Η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή, η περιβόητη ΑΤΑ, στην Ελλάδα έχει συνδεθεί από πολλούς με την εποχή της μεγάλης ρεμούλας. Με την εποχή της μεγάλης ανατροπής της πλάστιγγας, από την πλευρά που ευνοούσε τις ελίτ στην πλευρά των «μη προνομιούχων». Συνδέεται η ΑΤΑ με την εποχή της οικονομικής ασυδοσίας, του πρώτου υπερδανεισμού της Ελλάδας, της αποβιομηχάνισης, της επικράτησης της φιλοσοφίας της ήσσονος προσπάθειας.
Την τελευταία επταετία, τα χρόνια της κρίσης που οι μισθοί, οι συντάξεις, οι από κάθε πηγή «αποδοχές», οι τιμές των ακινήτων και των αξιών εν γένει έχουν καταρρεύσει, η ΑΤΑ της δεκαετίας του ’80 παρά τα ενοχικά συναισθήματα που φέρνει σε πολλούς ή τη θλίψη για το τέλος μιας «παλιάς καλής εποχής» που φέρνει σε άλλους, αντιμετωπίζεται από τους Ελληνες και σαν ένα άπιαστο όνειρο. Σαν κάτι που πέρασε ανεπιστρεπτί. Οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση είναι καλοδεχούμενη και τέλος πάντων μαχητή και ασφαλώς θεμιτή. Αλλά η αυτόματη αναπροσαρμογή των μισθών ανάλογα με την αύξηση του τιμαρίθμου μοιάζει εξωπραγματική.
Δεν συμμερίζονται τις σκέψεις και τα αισθήματα αυτά οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί και οι ηγέτες τους. Εκεί οι μισθολογικές αυξήσεις αντιμετωπίζονται ως κίνητρο για οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα και πρόοδο. Και όταν πρόκειται για τον κατώτατο μισθό, αυτός αντιμετωπίζεται ως ελάχιστη αμοιβή της εργασίας προκειμένου αυτή να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι σέβεται την «αρχή της αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού» και ότι δεσμεύεται απ’ αυτή καθώς «συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του γαλλικού κοινωνικού μοντέλου» και εξασφαλίζει την αδιαμφισβήτητη παραδοχή ότι «κάθε εργασία πρέπει να αμείβεται με έναν μισθό δίκαιο και αξιοπρεπή».
Οι διαβεβαιώσεις αυτές δόθηκαν εξαιτίας εισήγησης-σοκ (έτσι τη χαρακτηρίζει ακόμα και η συντηρητική εφημερίδα «Le Figaro») που υπέβαλαν ανεξάρτητοι οικονομολόγοι προκειμένου όχι μόνο να αποσυνδεθεί ημερολογιακά η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού με την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αλλά και να αναθεωρηθεί πλήρως το σύστημα υπολογισμού του, με στόχο να τερματιστεί ο αυτόματος καθορισμός της ετήσιας αύξησης με βάση τον πληθωρισμό και τις εν γένει εξελίξεις σε επίπεδο τιμών στη χώρα. Παρενθετικά θα πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι η «ΑΤΑ α λα γαλλικά» δεν αφορά όλα τα μισθολογικά κλιμάκια, πόσω μάλλον τα «ρετιρέ», όπως θα λέγαμε με ορολογία 80s.
«Είναι μια έκθεση ανεξάρτητων ειδικών. Οι ισχύοντες κανόνες αποσκοπούν στη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων που αμείβονται με τον χαμηλότερο μισθό. Η κυβέρνηση δεν προτίθεται να αναθεωρήσει το σύστημα αυτόματης αναπροσαρμογής» σημειώνεται σε άκρως πολιτική ανακοίνωση του γαλλικού υπουργείου Εργασίας. Η επιτροπή των ανεξαρτήτων ειδικών, πάντως, διορίστηκε από την ίδια την κυβέρνηση και την αρμόδια υπουργό Μιριέλ Πενικό για να γνωμοδοτήσει εν όψει των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή νέας εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας που ξεκινούν με τους κοινωνικούς εταίρους στις 18 Δεκεμβρίου.

Τρεις ομάδες κρατών

Οπως δείχνει έρευνα της «Figaro» (βασίζεται σε στοιχεία της Eurostat), οι διαφορές των κατώτατων μισθών στις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ είναι αβυσσαλέες, καθότι αβυσσαλέες είναι και οι διαφορές στο κόστος ζωής στις χώρες-μέλη. Ετσι ο λόγος μεταξύ του χαμηλότερου κατώτατου μισθού στην ΕΕ που έχει η Βουλγαρία (235 ευρώ καθαρά μηνιαίως) και του υψηλότερου που χορηγεί το Λουξεμβούργο (1.998 ευρώ) είναι 1 προς 8,5.
Σχηματικά θα διακρίναμε τρεις ομάδες κρατών αναφορικά με το ύψος του κατώτατου μισθού που έχουν θεσπίσει, συν μια φωτεινή εξαίρεση, εκείνη του Λουξεμβούργου, που «είναι μια κατηγορία μόνο του», καθώς ο νεοπροσληφθείς ανειδίκευτος και άπειρος εργαζόμενος ενθυλακώνει για την ακρίβεια 1.998,59 ευρώ μηνιαίως. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται έξι χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Ιρλανδία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γερμανία, Γαλλία και Βρετανία) όπου οι βασικοί κυμαίνονται από τα 1.397 ευρώ (στη Βρετανία) έως τα 1.563,25 ευρώ στην (πρώην φτωχή και ευεργετηθείσα μαζί με την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία από τα περίφημα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα των 80s και του Ανδρέα Παπανδρέου ασφαλώς) Ιρλανδία.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει πέντε μεσογειακές και… μεσαίου εισοδήματος χώρες της ΕΕ (Ισπανία, Σλοβενία, Μάλτα, Ελλάδα και Πορτογαλία), όπου ο κατώτατος μισθός κυμαίνεται από τα 649,83 ευρώ (στην Πορτογαλία) μέχρι τα 825,65 ευρώ (στην Ισπανία). Στην Ελλάδα η Eurostat καταγράφει για το 2017 (την 1η Ιουλίου συγκεκριμένα, διότι οι μετρήσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας της ΕΕ γίνονται κάθε εξάμηνο) κατώτατο μισθό 684 ευρώ.
Η τρίτη κατηγορία συγκεντρώνει τις νεοφώτιστες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για τις Πολωνία, Εσθονία, Κροατία, Σλοβακία, Τσεχία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Ρουμανία και Βουλγαρία, όπου οι κατώτατοι μισθοί ξεκινούν από τα 235 ευρώ στη Βουλγαρία και φθάνουν μέχρι τα 473,27 ευρώ στην Πολωνία. Αίσθηση προκαλεί η κατάταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Σλοβενίας στη δεύτερη κατηγορία, η οποία πάντως μετέχει και στην ευρωζώνη. Από την τρίτη κατηγορία χωρών στην ευρωζώνη μετέχουν η Σλοβακία και οι τρεις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Βαλτικής, η Εσθονία, η Εσθονία και η Λιθουανία.
Εξι χώρες, η Ιταλία, η Κύπρος, η Αυστρία, η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία, δεν έχουν θεσπίσει ενιαίο κατώτατο μισθό για τους εργαζομένους (σημειωτέον ότι η Γερμανία προσφάτως θέσπισε). Στις χώρες αυτές οι κατώτατοί μισθοί για διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες καθορίζονται με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Ενιαίος ευρωπαϊκός μισθός

Οι μεγάλες μισθολογικές διαφορές που παρατηρούνται στην ΕΕ θέτουν τεράστια ζητήματα ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών. Συχνό είναι το φαινόμενο επιχειρήσεις να μετεγκαθίστανται για να εκμεταλλευθούν το φθηνό εργατικό δυναμικό μιας γειτονικής χώρας –και οι διαφορές στους συντελεστές φορολόγησης ασφαλώς παίζουν σπουδαίο ρόλο σε τέτοιες επιχειρηματικές αποφάσεις.
Στην περίφημη ομιλία του στη Σορβόννη για την Ευρώπη, στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Εμανουέλ Μακρόν σημείωσε ότι «ο κατώτατος μισθός πρέπει να ορίζεται με βάση την οικονομική πραγματικότητα κάθε χώρας». Ο γάλλος πρόεδρος πρόσθεσε όμως ότι «προοδευτικά θα πρέπει οι μισθοί αυτοί να συγκλίνουν». Αλλά και ο πρόεδρος της Κομισιόν –και ένας από τους τελευταίους ειλικρινείς ευρωπαϊστές ηγέτες που έχουν απομείνει… –Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ έχει επανειλημμένως ταχθεί υπέρ της καθιέρωσης ενός κοινού ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού. Ο δρόμος πάντως προς την κατεύθυνση αυτή μοιάζει ακόμα μακρύς. Διότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει καμία ειδική αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά τους μισθούς. Πρόκειται για ένα μείζον μεταρρυθμιστικό ζήτημα που επαφίεται στη συνεννόηση των εθνικών κυβερνήσεων. Στην ευρωπαϊκή Βαβέλ δηλαδή…

HeliosPlus