως γνωρίζουμε πλέον, συντάσσεται και ως αντίδραση στο πολυδιαφημισμένο την εποχή εκείνη καζαντζακικό έργο Sarvatores Dei ή Ασκητική. Κρίνω, πάντως, πως αυτή η αντίδραση προς τον Καζαντζάκη δεν φαίνεται να συνιστά τον μόνο λόγο της γραφής ενός ποιήματος αυτής της εντάσεως. Ξεκαθαρίζονται, εν ταυτώ, οικείοι και ξένοι λογαριασμοί…

Οι σωτήρες του Σωτήρος

Ηδη από το 1977 (αν δεν σφάλλω) ο υποψιασμένος Σαββίδης σημειώνει ότι οι «σωτήρες του Σωτήρος» (στ. 18 της «Αισιοδοξίας») είναι «πιθανή αναφορά στην Ασκητική του Καζαντζάκη που είχε δημοσιευτεί το 1927 με τίτλο Sarvatores Dei [=Σωτήρες Θεού]». Επρεπε όμως να περάσουν 40 συναπτά έτη ώστε αυτή η υπόθεση του Σαββίδη να στοιχειοθετηθεί πλέον ως αδιαμφισβήτητο γεγονός. Αλλά όχι τόσο εξαιτίας του γεγονότος ότι ο τίτλος του έργου του Καζαντζάκη «Σωτήρες Θεού» ενοφθαλμίζεται μέσα στην «Αισιοδοξία», αλλά κυρίως επειδή, όπως απέδειξε η Ψάλτη, η όλη οργάνωση αυτού του ποιήματος γίνεται «πάνω στους βασικούς άξονες της Ασκητικής του 1927».
Αυτή η θέση της Ψάλτη δεν προκύπτει έτσι απλώς και μόνο από τη σαφή και προφανή «μετατόπιση» των «σωτήρων του Θεού» στους καρυωτακικούς «σωτήρες του Σωτήρος»! Τουναντίον ακολουθώντας την αυστηρή αγγλοσαξονική μέθοδο του λεγόμενου «close reading», η Ψάλτη ανακαλύπτει πλήθος από στοιχεία που δείχνουν ότι ο Καρυωτάκης διάβασε, κατανόησε την Ασκητική, αφομοίωσε το υλικό της, πλην μετατόνισε, υπονόμευσε και ανέτρεψε ειρωνικά τα όποια μεταφυσικά οράματα του Καζαντζάκη. Προβάλλοντας εν ταυτώ τη δική του αντίληψη για τη ζωή και την τέχνη.
Για να προκύψουν αυτά τα συμπεράσματα, η Ψάλτη συνοψίζει και δείχνει, σωστά, όπως πιστεύω, τα κύρια θέματα που διατρέχουν την Ασκητική. Πρώτον επιλέγονται κάποιες πολύ συγκεκριμένες λέξεις / νοήματα / κλειδιά της Ασκητικής: «Αβυσσος, Νους, Κραυγή, ανάβαση / ανήφορος, αγώνας / μάχη, πνεύμα, Θεός / Αόρατος, Σιγή».

Δεύτερον, προβάλλεται καθαρά η προφανέστερη εικόνα / εικονοποιία της Ασκητικής που έχει σαφή πολεμικό – στρατιωτικό χαρακτήρα: ένας άνθρωπος παρακινημένος από μια εσωτερική Κραυγή αγωνίζεται να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα. Και για να λυτρωθεί ο ίδιος και ως θεϊκός, πλέον, σταυροφόρος να λυτρώσει τους άλλους. Η ανάγνωση της Ψάλτη βρίσκει ότι τρεις τουλάχιστον κρίσιμες λέξεις / έννοιες της Ασκητικής «άβυσσος», «σιγή», «κραυγή» εμφανίζονται και στην «Αισιοδοξία». Την ίδια στιγμή, έντονη προβάλλει στο ποίημα η εικόνα/μεταφορά των σταυροφόρων ιπποτών. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Θερβάντες και ο Δον Κιχώτης συνιστούν κοινή πηγή έμπνευσης και για τους δύο συγγραφείς.

Μια σύντομη παρουσίαση αυτής της εργασίας δεν μπορεί να επισημάνει και να προβάλει, όπως πρέπει, τα πολλά «αναγνωστικά» και λογικά της επίπεδα. Ετσι, αυτό που μάς απομένει είναι να συμπιέσουμε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και να δείξουμε τα συμπεράσματά της, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από ενδελεχή μελέτη. Γιατί λ.χ. ο επίμονος αναγνώστης, σαρκαστής και υπό μία έννοια μηδενιστής Καρυωτάκης έλκεται από την Ασκητική, ένα κείμενο που ελάχιστα του ταιριάζει; Για να δείξει μέσα από την πολυμήχανη «Αισιοδοξία» του, ένα κείμενο που ευφυώς και, εν ταυτώ, με τρόπο ανατρεπτικό προσλαμβάνει τη ρητορικότατη Ασκητική, ότι (όπως υποστηρίζεται και από την Ψάλτη) αυτό το κείμενο / στόχος, η Ασκητική, «υποφέρει» από μια ρητορική επιμονή καθώς προβάλλει το είδωλο του κόσμου ως «κούφιο και αιθεροβάμον»! Η Ασκητική, πιστεύει η Ψάλτη, παρά τις προσπάθειες του Καζαντζάκη, μοιάζει να απαρνιέται ή να παραβλέπει ολότελα τη ζοφερή εικόνα της ίδιας της «ανάλγητης Ζωής», όπως αυτή αντιθέτως προβάλλεται, φέρ’ ειπείν, στους καρυωτακικούς «Δον Κιχώτες».
Κατά συνέπεια, το συμπέρασμα της Ψάλτη είναι: «Ο Καρυωτάκης θέτει εν τέλει υπό αίρεση ολόκληρη την Ασκητική: το «πραγματικό» των προφητικών αποφάνσεων του Καζαντζάκη εκφέρεται πλέον [εδώ στην «Αισιοδοξία»] εν είδει αντιθέτου του πραγματικού, ώστε να αναδειχθεί η κενότητα του καζαντζακικού κοσμοειδώλου. Το υψηλό του Salvatores Dei φτάνει (ιδίως στην τελευταία στροφή της «Αισιοδοξίας») στο μπουρλέσκο».

Κάλλιο αργά, παρά ποτέ

Παρά την όποια επίταση του συμπεράσματος, βρίσκω πολύ δύσκολο να διαφωνήσει ο επαρκής αναγνώστης με αυτή την τολμηρή και απροσδόκητη συνανάγνωση της Ασκητικής και της «Αισιοδοξίας». Πολύ δύσκολα κάποιος μπορεί να παραβλέψει αυτή τη γοητευτική και προκλητική αντιπαράθεση των δύο κειμένων. Κατά συνέπεια, θα του είναι δύσκολο να αρνηθεί τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα δύο κείμενα αντιπαραβάλλονται γραμματικά / λεκτικά / ερμηνευτικά. Ούτως ή άλλως, ο Καζαντζάκης είναι πρωτίστως ένας μείζων συγγραφέας και τα κείμενά του πάντα έχουν ενδιαφέρον. Από την άλλη, ο Καρυωτάκης δεν μπορεί να κριθεί ως ένας απλός σατιρικός ποιητής. Είναι μείζων ποιητής και εν ταυτώ, θα έλεγα, μείζων κριτικός των φιλολογικών και κοινωνικών φαινομένων της εποχής του. Για τούτο, και παρά τα χρόνια που έχουν περάσει, ο πυροβολισμός που ακούστηκε στα περιβόλια της Πρέβεζας το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου 1928 εξακολουθεί και αντηχεί μέσα μας. Και ως κριτική της ίδιας της ζωής μας.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης μαθαίνοντας την αυτοκτονία του Καρυωτάκη στη Μόσχα γράφει στον Πρεβελάκη: «Πολύ με λύπησε ο θάνατος τού Κ [α] ρ [υωτάκη]. Τα τραγούδια (sic) του τώρα παίρνουν μέγα βάθος, γιομώνουν ειλικρίνεια και συνέπεια». Είναι κρίμα που αυτοί οι δύο ουδέποτε συναντήθηκαν εν ζωή. Είναι κρίμα που αυτοί οι δύο δεν συζήτησαν από κοντά και ενόσω ζούσαν τις λογοτεχνικές και φιλοσοφικές διαφορές τους. Είναι θετικό όμως που η μελέτη της Ψάλτη, εκτός των άλλων, τους συνέδεσε. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ