Βασίλης Δανέλλης
Νεκρές ώρες

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 144, τιμή 10,60 ευρώ
Ο όρος αστυνομική λογοτεχνία περιλαμβάνει πολλά λογοτεχνικά είδη που έχουν ουσιώδεις διαφορές ως προς την ανάπτυξη του θέματος.
Είναι άγνωστο το πότε ακριβώς εμφανίστηκε στον ελληνικό Τύπο ο όρος «αστυνομικό μυθιστόρημα» ως απόδοση του αγγλικού όρου «detective novel» ή «crime novel» και του αντίστοιχου γαλλικού «roman policier». Αυτό που ενώνει όλα τα είδη και υποείδη της αστυνομικής λογοτεχνίας είναι ένα έγκλημα, τα υπόλοιπα (δράστης, μάρτυρες, λύση, τιμωρία ή κάθαρση) αναπτύσσονται διαφορετικά από τον κάθε συγγραφέα, δεδομένου ότι η εποχή του Κόναν Ντόιλ, της Αγκαθα Κρίστι, του Ντάσιελ Χάμετ, του Ρέιμοντ Τσάντλερ και των επιγόνων τους έχει περάσει. Μια από τις καινοτομίες ορισμένων νέων συγγραφέων είναι η κατάργηση των αστυνομικών και των ντετέκτιβ, αφού δεν χρειάζονται στην πλοκή της ιστορίας που αφηγούνται. Δεξιοτέχνες καθώς είναι, αποφεύγουν να τους εντάξουν στην υπόθεση και όλα πάνε κατ’ ευχήν χωρίς αυτούς. Τέτοιο είναι το Δείπνο του Ολλανδού Χέρμαν Κοχ, αστυνομικό μυθιστόρημα με εγκλήματα χωρίς αστυνομικούς και χωρίς τιμωρία.
Ενας από τους έλληνες αστυνομικούς συγγραφείς που δεν εισάγει αστυνομικούς στις ιστορίες του είναι ο Βασίλης Δανέλλης, ο οποίος εμφανίστηκε το 2011 με το μυθιστόρημα Μαύρη μπίρα. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του, το Ανθρωπος στο τρένο, είχε έναν αινιγματικό θάνατο που δεν ξέρουμε αν είναι έγκλημα, ατύχημα ή αυτοκτονία, επιπλέον περιείχε κάποια αστυνομικά στοιχεία αλλά δεν ήταν αστυνομικό. Το πρόσφατο Νεκρές ώρες περιέχει εγκλήματα χωρίς αστυνομικούς και κατατάσσεται στην αστυνομική λογοτεχνία. Γιατί; Επειδή ο κεντρικός ήρωας είναι εκτελεστής, ένας επαγγελματίας δολοφόνος, ο οποίος εκτελεί συμβόλαια θανάτου.
Η πλοκή/υπόθεση είναι η εξής: Ενας επαγγελματίας δολοφόνος, όμορφος κάποτε, γερνάει, νοσταλγεί τα νιάτα του και αφηγείται τις νυχτερινές περιπλανήσεις του. Κάθεται σε μια καντίνα στην άκρη ενός δρόμου, τρώει χοτ ντογκ, πίνει μπίρα και περιμένει. Ξαφνικά, μια άγνωστη γυναίκα τού ζητάει να τη συνοδεύσει στο σπίτι της, εκείνος δέχεται και την οδηγεί στο διαμέρισμά του που είναι πιο ασφαλές. Και ύστερα πάνε με το αμάξι του στην επαρχία. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, εκείνη βγαίνει από το αμάξι και γυρίζει με ένα δέμα. Τότε την πυροβολεί εν ψυχρώ: ήταν στόχος.
Οι σκοτωμοί δεν έχουν τελειωμό και γίνονται χωρίς τύψεις και χωρίς έλεος, ενώ ο ήρωας στοχάζεται και φιλοσοφεί.

Θέλει να αλλάξει επάγγελμα, έχει κουραστεί, ο χρόνος είναι αμείλικτος, θυμάται πώς άρχισαν όλα, στο γυμνάσιο έκλεψε ένα μηχανάκι, έκλεβε το κολατσιό από άλλα παιδιά, μάθαινε πόκα, μεγάλωσε σε μια μίζερη οικογένεια, χωρίς φροντίδα και στοργή. Εκτιμά ότι η ιστορία του τελειώνει, δεν έχει άλλες αντοχές. Ή μήπως δεν μπορεί να σταματήσει;

Στο τέλος μαθαίνουμε την ιδιότητα τα θυμάτων του: ναυτικός, μάγειρας, γυναίκα σε μπαρ, πράκτορας της ΕΥΠ, δικαστής, εισαγγελέας. Τι κοινό έχουν μεταξύ τους; Επίσης, ποιος κρύβεται πίσω από τις δολοφονίες, ποιο είναι το μέλλον του εκτελεστή; Μήπως πρόκειται για ανθρώπους που έχουν αναμειχθεί σε ένα σκάνδαλο λαθρεμπορίας πετρελαίου; Ολα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα της κρίσης, στην Αθήνα της μιζέριας με τους ζητιάνους κα τους πρόσφυγες, τους αστέγους και τους ναρκομανείς.
Διαβάζοντας τον ούτως ειπείν εσωτερικό μονόλογο του εκτελεστή, δηλαδή την αιματοβαμμένη πορεία του στη νύχτα της Αττικής, καθώς και τους προβληματισμούς του μέσω της ασθματικής γραφής του Βασίλη Δανέλλη, με τις νουάρ αποχρώσεις, διαπιστώνουμε πως το μυθιστόρημα Νεκρές ώρες μπορεί να χαρακτηριστεί και υπαρξιακό δράμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ