Στον πόλεμο ακόμη και το πρόβατο γίνεται λύκος. Η έννοια της «τιμής» επαναπροσδιορίζεται σε κλίμακα τρόμου. «Κανείς δε θα σου ειπεί τι έκανε κείθε πέρα, αλλά, Αντώνη, ξεμάθαμε να ‘μαστε ανθρώποι» λέει ένας από τους ήρωες του «Γκιακ». Αντρες του χωριού, χειρώνακτες, νέοι στην πλειονότητά τους, ενίοτε αρραβωνιασμένοι. Και προπαντός ανυποψίαστοι. Κανένας τους δεν φανταζόταν τι τον περίμενε στο μικρασιατικό μέτωπο. Κανένας δεν είχε υπολογίσει το μέγεθος της μεταμόρφωσης. «Φκιάσαμε πράματα που να μ’ τα πεις τώρα ότι τα ‘καμα εγώ θα σου πω είσαι ψεύτης» παραδέχεται ένας άλλος. Το αμούστακο αγόρι που έφυγε για να πολεμήσει τους Τούρκους και ο άνδρας που γύρισε με πετσοκομμένη συνείδηση δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Το παραδέχονται άμεσα ή έμμεσα σε όλες τις εξομολογήσεις τους, ιστορίες που τις υφαίνουν με λόγο τραχύ, αυστηρό, γεμάτο από τον πλούτο της αρβανίτικης διαλέκτου.
Το σίγουρο είναι πως τώρα πια δεν τους χωρά ο τόπος. Πώς να γυρίσει κανείς στην κανονικότητα μετά την κόλαση; Στα αρβανίτικα «γκιακ» σημαίνει αίμα αλλά και φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης και, τέλος, συγγένεια εξ αίματος ή φυλή. Οικογένειά τους όμως πλέον δεν είναι οι γονείς και τ’ αδέλφια τους αλλά οι συμπολεμιστές τους. Ολοι οι υπόλοιποι είναι απλώς άσχετοι.
Η κοινωνία τούς αντιμετωπίζει με φόβο, με δέος, με αποστροφή. Τριγυρνάνε σαν νεκροζώντανοι ανάμεσα στους συγχωριανούς τους. Ετσι, παγωμένοι, δεν βρίσκουν πουθενά λύτρωση και μόνο μέσα από την εξιστόρηση επιχειρούν μια προσωρινή ανακούφιση, μια συμφιλίωση με τους δαίμονές τους.
Εξι από τα εννέα διηγήματα του Παπαμάρκου ζωντανεύουν επί σκηνής στην ομότιτλη παράσταση του Skrow. Δύο από αυτές, οι πιο ανάλαφρες, μπλέκονται αποσπασματικά στην αφήγηση μιας τρίτης που εστιάζει στον έρωτα μεταξύ δύο συμπολεμιστών. Ο ηθοποιός Στέλιος Ιακωβίδης φέρνει τη λεγόμενη κωμική ανακούφιση με τη σπιρτάδα του, επιλέγει όμως να ερμηνεύσει με πανομοιότυπο τρόπο τα δύο επεισόδια, τα «Μπουκουμπάρδια» και το «Ταραραρούρα», χάνοντας έτσι το πλεονέκτημα της έκπληξης.
Ο Σωτήρης Τσακομίδης αναβλύζει αθώο αισθησιασμό όταν περιγράφει την άνθηση της λαχτάρας του ήρωα για τον Θύμιο, ενώ στο τέλος εκπέμπει πικρά τη μελαγχολία του παραμερισμένου εραστή. Δυστυχώς, ο ηθοποιός μας μιλάει «πλάτη» για πολλή ώρα αποδυναμώνοντας την πρόσληψη του λόγου του και την επαφή με το κοινό.
Ως χήρα που τα βάζει με τον Χάρο η Εύη Σαουλίδου υπερασπίζεται γενναία την «Παραλογή» της, ακόμη κι αν δεν αιφνιδιάζει το θυμικό ή τη φαντασία μας. Αυτό νομίζω είναι και το σχόλιο που θα ταίριαζε στο σύνολο της παράστασης. Ο λάκκος με τα κόκαλα, το βασικό σκηνογραφικό στοιχείο, δεν αποδεικνύεται αρκετά δυνατός από μόνος του, ενώ η ενδυματολογική «ανεμελιά» (ντυθήκαμε σαν «κανονικοί» άνθρωποι με αδιάφορο πλαίσιο αναφορών) λειτουργεί και αυτή ανασταλτικά απέναντι στην επιθυμία μας να εισέλθουμε στον κόσμο του «Γκιακ».
Είναι πράγματι εξαιρετικός στη λιτότητά του ο Γρηγόρης Ποιμενίδης που αναλαμβάνει τον πιο ακραίο ήρωα, τον εθισμένο στο αίμα Νόκερ. Δεν μας χορταίνουν όμως οι μεμονωμένες ερμηνείες, όσο καλές κι αν αξιολογούνται. Χρειάζεται μια γενικότερη συνθήκη, η οποία θα ενώσει τα πρόσωπα στο λυκόφως της ύπαρξης και θα μας εξασφαλίσει ένα υπόβαθρο να στηρίξουμε το βλέμμα μας (μόνο η τελευταία, βωβή, σκηνή, τα σκυλιά που τραβάνε με το στόμα τους τα ρούχα ενός ξαπλωμένου σώματος, προσέφερε ερέθισμα στη σκέψη). «Οι ήρωες του Γκιακ βρίσκονται στο μετά από εμάς» δήλωσε ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του. Δεν το αισθανόμαστε αυτό. Μερικά ψυχικά θραύσματα, μια στοίβα οστών και ηθοποιοί που μπαινοβγαίνουν στον λάκκο δεν επαρκούν για να συνθέσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση, ένα σύμπαν σκληρότητας και ενοχών που περιδινίζονται στην ερειπωμένη συνείδηση των βετεράνων. Ως γνωστόν, εκτός από την επεξεργασία του λόγου, είναι απαραίτητη και η επεξεργασία των κινήσεων, των ήχων, των εικόνων κ.ο.κ. για την αρτιότητα μιας παράστασης –έτσι ώστε ακόμη και ο θεατής που έχει διαβάσει τα γοητευτικά διηγήματα να μπορέσει να φύγει κερδισμένος από τη θεατρική αντιπαράθεση. Ως έχει, αποχωρεί μάλλον μετέωρος και διψασμένος…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ