«Αίσθηση παρουσίας» τιτλοφορούσε ο εξόριστος στην έρημο του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού ζωγράφος Γιώργος Ιωάννου (1926-2017) ένα από τα έργα που εξέθετε το 2002 στο Κέντρο Τεχνών. Κι εμείς τώρα αναζητούμε αυτή την αίσθηση της παρουσίας, με αφορμή την απουσία του δημιουργού από τα εγκόσμια. Το έχει αυτό η μοίρα των ζωγράφων, να τονίζουν την παρουσία τους με την αποδημία τους σε άλλους κόσμους. Εξάλλου, αυτό κάνουν και όσο βρίσκονται εν ζωή, ανάμεσά μας· ταξιδεύουν και μας ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους, πέραν του πραγματικού. Κι ο Γιώργος Ιωάννου το έκανε αυτό με ένα μοναδικό ζωγραφικό ιδίωμα, απολύτως προσωπικό, με τα χρώματα και τα σχήματα του παραμυθιού και τη σκληρότητα της αληθινής ζωής.
Πολύ παράξενο, αλήθεια, να βασανίζεις με τόσο έντονη και αυστηρή κριτική την πραγματική ζωή, με ονειρικά και χαρούμενα σχήματα και χρώματα. Μάλλον αυτό κάνει την κοινωνική κριτική του Γιώργου Ιωάννου τόσο καίρια. Ισως αυτή είναι και η δύναμη της ποπ αρτ που ανέδειξε μοναδικά ο Αντι Γουόρχολ στη Νέα Υόρκη και ο έλληνας ζωγράφος εκπροσώπησε πιο αυθεντικά από οποιονδήποτε άλλον στην Αθήνα όπου ζούσε και δημιουργούσε. Η pop(ular) art ανακαλύπτει την ποίηση στο καθημερινό, το συνηθισμένο, το μαζικό και ασκεί κριτική στην απρόσωπη καταναλωτική κοινωνία, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα όπλα της, τη διαφήμιση, τη φθηνή ψυχαγωγία των κόμικς και του σινεμά, το life style των αστέρων του θεάματος. Με έναν επαναστατικό συνδυασμό τέχνης και ζωής οι καλλιτέχνες της ποπ αρτ συνέθεταν έργα που τόνιζαν το εφήμερο και το αδιάφορο των εικόνων που κατακλύζουν την καθημερινότητά μας, αναρτώντας τες με την τέχνη τους στην αιωνιότητα. Καμιά ρεκλάμα της Μέριλιν Μονρόε δεν θα μείνει ανεξίτηλη στον χρόνο, όσο τα πορτρέτα του Αντι Γουόρχολ.
Η ιστορικός τέχνης Αθηνά Σχινά τονίζει με αφορμή την έκθεση έργων του ζωγράφου στην αίθουσα τέχνης Νέου Ψυχικού, το 1994: «Λόγο μέσα από τους εικονοτύπους παρουσιάζει ο Γιώργος Ιωάννου. Λόγο συμβολικό, αλληγορικό, μεταφορικό και ανατρεπτικό, καταφεύγοντας σε γνωρίσματα της pop art ή του σουρεαλισμού, προκειμένου να υπερβεί και τις δύο αυτές εν τέλει κατηγορίες χαρακτηριστικών, για να κάνει πράξη μύθου την αλήθεια και παρηγορητική αφήγηση τις ιστορίες των εικόνων της, που αποτυπώνει τη ματαιότητά τους με χιούμορ και νοσταλγία, τόλμη ειλικρινούς συμπαράστασης και βαθιάς κατανόησης στον ανθρώπινο πόνο, μέσα από την άσβεστη ελπίδα της απάλειψής του».
Ο συγγραφέας Αντώνης Σαμαράκης έγραφε το 1973 στον κατάλογο μιας έκθεσης του Γιώργου Ιωάννου: «Πρόσωπα ανθρώπινα και απάνθρωπα περιφέρονται στους όλο κίνηση πίνακες του Ιωάννου, φιγούρες θύτες και θύματα σε μια τερατώδη καταναλωτική κοινωνία, αφίσες σε δρόμους δίχως κανένα φως αλλά και σε δρόμους με πολλά φώτα και με πολύ πανικό. Ναι, «Πανικός στους δρόμους και στις καρδιές» θα μπορούσε να είναι ο γενικός τίτλος για την καινούργια δουλειά του».
Επί πενήντα χρόνια, έως το 2008 που αρρώστησε βαριά και απομακρύνθηκε από τα πινέλα και τα τελάρα, κάθε νέα δουλειά του Γιώργου Ιωάννου έμοιαζε με γκραφίτι της εποχής του, αν και ο ίδιος αισθανόταν βαθύτατη απομόνωση, καθώς τόνιζε σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Βήμα». «Αυτό αποδεικνύεται» έλεγε «τόσο από την προσωπική μου συμπεριφορά όσο και από την ίδια την εκφραστική των έργων μου. Η απομόνωση αυτή προέρχεται από τη διάστασή μου με την περιβάλλουσα αντικειμενική πραγματικότητα και με την άρνησή μου να συμβιβαστώ μαζί της». Με αυτή την έννοια ήταν ένας «στρατευμένος» καλλιτέχνης. Τα ηρωικά χρόνια της Αντίστασης και του αντιδικτατορικού αγώνα τα αφηγήθηκε με το εύγλωττο εικαστικό ιδίωμα της μονοτυπίας. Γενικώς το εικαστικό ιδίωμα του Γιώργου Ιωάννου είναι πολύ εύγλωττο και εκφραστικό. «Η αίσθηση του χρώματος» τόνιζε «αποτελεί εξωτερίκευση ενός φόρτου που με συμπιέζει. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την επιθυμία για επικοινωνία».
Πράγματι, όταν άρχιζε αυτή η έκρηξη της επικοινωνίας που κάθε ατομική στιγμή παγκοσμιοποιείται μέσω των ψηφιακών κοινωνικών δικτύων, ο άνθρωπος της δεκαετίας του 1980 του Γιώργου Ιωάννου στέκει σκεπτικός και μοναχός στο κέντρο της εικόνας, δέσμιος της δέσμης των καλωδίων μεταφοράς μεγατόνων πληροφοριών. Ενας πρόωρος και διορατικός χρησμός για το επερχόμενο άγχος της τεχνολογίας, που καθώς γράφει στον κατάλογο της έκθεσης στις Αίθουσες Τέχνης Επίπεδα στις αρχές του 1992 η ιστορικός τέχνης Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν, «η «υπερ-επικοινωνία» σε επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο, με τα ανθρώπινα μέτρα και σταθμά, λειτουργεί ως «παρα-επικοινωνία» από τη στιγμή που ο ανθρώπινος νους και η φαντασία είναι στην ουσία δέσμιοι των καλωδίων μέσα από τα οποία ενεργοποιείται η σύγχρονη επικοινωνία».
Με αφορμή μια έκθεση του Γιώργου Ιωάννου τον Μάρτιο του 1973 στις Βρυξέλλες, οι κριτικοί έγραψαν ότι είναι ένας έλληνας ζωγράφος με καρδιά ανεπιτήδευτη, αλλά με πρόθεση διαμαρτυρίας. Ενας από αυτούς, ο Paul Coso, έγραψε στην εφημερίδα «Le Soir»: «Η τέχνη του έλληνα ζωγράφου μάς βυθίζει σε ένα λουτρό από δροσερά χρώματα, εκείνα του ουράνιου τόξου. Αλλά έχει επίσης την ορμή της θύελλας, την κραταιότητα μιας εμπνεύσεως μέσα στη ζωντάνια της εποχής μας»

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ