Οι φίλοι της Τζούλιας Δημακοπούλου της λένε συχνά ότι στην προηγούμενη ζωή της πρέπει να ήταν ένας σκύλος. Μπορείς να καταλάβεις το γιατί όταν βλέπεις τα ζωγραφικά έργα της στην έκθεση «Μνήμες». Μολονότι είναι τα τοπία που πρωταγωνιστούν στις εικαστικές αναζητήσεις της, οι από μνήμης αποτυπώσεις ελληνικών τοπίων, όπως οι λόφοι της Κερατέας ή οι βράχοι του Βγιεθιού, όπου περικλείονται όλο το μεγαλείο αλλά και όλο το μυστήριο της φύσης, ανάμεσά τους παρεμβάλλονται τα πορτρέτα τα τετράποδων που την έχουν συντροφεύσει στη ζωή της. Ο Φρίξος, ένα εγκαταλελειμμένο σέτερ που περιμάζεψε σε μια βραχώδη περιοχή έξω από την Κερατέα, εκεί όπου βρίσκονται το εξοχικό και το στούντιό της, λίγο προτού βουτήξει διστακτικά τα πόδια του στη θάλασσα, σαν έτοιμος για μια δυσοίωνη αναχώρηση. Ο Ρόμπι, με τον οποίο έζησε 18 ολόκληρα χρόνια, στα πόδια καλλιτεχνών όπως ο Νίκος Χουλιαράς ή ο Γιάννης Μιχαηλίδης και η γυναίκα του. Η Τζούλια Δημακοπούλου όμως δεν ζει πλέον με σκυλιά. «Για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω έναν γάτο, ένα ωραιότατο ζωντανό. Μου τον εμπιστεύτηκε μια φίλη μου λίγο προτού πεθάνει λέγοντάς μου: «Να του φερθείς με αξιοπρέπεια»». Σκέφτομαι ότι αυτή η λέξη ταιριάζει πολύ στην κυρία Δημακοπούλου. Ψυχή τής γκαλερί «Νέες Μορφές» για πενήντα ολόκληρα χρόνια (1959 – 2009) και δημιουργός του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης – iset, πορεύτηκε με αυτήν ακριβώς την αξία, μαζί βεβαίως με τη βαθιά αγάπη για την τέχνη και την ανάδειξη νέων εκπροσώπων της, ιδιότητες γνωστές σε όσους πέρασαν ποτέ το κατώφλι της γκαλερί της.

«Ας κάνω μια κανονική έκθεση»

Κανείς δεν γνώριζε ότι ζωγραφίζει και η ίδια. Ή, τέλος πάντων, σχεδόν κανείς, γιατί είχε προηγηθεί μια μικρή έκθεση με έργα της το 1999, όταν οι «Νέες Μορφές» συμπλήρωναν τα 40 χρόνια σταθερής παρουσίας στον εικαστικό χάρτη της Αθήνας. Τελικά όμως όχι μόνο ζωγραφίζει, αλλά το πράττει ήδη από τη δεκαετία του ’70. «Δεν σταμάτησα ποτέ να ζωγραφίζω. Επειδή όμως προτού καλά-καλά τελειώσω τη Σχολή Καλών Τεχνών ήμουν διευθύντρια μιας γκαλερί, των «Νέων Μορφών», δεν θέλησα ποτέ να εκθέσω τα έργα μου. Να έχω δηλαδή μια ανταγωνιστική σχέση με τους καλλιτέχνες που παρουσίαζα και στήριζα το έργο τους. Από την άλλη μεριά με έτρωγε να δω πού θα το πήγαινα άραγε αν ζωγράφιζα και εγώ. Τώρα πια, επειδή έχω φτάσει και σε μια κάποια ηλικία, είπα «ας το διαπιστώσω επιτέλους, ας κάνω μια κανονική έκθεση» να δω ποιες θα είναι οι αντιδράσεις του κοινού».
Σε αυτή την αποφασιστική ώρα για κάθε καλλιτέχνη, όταν δηλαδή βρίσκεται «αντιμέτωπος με τον εαυτό του έξω από τη θαλπωρή του χώρου του», η Τζούλια Δημακοπούλου παρουσιάζει περίπου 30 έργα –απότοκο των καλλιτεχνικών αναζητήσεών της την περίοδο 1990 – 2017. «Είναι όλα όσα έχω ζωγραφίσει περίπου. Γιατί όταν δεν μου αρέσει κάτι, το καταστρέφω. Το αποκαλώ άσκηση, έρευνα, λάθος επιλογή. Το καίω στο τζάκι και βγαίνει μια ωραία φλόγα χρωματιστή».
Είναι το μάθημα που πήρε από τις αρχές του ’50, όταν έκανε τα πρώτα μαθήματα γλυπτικής κοντά στον γλύπτη Κώστα Περάκη. «Μια μέρα, καθώς έβγαζε ένα έργο από το καλούπι, του έσπασε. Εγώ ταράχτηκα, εκείνος όμως μου είπε: «Αν δεν μάθεις να καταστρέφεις τα έργα σου, δεν θα καταφέρεις τίποτα με την τέχνη σου»». Η γλυπτική ήταν η πρώτη αγάπη της Τζούλιας Δημακοπούλου, όμως δεν κατάφερε να περάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όταν έδωσε εξετάσεις το 1954. «Ο Περάκης ήξερε τον Μιχάλη Τόμπρο, που ήταν τότε καθηγητής, οπότε τον πιάνει και του λέει: «Δάσκαλε, γιατί την έκοψες τη Δημακοπούλου; Το έργο που έκανε ήταν καλό». «Αρκετές γυναίκες έχουν μπει στη Σχολή» του απάντησε εκείνος».

Από τον Σκάρπα στην γκαλερί

Ευτυχώς ο πατέρας της, πρωτοδίκης στη γενέτειρά της Πάτρα, είχε διαφορετική άποψη. «Κάνε τη ζωή σου όπως πιστεύεις και εγώ θα είμαι πάντα πίσω σου» της είπε.
Υστερα από μια σύντομη περιπλάνηση σε Παρίσι και Μιλάνο, η Δημακοπούλου βρέθηκε στη Βενετία για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική Εσωτερικών Χώρων στη Βενετία, αλλά και ως βοηθός για λίγο στο στούντιο του ιταλού αρχιτέκτονα Κάρλο Σκάρπα. Εκεί εντρύφησε στην εσωτερική διακόσμηση, μια εμπειρία που της φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. Ιδίως όταν μαζί με την πολιτικό μηχανικό Διονυσία Προκοπίου και με τον τραπεζικό Ανδρέα Προκοπίου ξεκίνησαν τις «Νέες Μορφές», το 1959, και βάλθηκαν να αλλάξουν τον τρόπο που προσλαμβάνει τη σύγχρονη τέχνη ο μέσος Ελληνας. Η ενασχόλησή της με τη διακόσμηση ήταν εκείνη που τη βοήθησε να κρατήσει ζωντανή και ανοιχτή την αίθουσα τέχνης, όταν τα πρώτα χρόνια τής γκαλερί η αγορά της τέχνης ήταν έννοια σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα. Ωστόσο, στη διάρκεια της θητείας της στη Βενετία, όπου επέστρεψε το ’60 για να ολοκληρώσει τις σπουδές πάνω στην Ιστορία Τέχνης και τη Ζωγραφική, διαπίστωσε και κάτι άλλο: «Εγώ δεν είχα καθόλου ταλέντο, σχεδίαζα με μεγάλη δυσκολία. Το φοβάμαι, το τρέμω το σχέδιο. Συχνά όμως αυτοί που είναι ταλαντούχοι, που μπορούν δηλαδή να φτιάξουν με πέντε πινελιές ένα θέμα, μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων. Η δουλειά τους μπορεί να είναι γοητευτική, αλλά έχει έναν εικονογραφικό χαρακτήρα και δεν σου ανοίγει άλλους ορίζοντες». Οσον αφορά τη δική της δουλειά, την περιγράφει και την αποτιμά πολύ εύστοχα η ιστορικός τέχνης Μάρθα Χριστοφόγλου στη μονογραφία που συνοδεύει την έκθεση: «…Είναι παρήγορο να βλέπεις ότι η εκφραστική ένταση δεν ταυτίζεται με την επιτήδευση. Οτι τα προσωπικά οράματα μπορούν να γίνουν εικαστική πράξη χωρίς τεχνάσματα, να μεταφερθούν στον μουσαμά σαν δομημένα ανθρώπινα ίχνη, να μας συγκινήσουν, διατηρώντας το μυστήριο των καταβολών τους. […] Στο εσωτερικό των έργων αναπτύσσεται μια χαμηλόφωνη συνομιλία με την ιστορία της τέχνης, όπου, ειρήσθω εν παρόδω, συμμετέχουν εποικοδομητικά και οι «Νέες Μορφές» του 20ού αιώνα».

Η προσφορά στην τέχνη

Σημειωτέον, τα έργα της κυρίας Δημακοπούλου δεν έχουν τιμή διότι απλούστατα δεν πωλούνται. «Δεν το κάνω από σνομπισμό ή για κάποιον άλλο λόγο. Ομως δεν έχω καριέρα εγώ, δεν έχω brand name για να πουλήσω. Γιατί ξέρεις τι είναι η τέχνη; Κάτι που σε οδηγεί στο επόμενο βήμα, στο επόμενο έργο. Κάπου στην πορεία έρχεσαι αντιμέτωπος με μια κρίσιμη καμπή, όπου αν σου αρέσει κάτι σε αυτό που έχεις κάνει, αρχίζεις να το επαναλαμβάνεις. Ο ζωγράφος Γιώργος Βακιρτζής έλεγε: «Ενας καλλιτέχνης κάνει πέντε έργα στη ζωή του. Ολα τα υπόλοιπα τα κάνει για να πουλήσει, για να ζήσει, για να κάνει την έρευνά του. Αλλά ουσιαστικά πέντε έργα αφήνει πίσω του». Εχει δίκιο. Εκανα αυτά τα 30 έργα, δεν είναι και πολλά. Τι τιμή να τους βάλω; Δεν έχω πουλήσει ποτέ έργο μου και ούτε θα το κάνω ποτέ. Θα μου πεις τι θα τα κάνεις; Αν αρέσουν σε κάποιους ανθρώπους που έχουν μια συλλογή ή μια μικρή πινακοθήκη και μπορούν να τα πάρουν για να τα δουν άλλοι δέκα, θα τους τα δωρίσω».
Τα δώρα που έχει προσφέρει η κυρία Δημητρακοπούλου στο κοινό τής τέχνης είναι πολλά. Υπήρξε από τις πρωτεργάτριες του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αιθουσών Τέχνης (ΠΣΑΤ), όπως και της φουάρ σύγχρονης τέχνης «Art-Athina», ενώ όταν έκλεισαν οι «Νέες Μορφές» ίδρυσε μαζί με τους συνεργάτες της το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης – iset, για το οποίο η ίδια είναι πολύ περήφανη. Σκοπός του είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη καταγραφή της πορείας της τέχνης στην Ελλάδα από το 1945 μέχρι σήμερα. Ξεκίνησε με σκληρό πυρήνα του το πλούσιο αρχείο των «Νέων Μορφών» και του «Δεσμού» της Επης Πρωτονοταρίου και εμπλουτίζεται διαρκώς για να αποτελεί ένα σημείο αναφοράς για τον ερευνητή, τον φιλότεχνο –και όχι μόνο. Το iset είναι αναμφίβολα το μεγάλο έργο της Τζούλιας Δημακοπούλου. «Οταν αποφασίσαμε να κλείσουμε την γκαλερί, είπαμε να προσφέρουμε στην τέχνη κάτι που κερδίσαμε από αυτή. Γιατί τότε που ήμασταν μια καλή γκαλερί και βγάζαμε χρήματα, μοιραζόμασταν αρκετά για να ζήσουμε κάπως αξιοπρεπώς και τα υπόλοιπα τα βάζαμε στην άκρη και μάζευαν τόκους. Το κάναμε με την ελπίδα ότι αν ξεκινήσεις κάτι σωστό και το βάλεις σε σωστές βάσεις, θα το πάρει μετά το κράτος για να το διατηρήσει και να το εξελίξει. Ημασταν αφελείς, όπως αποδείχθηκε, ήρθε και η κρίση… Τι να κάνουμε, αγωνιζόμαστε. Μας έχει βοηθήσει το Ιδρυμα Νιάρχος και προχωρούμε. Προσπαθούμε να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια ύστερα από εμάς. Ποιος θα βρεθεί να φερθεί με αξιοπρέπεια στο αρχείο μας».

Πού και πότε

«Μνήμες» στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, Βαλαωρίτου 9Α, ως τις 14/1/18.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ