Το Βήμα, The Project Syndicate
Η Ρωσία μπορεί να βρίσκεται σε παρακμή οικονομικά και δημογραφικά, αλλά με στρατηγικούς όρους είναι μία ανερχόμενη δύναμη, που επιδιώκει ένα μεγάλο στρατιωτικό επανεξοπλιστικό πρόγραμμα που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή της. Ενας από τους πιο πρόσφατους γεωστρατηγικούς στόχους του Κρεμλίνου είναι το Αφγανιστάν, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν μπλεγμένες στον μακροβιότερο πόλεμο της ιστορίας τους. Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου της Σοβιετικής Ενωσης στο Αφγανιστάν –ένας πόλεμος που αποδυνάμωσε τη σοβιετική οικονομία και υπονόμευσε το κομμουνιστικό κράτος –η Ρωσία επιδιώκει να γίνει ένας κεντρικός παίκτης στις αφγανικές υποθέσεις. Και το Κρεμλίνο εξέπληξε πολλούς αγκαλιάζοντας τους Ταλιμπάν.
Η μεταστροφή της ρωσικής πολιτικής προς τους Ταλιμπάν αντανακλά την ευρύτερη στρατηγική της σύγκρουσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους ευρωπαίους συμμάχους τους –μία σύγκρουση που κλιμακώθηκε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και τις βαριές οικονομικές κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση στη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία τώρα ανταλλάσσει ρόλους με τις ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Τη δεκαετία του 1980 ο αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν χρησιμοποίησε το Ισλάμ σαν ιδεολογικό εργαλείο για να υποκινήσει την ένοπλη αντίσταση στη σοβιετική κατοχή. Με τη λογική ότι ο εχθρός του εχθρού της ήταν φίλος, η αμερικανική CIA εκπαίδευσε και εξόπλισε χιλιάδες αφγανούς μουτζαχεντίν –την τζιχαντιστική δύναμη από την οποία προέκυψαν αργότερα η Αλ Κάιντα και οι Ταλιμπάν.
Σήμερα η Ρωσία χρησιμοποιεί την ίδια λογική για να δικαιολογήσει τη συνεργασία με τους αφγανούς Ταλιμπάν, τους οποίους χρησιμοποιεί για να πολεμήσει ενάντια στην ασταθή κυβέρνηση της Καμπούλ που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ. Και οι Ταλιμπάν, που έχουν παραδεχθεί ότι μοιράζονται την εχθρότητα της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να εκδιώξουν τους Αμερικανούς. Ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θέλει να αυξήσει το κόστος της διατήρησης των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο Αφγανιστάν, από όπου οι ΗΠΑ προβάλλουν την ισχύ τους στην Κεντρική και Νοτιοδυτική Ασία. Ο Πούτιν θέλει επίσης να διευρύνει τη γεωπολιτική σκακιέρα της Μόσχας, ελπίζοντας να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, ώστε να επηρεάσει και την πορεία των οικονομικών κυρώσεων.
Ο Πούτιν πιστεύει ότι με το να γίνει η Ρωσία ένας μεγάλος παίκτης στο Αφγανιστάν, το Κρεμλίνο θα μπορέσει να διασφαλίσει ότι η Αμερική θα χρειαστεί τη βοήθειά του για να μπορέσει να αποχωρήσει από εκεί. Αυτή η στρατηγική ευθυγραμμίζεται με την προσέγγιση του Πούτιν στη Συρία, όπου η Ρωσία έχει ήδη καταστεί ζωτικός εταίρος σε οποιαδήποτε προσπάθεια εκρίζωσης του Ισλαμικού Κράτους. Με το να προσεγγίζει τους Ταλιμπάν, ο Πούτιν στέλνει ένα μήνυμα ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την αφγανική κυβέρνηση με τον ίδιο τρόπο που οι ΗΠΑ, υποστηρίζοντας τους σύρους αντάρτες, αποσταθεροποίησαν την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία.
Η Ρωσία εμπλέκει περισσότερες χώρες στο στρατηγικό της παιχνίδι. Εκτός από τις συναντήσεις με τους αφγανούς Ταλιμπάν, η Ρωσία έχει φιλοξενήσει τρεις γύρους τριμερών συνομιλιών για το Αφγανιστάν μεταξύ του Πακιστάν, της Κίνας και της Μόσχας. Μία συμμαχία υποστήριξης των αφγανών Ταλιμπάν, μεταξύ αυτών των τριών κρατών και του Ιράν, αναδύεται. Κατά κάποιον τρόπο είναι οι ΗΠΑ που επέτρεψαν αυτή τη στρατηγική της Ρωσίας στο Αφγανιστάν.
Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, στην προσπάθειά του να συνάψει ειρήνη με τους Ταλιμπάν, τους επέτρεψε να εγκαθιδρύσουν μία ντε φάκτο διπλωματική αποστολή στο Κατάρ και στη συνέχεια αντάλλαξε πέντε ανώτατους ηγέτες των Ταλιμπάν που κρατούνταν στο Γκουαντάναμο με έναν αμερικανό λοχία. Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποίησε μία τρομοκρατική οργάνωση που επιβάλλει μεσαιωνικές πρακτικές στις περιοχές που βρίσκονται στον έλεγχό της. Ο αμερικανικός στρατιωτικός στόχος να υποχρεωθούν οι Ταλιμπάν σε «συμφιλίωση» ήταν πάντα δύσκολος να επιτευχθεί. Τώρα που η Ρωσία αναζωπύρωσε το μεγάλο παιχνίδι στο Αφγανιστάν, μπορεί να είναι ακατόρθωτος.
==========================
Ο κ. Brahma Chellaney είναι καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών στο Κέντρο Πολιτικής Ερευνας με έδρα το Νέο Δελχί και συνεργάτης της Ακαδημίας Robert Bosch στο Βερολίνο.

HeliosPlus