Τι είναι ο χρόνος;
Εν αρχή ην ο μύθος, και ο προσωποποιημένος Χρόνος του μύθου είχε θυγατέρα ή σύντροφό του την Ανάγκη, ίσως επειδή οι παλαιοί σοφοί κατάλαβαν ότι η αδυσώπητη προέλασή του παράγει κάτι σαν αναγκαστικό δίκαιο. Και πάλι στον μύθο, ο Χρόνος συναιρέθηκε κάποια στιγμή με τον Κρόνο, εκείνον τον αδηφάγο Τιτάνα που έτρωγε τα παιδιά του. Και το γιατί ο Χρόνος ταυτίστηκε με τον παιδοφάγο Κρόνο δεν θέλει και πολλή εξήγηση.
Μετά ενέσκηψαν οι φιλόσοφοι που εν αρχή αναρωτήθηκαν αν ο χρόνος είναι οντότητα που υπάρχει αντικειμενικά ή κάποιο είδος υποκειμενικής αίσθησης που εξαρτάται πάντα από κάτι άλλο και που την κατανοούμε πάντα σε σχέση με κάτι άλλο, για παράδειγμα σε σχέση με τα συμβάντα ή με την κίνηση και την αλλαγή των πραγμάτων, όπως υποστήριζε ο Αριστοτέλης. Και δεν μοιάζει να έχει άδικο ο Δάσκαλος: αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε μια στιγμή του χρόνου, αυτό που ανακαλούμε και μπορούμε να περιγράψουμε είναι κάποιο περιστατικό ταυτισμένο με εκείνη τη στιγμή και όχι η στιγμή καθεαυτή στη χρονική της διάσταση. Ακούμε, ίσως, ή νομίζουμε ότι ακούμε, τον χρόνο στο συμβατικό τικ-τακ του ρολογιού, αλλά πόσο πιο βαθιά τον κατανοούμε; Στο τέλος παρατεταμένης φιλοσοφικής αγρυπνίας, ο ιερός Αυγουστίνος πάλευε ακόμη με το αίνιγμα: «Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν κανείς δεν μου κάνει την ερώτηση, το ξέρω. Αν πρέπει να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτάει, δεν ξέρω».
Ο Ισαάκ Νεύτων πίστευε σε έναν αντικειμενικά υφιστάμενο χρόνο τον οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε μαθηματικά και του οποίου είμαστε προσωρινοί ένοικοι. Σίγουρα, το «προσωρινοί ένοικοι» είναι πολύ πιο κατανοητό από το άλλο με τα «μαθηματικά». Και ίσως ακόμη πιο άμεσα κατανοητή είναι η εμπειρική φόρμουλα, σύμφωνα με την οποία χρόνος είναι ό,τι ανακαλούμε από το παρελθόν, ό,τι ελκύει την προσοχή μας στο παρόν και ό,τι προσδοκούμε στο μέλλον. Στο τέλος αυτής της εμπειρικής γραμμής ελλοχεύει η ακραία βιωματικότητα των «παροντιστών», οι οποίοι τείνουν να αφήνουν έξω από τον λογαριασμό το παρελθόν και το μέλλον και νοιάζονται μόνο για τον χρόνο ως βιωμένο παρόν.
Ναι, αλλά πόσο παρόν μπορούμε να αδράξουμε και πώς να κρατήσουμε στο χέρι μας αυτό που δεν είναι παρά μια φευγαλέα στίξη ανάμεσα σε δύο απουσίες, ανάμεσα στον χρόνο του παρελθόντος που δεν υπάρχει πια και σε εκείνον του μέλλοντος που δεν υπάρχει ακόμη; Και ύστερα, αν ο θεωρητικός στοχασμός, η πείσμων αισιοδοξία μας ή κάποια στιγμή οργασμικής ευφορίας μάς επιτρέπουν την αίσθηση ενός, ελάχιστου και ευάλωτου έστω, παρόντος, οι υψηλής τεχνολογίας πανόπτες κάποιας καλπάζουσας νευροεπιστήμης άλλα ευαγγελίζονται: αφού χρειάζεται ένα χρονικό διάστημα για να διαβιβασθούν στον εγκέφαλο τα μηνύματα των αισθητηρίων οργάνων, αυτό που τελικά αντιλαμβανόμαστε, όταν το αντιλαμβανόμαστε, είναι ήδη παρελθόν.
Μέγα, δυσθεώρητο το μυστήριο του χρόνου, πολλοί οι μυσταγωγοί του. Αν ο χρόνος είναι τέταρτη διάσταση, κατά τη θεωρία της σχετικότητας, τότε τα μέλλοντα είναι ήδη εκεί και απλώς περιμένουν να συμβούν. Και αν αντί για τη θεωρία αυτή προτιμούμε την υπαρξιστική φαινομενολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, τότε ο χρόνος είναι αυτή η ίδια η ουσία της ύπαρξής μας. Στον χρόνο εναποθέτουμε ελπίδες και προσδοκίες, ο χρόνος, ως τραυματικό παρελθόν ή αδιάγνωστο μέλλον, ενορχηστρώνει τους φόβους μας. Σε παλαιά αφηγήματα ο χρόνος μπορεί να είναι χρήμα, σήμερα μπορεί να είναι «ποιοτικός», «δομημένος ή μη», μπορεί ακόμη να είναι και νεύρωση που αξιώθηκε τη δική της ονομασία, τη «χρονοφοβία». Και ενώ αδυσώπητος μας κάνει παρανάλωμά του, σε τελική ανάλυση άλλο δεν μπορούμε να κατορθώσουμε από το να τον μετρούμε συμβατικά ως ευέλπιδες ή επιφυλακτικοί υπήκοοί του, αναθέτοντας στο «Καλή Χρονιά» να δώσει κάποια τάξη και κάποιο νόημα στο συνεχές του.

O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ