«Είμαστε τελικά αυτό που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια» λέει ο Θεόδωρος Παπαγιάννης. Οταν οι μαστόροι γύριζαν του Αϊ-Δημήτρη στο Ελληνικό Ιωαννίνων, ύστερα από την περιοδεία τους που είχε ξεκινήσει του Αϊ-Γιώργη, η πρώτη τους δουλειά ήταν να πάνε στο παντοπωλείο για να εξασφαλίσουν το στάρι για το ψωμί της χρονιάς. Ο πατέρας του Θεόδωρου Παπαγιάννη είχε παντοπωλείο και ο εκκολαπτόμενος γλύπτης τότε παρακολουθούσε και κατέγραφε την αγωνία των ανθρώπων για τον επιούσιο άρτο σε έναν δύσκολο και φτωχό τόπο. Ο ίδιος βοηθούσε για το ψωμί της οικογένειας βόσκοντας πρόβατα και πλάθοντας παράλληλα μορφές από πηλό. Αργότερα ο εκκολαπτόμενος έγινε διακεκριμένος γλύπτης, καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, και πήγε μακριά, ως το πολυσύχναστο αεροδρόμιο του Σικάγου όπου εγκατέστησε τους μαραθωνοδρόμους του, ένα γιγαντιαίο γλυπτό είκοσι δύο μέτρα μήκος και έντεκα ύψος. Οσο μακριά όμως κι αν πήγαινε, επέστρεφε πάντοτε στο Ελληνικό, στον τόπο ο οποίος, όπως λέει, τον έχει σημαδέψει, αφού του έδωσε εστία, αναφορές, μνήμες, συναισθήματα, όλα αυτά που διαμόρφωσαν την εικαστική γλώσσα του. Βρισκόταν πάντοτε ανάμεσα στους συγχωριανούς του, καθισμένος κι εκείνος στο καφενείο, σκιτσάροντας τα πορτρέτα τους. Ηταν ένας τρόπος να παραμείνει επίλεκτο μέλος της ομάδας τους, ήθελε να είναι ένας από εκείνους.
Τον Ιούνιο του 2012 ο Θεόδωρος Παπαγιάννης παρουσίασε την εγκατάσταση «Αρτος» στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Πάνω από χίλια χαρακτηριστικά πήλινα ειδώλια του γλύπτη –άνδρες, γυναίκες, ζευγάρια, μητέρες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους ή προστατευμένα μέσα στο πανωφόρι τους –πορεύονται τον δρόμο της επιβίωσης προς τα κεραμικά σακιά του σταριού και τα έτοιμα καρβέλια, υπό τα βλέμματα των ηγετών, των θεών, των προστατών που το ίδιο το πλήθος έχει ανάγκη να δημιουργεί. Αυτή η πορεία προς την επιβίωση συμβολιζόταν με το ψωμί, το λαϊκό καρβέλι που έφτιαχναν οι ίδιες οι νοικοκυρές στη γάστρα, της φόρμας που αγόραζαν από τους «ευρωπαϊκούς» φούρνους, τις λειτουργιές που ζύμωναν για να προσφέρουν στην εκκλησία. Και το ψωμί ως σύμβολο της μοναχικής πορείας του ανθρώπου στον κόσμο δεν εμφανίστηκε τότε αλλά προϋπήρχε. «Με απασχολούσε πάντα η βασική φροντίδα του ανθρώπου, η έγνοια του η μεγάλη, ο επιούσιος άρτος» λέει.
Και φυσικά ο δρόμος του ψωμιού περνά μέσα από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεόδωρος Παπαγιάννης που δημιούργησε ο ίδιος στο Ελληνικό Ιωαννίνων. Εκεί δύο μεγάλες αίθουσες του Δημοτικού Σχολείου, από το οποίο αποφοίτησε και εκείνος, είναι αφιερωμένες στο ψωμί. Εχει φιλοτεχνήσει με το γνωστό του εικαστικό ιδίωμα τον βολόσουρα που συμβολίζει την παραγωγή του σιταριού, τα σακιά με το αλεύρι, τη γάστρα πάνω στα κάρβουνα, τα κάθε είδους ψωμιά μέσα στις σκάφες του ζυμώματος από ξύλο πλατάνου. Ολα αυτά τα σκιτσάρισε προτού τα δημιουργήσει και τα εγκαταστήσει, και τα σκίτσα μάς τα παραχώρησε για να τα δημοσιεύσουμε. Οπως και το κείμενο που ακολουθεί:
«Στην αίθουσα του ψωμιού, που ουσιαστικά, ήταν δύο αίθουσες διδασκαλίας τις οποίες ενοποιήσαμε, έχουμε επίσης τρεις μεγάλες συνθέσεις. Η μία έχει τον βολόσουρα, ένα εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στο αλώνι οι γεωργοί για να κόβει το σιτάρι και να ξεχωρίζει το άχυρο από τον καρπό, στην κορυφή έχει μία μάσκα γυναίκας χωριάτισσας που έκανε όλες τις δουλειές. Δηλαδή αυτή θέριζε, αυτή κουβάλαγε στην πλάτη τα δεμάτια, αυτή αλώνιζε μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού, αυτή λίχνιζε και ξεχώριζε το άχυρο από το σιτάρι, αυτή καθάριζε τον καρπό από πέτρες, σκόνες κ.τ.λ., αυτή τον έπλενε, τον στέγνωνε, τον πήγαινε στον μύλο, τον άλεθε, τον ζύμωνε στη σκάφη και τον έψηνε στη γάστρα. Ενας τιτάνιος αγώνας για να βγει ένα καρβέλι ψωμί που το περιμέναμε πώς και πώς να βγει ζεστό.
Η όλη σύνθεση εκτός από τον βολόσουρα έχει και τα τσουβάλια με τον καρπό, τη σκάφη με το ψωμί, και όλα αυτά σε ένα τετράγωνο σχήμα που είναι γεμάτο κάρβουνο που παράγεται στο χωριό. Πάνω στο ξύλινο πλαίσιο υπάρχει ένα μετάλλιο ορειχάλκινο που έχει από τη μία πλευρά ένα στάχυ από νόμισμα του Μεταποντίου (αποικία των Ελλήνων στην Κάτω Ιταλία) και στην πίσω πλευρά τη ρήση του Πάτερ ημών «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον».
Η μεσαία σύνθεση έχει μια γάστρα σε μεγέθυνση, που ήταν ο φούρνος, ένα ταψί με λαϊκό ψωμί (καρβέλι) και κάρβουνα, και η τρίτη έχει ένα ταψί με πρόσφορα, γιατί αυτά τα πρόσφερε η κάθε οικογένεια για να έχει τη βοήθεια του Θεού, ώστε να έχει ψωμί το σπίτι, αλλά και σαν ευχαριστία στον Θεό γιατί έχει το ψωμί της.
Εχει επίσης τσουβάλια με αλεύρι ή σιτάρι και ανάμεσά τους ένα σκιάχτρο από τα ξύλα του Πολυτεχνείου, που ήταν αποτρεπτικό σύμβολο από την αρχαιότητα.
Στη διπλανή αίθουσα υπάρχουν γλυπτά από τα αποκαΐδια του Πολυτεχνείου, που είναι αφιερωμένα στους ευεργέτες, που και αυτοί ξενιτεύονταν για το ψωμί τους. Είναι γνωστή η φράση που έλεγαν στα νέα παιδιά: «Και στην πόλη κουλουράς». Ο φούρνος και το ψωμί ήταν η κύρια απασχόληση των Ηπειρωτών. Επειδή είχαν πεινάσει πολύ, επειδή ήξεραν ότι δουλεύοντας στον φούρνο δεν θα πεινάσουν ή ότι θα κερδίσουν σίγουρα τη ζωή τους. Επειδή ήταν σταθερή δουλειά. Επειδή έφευγαν από άγονη και σκληρή περιοχή και λαχταρούσαν το ψωμί ή επειδή είχαν πει το ψωμί ψωμάκι. Για όλους αυτούς τους λόγους και μερικούς ακόμη.
Σήμερα ακόμη θα βρεις φουρναραίους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας, θα βρεις αρτεργάτες που θα σου διηγηθούν πόσο σκληρή ήταν η ζωή τους, που δούλευαν όλη νύχτα για να έχουν έτοιμο το ψωμί την αυγή. Θυμάμαι ακόμα τις φωνές των χωριανών μου που μέσα στη νύχτα, τα μεσάνυχτα, φώναζε ο ένας τον άλλο να ξεκινήσουν δυο-τρεις μαζί να φορτώσουν ξύλα και να τα πάνε στα Γιάννινα να τα πουλήσουν στους φουρναραίους, πέντε ώρες περπάτημα και επιστροφή, για να πάρουν πέντε δεκάρες για λίγο αλάτι, λίγο λάδι ή οτιδήποτε χρειαζούμενο για το σπίτι. Γι’ αυτό, το ψωμί προκαλούσε δέος, γιατί είχε πολλή τυραννία ώσπου να κερδηθεί».
Βγαίνοντας από το μουσείο αρχίζει μια άλλη εντυπωσιακή πορεία του δρόμου με τα γλυπτά, κάπου τρία χιλιόμετρα, ως τη φημισμένη Μονή Τσούκας, στο πιο θεαματικό σημείο της χαράδρας του ποταμού Αραχθου. Τα δημιουργούν και τα εγκαθιστούν εκεί, εκατέρωθεν του δρόμου, οι γλύπτες που κάθε χρόνο συμμετέχουν στα συμπόσια γλυπτικής που διοργανώνει το μουσείο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ