«Ο χώρος είναι δοχείο ζωής» έλεγε ο μεγάλος αρχιτέκτονας Αρης Κωνσταντινίδης. Ως δοχείο ζωής, λοιπόν, φέρει ενέργεια. Η ενέργεια υφίσταται σε βαθμίδες κατακερματισμού. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μπορούσαμε να είχαμε την εποπτεία από τον κόκκο της άμμου του μπετόν μέχρι το πανόραμα της πόλης. Αν δει κανείς φωτογραφίες του Σύμπαντος, 1023 από την επιφάνεια της Γης, θα εκπλαγεί από την απίστευτη ομοιότητά τους με τις φωτογραφίες του εσωτερικού ενός πυρήνα ατόμου 1020. Μακρόκοσμος και μικρόκοσμος βρίσκονται σε αδιάκοπη, ακατάπαυστη συνδιαλλαγή.

Ενέργεια και ανάγκη

Την ενέργεια την προσδίδει στο κτίριο ακόμα και ο άνθρωπος που το χτίζει. Φανταστείτε έναν αρχιτέκτονα ο οποίος θα έχτιζε εμπνεόμενος από τις ιστορίες του χώρου που του ανατίθεται, ώστε να δημιουργήσει κάτι καινούργιο ή να εξελίξει κάτι ήδη υπάρχον. Στην Ικαρία, κοντά σε μια παραλία, υπάρχουν κάτι μεγάλα βράχια στα οποία κάποιοι κάτοικοι έχουν φτιάξει υποτυπώδη στέγαστρα –πρόχειρες κατασκευές –εκμεταλλευόμενοι τη φυσική κλίση και την προστασία που μπορούν να προσφέρουν από τις καιρικές συνθήκες. Πρόκειται για ένα «αρχιτεκτόνημα» το οποίο κρύβει μια ιστορία. Η ανώνυμη αυτή αρχιτεκτονική προκύπτει μέσα από την ανάγκη. Ο,τι αναδύεται μέσα από την απλή ανάγκη του ανθρώπου το εξελίσσει και αρθρώνει την αφήγηση του χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στην πόλη, ακόμη και με τις αλλαγές στις χρήσεις. Και αυτό γιατί η πόλη δεν είναι παρά ένας ζωντανός οργανισμός, απλώς στην κλίμακα αυτή η οργανικότητα είναι πιο δυσδιάκριτη. Εκείνο που «βιώνεται» ως ένα «πανοραμίκ» σε ένα χωριό, θα είναι ένα «jump cut» στο άστυ.

Αθήνα και επαρχία

Για να μιλήσουμε για την Αθήνα, ζούμε σε μια μεταιχμιακή φάση, όπου σε μια wannabe πολυπολιτισμική πρωτεύουσα με έλλειμμα στέρεας αφήγησης προστέθηκε ως πρόσθετο επίπεδο και η κρίση, η οποία ενέτεινε το κενό νοήματος. Και όμως, στον πυρήνα της, η Αθήνα είναι μια φοβερά ενδιαφέρουσα πόλη. Μοιάζει με ένα παλίμψηστο: φέρει σε στρώσεις, διαδοχικά, την ιστορία της. Το θέμα, όμως, είναι πώς συνδέεται με την κοινωνική πραγματικότητα, με το ζέον, τώρα. Ζώντας λοιπόν σήμερα σε ένα αφηγηματικό αιώρημα και με έλλειψη ενός μύθου –παλιά είχαμε μύθους και μπορούσαμε να δομήσουμε σε σχέση με αυτούς –καλείται ο ειδικός να το περιγράψει και να το ερμηνεύσει ώστε να δημιουργήσει. Κάτι εξαιρετικά σύμπλοκο.
Στην επαρχία τα πράγματα είναι επίσης περίπλοκα. Η ελληνική επαρχία υποφέρει από σύγχυση ταυτότητας, διαβρωμένη από την τεχνολογία, από την τηλεόραση, από τον μιμητισμό. Φυσικά, τα πράγματα εξελίσσονται με τις αντιφάσεις τους. Ο Βόλος, για παράδειγμα, εμπεριέχει τη μίμηση της Αθήνας και, κατά τόπους, τον παλιό Βόλο, όπως και η Αθήνα φέρει τη μίμηση της μεγαλούπολης, αλλά και την παλιά Αθήνα σε κάποιες γωνίες. Στην πρωτεύουσα υπάρχει αυτό το μοναδικό, να γυρίζεις από τη μία γωνία και να βλέπεις το γυάλινο κτίριο και από την άλλη το προσφυγικό. Η αντίφαση αυτή ενέχει κάτι το αφηγηματικά ελκυστικό, μια και μπορείς να έχεις και τοflashbackκαι το «τώρα» την ίδια στιγμή. Η εύλογη αντίρρηση είναι πως αυτό δημιουργεί ένα «έντιμο» μεν, αλλά κατάδηλο πολεοδομικό αλαλούμ. Δεν μπορούμε ωστόσο να μακιγιάρουμε τα κτίρια και να στήσουμε σκηνικά.
Πόλη ίσον αφήγηση. Ενα έργο τέχνης δεν τελειώνει ποτέ. Απλώς κάνεις μια κάθετη τομή και το παραδίδεις στον επόμενο. Ετσι και η πόλη ποτέ δεν τελειώνει. Είναι διαρκώςworkinprogress, έργο εν εξελίξει.

Δημόσιος και ιδιωτικός χώρος

Αν δεχτούμε ότι ο δημόσιος χώρος, σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό, είναι ο χώρος εκτός του διαμερίσματός σου, τότε είναι τα πάντα. Είναι αυτό που λέμε στα αγγλικά«the commons» – «τα κοινά». Ο δημόσιος χώρος εκτείνεται από τον ουρανό μέχρι τοInternet. Αυτό που αναπνέουμε, εκείνο που επικοινωνούμε, αυτό που πίνουμε, εκείνο που βλέπουμε, ό,τι έχει να κάνει με τις αισθήσεις μας. Ολα είναι δημόσιος χώρος, τον οποίο πρέπει να προστατεύουμε, όπως πρέπει να προστατεύουμε τοInternetαπό τους κακόβουλους εισβολείς. Ο ιδιωτικός χώρος αρχίζει εκεί που κλείνει η πόρτα. Εξ ου και η προσπάθεια να φυλαχθεί ως κόρην οφθαλμού. Είναι η συνέχεια της σπηλιάς. Ο αθηναϊκός δημόσιος χώρος χαρακτηρίζεται από ποικίλες αντιφάσεις που συνθέτουν μικρά θαύματα και μικρές (ή μεγαλύτερες) τραγωδίες.

Χώρος και μεταβλητότητα

Ο χώρος μεταβάλλεται διαρκώς και κάθε δευτερόλεπτο. Είναι σαν το νερό. Ο χώρος διαρκώς ρέει. Κάθε δευτερόλεπτο κινούμαστε πάνω σε μια αενάως στροβιλιζόμενη σφαίρα, η οποία με τη σειρά της κινείται γύρω από μια άλλη, πύρινη. Ολα είναι in flux. Το ζήτημα είναι η γωνία της εκάστοτε αφηγηματικής ματιάς.
Μπορείς λ.χ. να πλάσεις έναν ήρωα ο οποίος έρχεται στην Αθήνα και δεν έχει δει ποτέ του την πλατεία Ομονοίας. Το τι βλέπει αυτός ο άνθρωπος είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα μπορούσε να περιγράφει ένα σεληνιακό τοπίο. Επειδή στο μυθιστόρημα μπορείς να υποδυθείς όποιον θες, έχεις τη δυνατότητα να κατασκευάσεις και να ερμηνεύσεις έναν χώρο μέσα από όλες τις πιθανές παραμέτρους. Ας το δούμε και αλλιώς. Εχεις δύο ανθρώπους. Ο ένας δεν έχει έρθει ποτέ στην πλατεία Ομονοίας και ο άλλος δουλεύει στο περίπτερό της. Ούτε ο ένας θα είναι αντικειμενικός ούτε ο άλλος. Εξ ου και ο κάθε χώρος δεν είναι ένας, είναι χιλιάδες, είναι εκατομμύρια, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι ένας χώρος προς ερμηνεία. Ούτε καν το σχέδιό του ή η φωτογραφία του δεν είναι αντιπροσωπευτική. Αλλο ο χάρτης και άλλο η περιοχή. Για αυτό ρέει ο δημόσιος χώρος. Είναι διαρκώς μεταβαλλόμενος ανάλογα με την εστίαση της οπτικής γωνίας. Δεν υπάρχει καμία «αντικειμενική» ερμηνεία. Υπάρχουν μόνο η στατιστική του απεικόνιση και ανεξάντλητες προσωπικές αναγνώσεις.
Ο άνθρωπος αφηγείται μέσα από τα κτίριά του. Ο Βίκτωρ Ουγκώ έλεγε ότι οι καθεδρικοί ναοί ήταν τα βιβλία της εποχής, γιατί είχαν εγγεγραμμένα πάνω τους τα ίχνη του χρόνου μέσα από αφηγήσεις –ήταν σαν ένα διαστρωματικό ιστορικό χρονολόγιο. Τοιχογραφίες έμπαιναν πάνω στις τοιχογραφίες, επιγραφές πάνω στις επιγραφές και ο καθεδρικός ναός έμοιαζε σαν ένα βιβλίο που ξετύλιγε την ιστορία της εποχής. Κάποια στιγμή ήρθε το μυθιστόρημα και η αφήγηση έφυγε από τον καθεδρικό ναό και μπήκε στις σελίδες του. Ο κόσμος είναι ένα ατελείωτο βιβλίο και το βιβλίο είναι ένας ατελείωτος κόσμος.

Λογοτεχνία και αρχιτεκτονική

Από τον Αγιο Αυγουστίνο ως τον Ιταλο Καλβίνο και τον Ζορζ Περέκ, αρχιτεκτονική και λογοτεχνία έχουν διασταυρωθεί πολλές φορές στην κοινή τους επιδίωξη να αφηγηθούν, να δημιουργήσουν, να αναδημιουργήσουν και να εκφράσουν τον χώρο. Στη λογοτεχνία εξωτερικοί και εσωτερικοί χώροι –πόλεις, γειτονιές, δρόμοι, κτίρια και δωμάτια –εμφανίζονται ως τοποθεσίες όπου εξελίσσεται η εμπειρία της ζωής, αλλά και ως τόποι που φέρουν ορατά τα ίχνη του περάσματος του χρόνου, τόποι στους οποίους προβάλλουμε τις προσωπικές μας εμπειρίες και αναμνήσεις. Η αρχιτεκτονική και η λογοτεχνία μοιράζονται όμοιες αρχές αισθητικής και δομής. Συχνά, δε, χρησιμοποιείται η ίδια ορολογία για να περιγραφούν τόσο οι κειμενικοί όσο και οι αρχιτεκτονικοί τόποι.

Περιπετειώδεις πόλεις

Η λογοτεχνία, ακολουθώντας, θα λέγαμε, το λειτουργικό της διάγραμμα, χτίζει «περιπέτειες αισθημάτων». Το επιτυγχάνει πλάθοντας ατμόσφαιρες οι οποίες λειτουργούν ως «περιβάλλοντα» αυτών των περιπετειών. Η καλή λογοτεχνία δεν ενδιαφέρεται για την ατμόσφαιρα αυτή καθαυτήν (σε αυτό περιορίζεται η μικρή λογοτεχνία), αλλά και δεν μπορεί να ξεδιπλώσει τις ιστορίες της χωρίς δουλειά πάνω στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Μορφή και περιεχόμενο ή (μιλώντας αρχιτεκτονικά) όψη και λειτουργία την ενδιαφέρουν ταυτόχρονα.
Ισως λοιπόν θα έπρεπε και η αρχιτεκτονική να συμπεριλάβει λίγο περισσότερο στον προβληματισμό της ανάλογους «συγκινησιακούς» όρους. Να συλλάβει τον χώρο ως μορφή μέσα από ατμόσφαιρες «αισθημάτων», παρά σκέτα μέσα από απαιτήσεις «χρήσεων», όπως την οδήγησε ο φονξιοναλισμός. Να φτιάξει χώρους «συναρπαστικούς», που να συγκινούν και όχι μόνο να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες. Περιπετειώδη σπίτια, περιπετειώδεις πόλεις.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ