Σε περίπου έναν μήνα η Lamborghini ετοιμάζεται να επιστρέψει στην κατηγορία των SUV. Αν και πρόκειται για μια απόφαση η οποία δεν είναι η πρώτη φορά που λαμβάνεται από την ιταλική φίρμα, πυροδότησε –για μια ακόμα φορά –αρκετές συζητήσεις σχετικά με μια ενδεχόμενη αλλοίωση της ταυτότητάς της, η οποία ωστόσο, κατά γενική ομολογία, έχει καταφέρει να διασωθεί –ως ταυτότητα και ως φίρμα –από αρκετά σκαμπανεβάσματα, συμπεριλαμβανομένων μιας πτώχευσης και κάμποσων αλλαγών σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία της.
Συνοπτικά, η Lamborghini ανήκε στον εμπνευστή και ιδρυτή της Ferruccio Lamborghini από το 1963 έως το 1972, έχοντας να επιδείξει για τη συνέχεια μια μακρά λίστα ιδιοκτητών όπου συμπεριλαμβάνονται ο συνεταίρος του F. Lamborghini, G.H. Rossetti, ελβετοί επενδυτές, ένα ινδονησιακής προέλευσης fund και η Chrysler, η οποία ήταν και αυτή που τελικώς, εν έτει 1992, κατάφερε να την επαναφέρει στην κερδοφορία με τη συνδρομή της δημοτικότητας της Diablo.
Ως γνωστόν, πλέον, η ιταλική φίρμα ανήκει στο VW Group, που βρίσκεται υπό τη σφαίρα επιρροής της Audi, διανύοντας από το 2001, οπότε και πέρασε στον γερμανικό όμιλο, μια νέα περίοδο ακμής η οποία, αν εξαιρέσει κανείς τα πρώτα βήματα της φίρμας τα οποία οδήγησαν στις 350 GT και Miura, μάλλον είναι και η πρώτη που βιώνει, τόσο σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις της όσο και τη σταθερότητα σχετικά με τον σχεδιασμό των προϊόντων, ασχέτως αν η απόφαση για το Urus κατάφερε να πυροδοτήσει και πάλι έναν νέο κύκλο συζητήσεων.
Οπως και να έχει, οι Γερμανοί με την εμμονική οργάνωσή τους δείχνουν πιο αποφασισμένοι από κάθε άλλο ιδιοκτήτη της φίρμας, συμπεριλαμβανομένου του ιδρυτή της, να αξιοποιήσουν τη δυναμική που, παρά το ταραχώδες οικονομικό παρελθόν, συνοδεύει το όνομα Lamborghini, συνδέοντάς το συνειρμικά με έναν εξωπραγματικό κόσμο όπου οι υψηλές επιδόσεις περιβάλλονται από ένα επιβλητικό και καινοτόμο design. Στο πλαίσιο της συστηματικής ενασχόλησης, το πρώτο πράγμα που έκανε ο γερμανικός όμιλος όταν απέκτησε την ιταλική φίρμα ήταν να δημιουργήσει ένα μουσείο το οποίο θα φρόντιζε να υπενθυμίζει την πολυσυλλεκτική παράδοση της Lamborghini και την ενασχόλησή της με καινοτόμα projects, στα οποία και όφειλε τη δημιουργία της ιδιαίτερης και απολύτως αναγνωρίσιμης ταυτότητάς της, η οποία μάλιστα δεν γεννήθηκε ούτε σφυρηλατήθηκε στην αίγλη που εξασφαλίζει ο μηχανοκίνητος αθλητισμός όπως ισχύει για το αντίπαλον δέος της, τη Ferrari, αλλά με διαμετρικά αντίθετο σκεπτικό.
Για την ακρίβεια, όπως είχε απαντήσει ο Ferruccio Lamborghini στην έκκληση του Gian Paolo Dallara για δραστηριοποίηση της ιταλικής φίρμας στο μηχανοκίνητο αθλητισμό: «Προτιμώ να κατασκευάζω GT χωρίς ελαττώματα. Συμβατικά αυτοκίνητα μεν τέλεια δε, δεν θέλω τεχνολογικές βόμβες». Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή ήταν και η αιτία που ο Gian Paolo Dallara, ο επικεφαλής μηχανικός για την εξέλιξη των 350 GT και Miura, εγκατέλειψε τη Lamborghini και εντάχθηκε στο δυναμικό της De Tomaso προκειμένου να ηγηθεί του project της F1.
Επιστρέφοντας στις πρωτοβουλίες του γερμανικού ομίλου προκειμένου να διατηρήσει την παράδοση, η οποία παρά τις αρχικές προθέσεις του ιδρυτή της τελικά περιλαμβάνει και μια συμμετοχή στην F1 τις περιόδους 1990-91, η Lamborghini απέκτησε πριν περίπου έναν χρόνο το κέντρο ανακατασκευής ιστορικών μοντέλων, το Polo Storico, ενώ το περασμένο καλοκαίρι το μουσείο που είχε ανοίξει στην Μπολόνια ανακαινίστηκε πλήρως, συμπεριλαμβάνοντας όλη την ιστορία της φίρμας ή μάλλον καλύτερα όλες τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από τις καλοσμιλεμένες μεταλλικές επιφάνειες των μοντέλων της.
Ο επισκέπτης θα συναντήσει τις εμβληματικές 350 GT και Miura, τις λιγότερο δημοφιλείς Espada, Uraco και Jarama GT, αλλά και την Countach της πρώτης περιόδου της φίρμας, από την ίδρυσή της έως το 1972, οπότε και ο Ferruccio Lamborghini πούλησε το μερίδιό του εν μέσω οικονομικών προβλημάτων, πετρελαϊκής κρίσης αλλά και της έκρηξης τρομοκρατίας στην Ιταλία, η οποία έπληττε τις πωλήσεις της φίρμας.
Φυσικά το μουσείο φιλοξενεί και όλη τη νεότερη ιστορία της Lamborghini συμπεριλαμβανομένων των πλέον «άγνωστων» εγχειρημάτων της, όπως για παράδειγμα η προαναφερθείσα ενασχόλησή της με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό ή το LM002 του 1986, το οποίο επανήλθε στο προσκήνιο με φόντο την έλευση του SUV Urus, που επίσης δίνει το «παρών» ως πρωτότυπο στο ανανεωμένο μουσείο.
Aπό τις προθήκες του δεν θα μπορούσαν να λείπουν – ούτε και λείπουν – μοντέλα όπως η Diablo, το ταχύτερο αυτοκίνητο της εποχής του (1990-2001), και η εξαιρετικά δημοφιλής Gallardo, η οποία με 14.022 πωλήσεις αποτελεί διαχρονικά το best seller της φίρμας. Ξεχωριστή δε θέση καταλαμβάνουν εξωπραγματικά εγχειρήματα, πρωτότυπα ή μη, όπως η γοητευτική Reventon των 20+1 «αντιτύπων» και του 1,5 εκατ. ευρώ ή οι ακόμα ακριβότερες Sesto Elemento (€1,8 εκατ.) και Veneno (€3,8 εκατ.), η εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη απο ανθρακονήματα Asterion και η μονοθέσια Egoista, η οποία αναλαμβάνει την υποδοχή του κοινού στην είσοδο του μουσείου.
Εν ολίγοις, ίσως η μοναδική απορία περί τη Lambοrghini που δείχνει να αφήνει το νέο της μουσείο είναι ότι δεν δημοσιοποιεί τον αριθμό των εκατομμυρίων αλλά και των ίππων που φιλοξενούνται στους δύο ορόφους του…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ