Η ζωγραφική της Ειρήνης Ηλιοπούλου απεχθάνεται το κενό όσο και η φύση. Στα νέα έργα της ζωγράφου που θα δείξει στην εφετινή Art Athina, οι δυο τους συνεργάζονται για να γεμίσουν κάθε εκατοστό της μεγάλης ζωγραφικής επιφάνειας. Καταλαμβάνουν τον χώρο με τις απόψεις και τη ματιά τους. Πάντα η ζωγράφος προσπαθεί να γεμίσει τις τρύπες. Αυτό δημιουργεί παράλληλες ιστορίες μέσα στα έργα της, πολυπλοκότητα στα νοήματα και στην τεχνική. Αυτή τη φορά, στα έργα «Δάσος της βροχής», η υγρασία είναι πολυπλοκότητα. Ούτως ή άλλως για τη ζωγράφο κάθε νέο έργο είναι ένα στοίχημα. Αλλιώς, λέει, δεν έχει κανένα νόημα να κάνεις κάτι που ήδη γνωρίζεις να κατασκευάζεις καλά.
Ετσι στη ζωγραφική της Ειρήνης Ηλιοπούλου γίνεται ο χώρος, έργο. Εργαστήριο και ζωγραφική επιφάνεια, θέμα και περιβάλλον, χρώμα και ατμόσφαιρα. Επί έναν χρόνο η δημιουργός ζούσε εντός του και ζωγράφιζε το εγκαταλελειμμένο θέατρο Vieux Colombier στο Παρίσι, δημιουργώντας μεγάλων διαστάσεων έργα με την πορφυρή μελαγχολία της φθαρμένης πολυτέλειας αποτυπωμένη επάνω τους. Η χαρμολύπη της εγκατάλειψης εξακολούθησε να κυριαρχεί και στα έργα που ζωγράφισε επί τούτου μέσα στον άδειο σταθμό Gare d’Austerlitz του παρισινού μετρό. Μέχρι που η δημιουργικότητα της ζωγράφου αφέθηκε απεριόριστη στον ανοιχτό ορίζοντα των αμπελιών του Μπορντό και τον ορυζώνων της Αρλ, όπου οι γραμμές των κλημάτων και τα πλημμυρισμένα αυλάκια με τις φύτρες του ρυζιού έτειναν δυναμικά προς την άνω γραμμή των τελάρων. Αυτή η πρώτη συνεργασία της ζωγράφου με τη φύση συνεχίστηκε και μέσα στο ατελιέ της στην Αθήνα.
Η ίδια λέει ότι το εργαστήριό της είναι κρυψώνα και καταφύγιο, ο κόσμος της. Εκεί και στη ζωγραφική όλα επιτρέπονται. Λες ψέματα, λες αλήθειες και η συναναστροφή και οι αλληλεπιδράσεις τους ενεργοποιούν τη ζωγραφική διαδικασία. «Είναι ο μόνος χώρος» τονίζει «όπου ζεις μια ουτοπική κατάσταση, όντας ολοκληρωτικά ο εαυτός σου. Από τη φύση μου κατακλύζομαι πάντα από ένταση και μια μόνιμη ακαθόριστη αγωνία. Αυτό καταλαγιάζει μόνο όταν κλείνω την πόρτα του εργαστηρίου πίσω μου και μπαίνω στη διαδικασία να δώσω μορφή στο ακαθόριστο. Ευτυχώς, εδώ τα κάθε είδους «πρέπει» μπαίνουν στη γωνία.

Το εργαστήριο είναι ο καθρέφτης του εαυτού μου, η ζωγραφική μου είναι ο τρόπος που κοιτάζω τον κόσμο, άλλοτε μέσα από τη λήθη, άλλοτε μέσα από τη μνήμη, από την πλάνη ή την παρεκτροπή. Οσα δεν μπορώ να εκλογικεύσω και να διαχειριστώ, ως διά μαγείας, μέσα στο εργαστήριο μπαίνουν όλα στη θέση τους. Εκ των πραγμάτων είσαι ταυτόχρονα χαλαρός αλλά και σε εγρήγορση, γιατί το τελάρο σε διεκδικεί με τρόπο απόλυτο».
Η δημιουργός τονίζει ότι στο εργαστήριό της ολοκληρώνεται, γίνεται άνθρωπος. Το έργο χειρονομία με χειρονομία αποκτά ζωή και μαζί του και η δημιουργός. Η αμφιβολία να κρέμεται συνεχώς επάνω από το κεφάλι της, ως τη στιγμή που θα αφήσει κάτω τα πινέλα:

«Από το εργαστήριο δεν βγαίνω αν δεν έχω κερδίσει κάτι. Εστω κάτι λίγο, αλλά κάτι. Το έργο που φτιάχνω το κοιτάζω αρκετή ώρα πριν και στο τέλος της ημέρας. Ενδιαμέσως υπάρχει μια ροή και ένας αυτοματισμός που δεν μπορώ να διακόψω. Με το τελάρο μιλάω, με ξέρει, και όταν κάτι μπαίνει στη θέση του είναι σαν να παίρνω μια απάντηση. Και ύστερα αλλάζουμε θέμα.

Η επιθυμία είναι αυτή που με οδηγεί να πάω ψηλαφητά από το «τυχαίο» στην οργάνωση του χάους, που παίρνει μορφή και γίνεται φόρμα, χρώμα, υπαινιγμός και δίνει σχήμα στο ανείπωτο. Αυτό το ανείπωτο είναι που φτερουγίζει ακατάπαυστα μέσα στο εργαστήριο και πάντα ανείπωτο μένει, για να συνεχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι που λέγεται ζωγραφική. Το έργο ολοκληρώνεται για μένα στα μάτια του θεατή, εκεί το βλέπω, εκεί το καταλαβαίνω, εκεί με βλέπω, εκεί νιώθω αν κερδήθηκε το στοίχημα ή όχι. Ποιο είναι το στοίχημα; Το ότι γλίτωσα την αυτοπαγίδευση και δεν πρόσβαλα (περιφρόνησα) τους νόμους και τις απαιτήσεις του τελάρου μου, το υπάκουσα, δέχτηκα τις θυσίες που μου ζήτησε και βγήκα ξανά στην επιφάνεια, έχοντας περάσει μια ατέρμονη διαδικασία ενδοσκόπησης και έχοντας ξεφορτώσει ακόμα περισσότερα μπαγκάζια στα άχρηστα, κυρίως αυτό, ότι το έργο επέζησε και πορεύεται ξαλαφρωμένο από τα περιττά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ