Οι άγγλοι συνάδελφοι το γνωρίζουν καλά. Στα 79 της χρόνια και με ύψος 1,80 μ., η πρέσβειρα καλής θέλησης της Unicef Βανέσα Ρεντγκρέιβ παραμένει ο εφιάλτης του δημοσιογράφου. Δίνει σπάνια συνεντεύξεις, είναι εξαιρετικά επιφυλακτική, σχεδόν καχύποπτη, με τα media, και ακόμη και το ζώδιό της να τη ρωτήσεις, θα αδράξει την ευκαιρία να σου μιλήσει για την τραγωδία κάποιου σπαρασσόμενου λαού κάπου στον πλανήτη.
Συνομιλώντας για λίγο μαζί της την ημέρα των Φώτων (συναντηθήκαμε λίγο μετά την παράσταση «Σμύρνη μου αγαπημένη» στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος» του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, όπου παρευρέθη ως επίσημη προσκεκλημένη της φίλης της εδώ και μία δεκαπενταετία Μιμής Ντενίση), το διαπιστώνεις σχεδόν αμέσως. Γιατί θα σε κοιτάξει στα μάτια με μια σπλαχνική σκληρότητα –η τραχιά ομορφιά της έχει κάπως απαλυνθεί με το πέρασμα του χρόνου –και θα σε διαβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται να απαντήσει στις ερωτήσεις που δεν της αρέσουν (ήτοι οτιδήποτε δεν αφορά τον ακτιβισμό της).
Στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Ελλάδα, η κορυφαία βρετανίδα ηθοποιός επισκέφθηκε, συνοδευόμενη από τον αναπληρωτή υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννη Μουζάλα, τους σύρους πρόσφυγες στο Ελληνικό και τον Ελαιώνα. Ταυτόχρονα, συμμετείχε στις ετοιμασίες για το διεθνές πρότζεκτ μεταφοράς της παράστασης «Σμύρνη μου αγαπημένη» στην οθόνη (για την οποία έχουν ήδη επιδείξει ενδιαφέρον έλληνες και βρετανοί παραγωγοί). Η αρχική ιδέα αφορούσε μια μίνι τηλεοπτική σειρά, πλέον όμως συζητείται περισσότερο η δημιουργία μιας ταινίας μεγάλου μήκους (από την οποία τελικώς θα αποσπαστούν και επεισόδια για ένα mini series) με τη συμμετοχή της Βανέσα Ρεντγκρέιβ, της Ολυμπίας Δουκάκη και άλλων γνωστών (μη ανακοινώσιμων ακόμη) ξένων ηθοποιών. Το σενάριο γράφουν ήδη η Μιμή Ντενίση με τον αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Μάρτιν Σέρμαν, ενώ τη φωτογραφία και τη σκηνοθεσία θα αναλάβει ο Γιώργος Αρβανίτης. Tα γυρίσματα θα ξεκινήσουν στη Μυτιλήνη, κατά τις πλέον αισιόδοξες εκτιμήσεις, το ερχόμενο φθινόπωρο.
«Ευχαριστώ εσάς και την εφημερίδα σας που μου δίνετε την ευκαιρία να ευχαριστήσω δημόσια τον ελληνικό λαό για τη βοήθεια και την προστασία που παρέχει στους πρόσφυγες οι οποίοι σπεύδουν να δραπετεύσουν από τη φρίκη του πολέμου» θα πει η Βανέσα Ρεντγκρέιβ στο τέλος της σύντομης κουβέντας με το BΗΜΑgazino. Από όλους τους ρόλους της, η «μεγαλύτερη ηθοποιός του αγγλόφωνου θεάτρου» (κατά τον Τενεσί Γουίλιαμς) και η πολυβραβευμένη κινηματογραφική και τηλεοπτική σταρ προτιμά αυτόν της άοκνης αγωνίστριας για τα δικαιώματα των εύθραυστων αυτού του πλανήτη.
Ποια ήταν τα συναισθήματα και οι σκέψεις σας όταν ήρθατε για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με το δράμα των σύρων προσφύγων; «Αυτό που σκεφτόμασταν εγώ, η Μιμή (σ.σ.: Ντενίση) και ο κοινός μας φίλος, ο θεατρικός συγγραφέας Μάρτιν Σέρμαν, όταν επισκεφθήκαμε προ ημερών το Κέντρο Φιλοξενίας Προσφύγων στο Ελληνικό και τον Ελαιώνα ήταν το ματωμένο ταξίδι που κλήθηκαν να κάνουν αυτές οι οικογένειες, οι οποίες, στην απελπισία τους να δώσουν στα παιδιά τους την ευκαιρία να επιβιώσουν, διέσχισαν ταραγμένες θάλασσες και επικίνδυνους τόπους. Τι κουράγιο πρέπει να επέδειξαν αυτές οι μανάδες! Εκείνο που υπερίσχυσε μέσα μου ήταν η βαθιά οδύνη για όλα αυτά τα κατεστραμμένα σπιτικά, για όλες αυτές τις βίαια θρυμματισμένες ζωές. Τι σπαραγμός ψυχής να αφήνεις πίσω σου την πατρίδα σου, την πόλη, το χωριό σου, τα λιβάδια, τις ασχολίες, τους γείτονές σου».
Τάσσεστε υπέρ της απονομής του Νομπέλ Ειρήνης στους κατοίκους της Λέσβου και των λοιπών ελληνικών νησιών που δραστηριοποιούνται με αυταπάρνηση για τη διάσωση και την περίθαλψη των προσφύγων; «Με κυρίευσε ένα τεράστιο κύμα θαυμασμού για την ανθρωπιά που επιδεικνύουν οι έλληνες νησιώτες. Θέλησα να τον εκφράσω και να πράξω ό,τι είναι δυνατό για να εξηγήσω στους Ευρωπαίους όλο αυτό που συμβαίνει εδώ. Θέτω διαρκώς στον εαυτό μου το ερώτημα: «Πώς μπορώ εγώ και οι φίλοι μου να εξασφαλίσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την υποστήριξη των ευρωπαϊκών αρχών για τον ελληνικό λαό και για τους πρόσφυγες που φτάνουν ζωντανοί στις ελληνικές ακτές;»».
Είστε μια εξ απαλών ονύχων ακτιβίστρια. Σήμερα, στα 79 σας χρόνια, έχουν αλλάξει οι σκοποί και τα οράματα για τα οποία αγωνίζεστε; Είστε διαφορετική από εκείνη τη γυναίκα που εν έτει 1978 παρέλαβε το Οσκαρ β γυναικείου ρόλου, για την ταινία «Τζούλια», βγάζοντας έναν λόγο που σόκαρε το Χόλιγουντ (σ.σ.: στον οποίο είχε εκφράσει εμμέσως την υποστήριξή της στον Γιάσερ Αραφάτ); «Θεωρώ ότι είμαι περισσότερο μια υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρά μια ακτιβίστρια. Οταν ήμουν τεσσεράμισι ετών, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έπαιξα έναν μικρό μονόλογο για να μαζέψω χρήματα για τον Βρετανικό Εμπορικό Στόλο. Στα 19 μου εγκατέλειψα τη δραματική σχολή για να πάω εθελόντρια σε ένα κέντρο υποδοχής ούγγρων προσφύγων στο Λονδίνο που είχαν ανοίξει ούγγροι εμιγκρέδες (σ.σ.: όταν περί τους 200.000 ούγγρους πρόσφυγες διέφυγαν στη Δύση μετά τη σοβιετική εισβολή του 1956). Οργανώσαμε μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης για τη συγκέντρωση χειμερινού ρουχισμού και για τη χορήγηση βίζας σε περισσότερους πρόσφυγες, καθότι εν έτει 1956 η βρετανική κυβέρνηση είχε επιτρέψει την είσοδο μόνο σε 2.000 από αυτούς. Οι Βρετανοί ήταν σοκαρισμένοι από τις σοβιετικές ωμότητες, αλλά και από τη χλιαρή ανταπόκριση της κυβέρνησής τους στις ανάγκες των προσφύγων. Τελικά η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε να ζητήσει να χορηγηθούν 10.000 βίζες».
Τι απαντάτε σε εκείνους που αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ως εν δυνάμει τζιχαντιστές; «Κάποια media, αλλά και πολιτικοί και ορισμένα κέντρα πολιτικής εξουσίας διαπράττουν ένα πολύ μεγάλο σφάλμα αποκαλώντας «τζιχαντιστές» τις δυνάμεις του Daesh (ISIS). Οι άνδρες του Daesh είναι όπως οι σέρβοι φασίστες παραστρατιωτικοί που σφαγίαζαν, βασάνιζαν και βίαζαν τους Αλβανούς Κοσοβάρους το 1998 και 1999. Εγραφαν συνθήματα στα σπίτια που είχαν ισοπεδώσει. Ενα από αυτά, που το είδα εγώ με τα μάτια μου στο Κόσοβο στις αρχές του 1999, έγραφε: «Η Σερβία ως πέρα στο Τόκιο». Πολλοί από αυτούς τους παραστρατιωτικούς ήταν ξένοι μισθοφόροι, δηλαδή πληρώνονταν για να σφαγιάζουν και να ακρωτηριάζουν. Το σύνθημα «Η Σερβία ως πέρα στο Τόκιο» είναι παρόμοιο με το ιδεολόγημα του χαλιφάτου στο σημερινό ιστορικό περιβάλλον. Αυτή είναι, βέβαια, η προσωπική μου άποψη. Σε κάθε περίπτωση, το να εξισώνεις το «τζιχάντ» με τον φασισμό είναι τελείως αδικαιολόγητο και απείρως παραπλανητικό».
Ποια είναι η γνώμη σας για τον νέο νόμο που θα τεθεί σε ισχύ στη Βρετανία εντός του 2016 και αφορά αυστηρότερους κανόνες μετανάστευσης για τους εργαζομένους; «Δεν έχουμε χρόνο τώρα να καλύψουμε επαρκώς τους νέους μεταναστευτικούς νόμους στη Βρετανία. Οι μεγαλύτερες μη κυβερνητικές οργανώσεις μας (ΜΚΟ), όπως οι Liberty, British Refugee Council και Save the Children, φροντίζουν να δημοσιοποιούν τις τεράστιες αδικίες αυτών των νέων νόμων».
Τείνουμε να επικρίνουμε διαρκώς τις ανεπάρκειες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων (άλλωστε η «απουσία ηγεσίας» φέρεται ως μία από τις μεγάλες πληγές του 2016). Τι γίνεται, όμως, με τους ευρωπαίους πολίτες, με τον καθέναν από εμάς, πώς θα ευαισθητοποιηθούμε να αγωνιστούμε για τους πιο εύθραυστους από εμάς; «Θα σας απαντήσω με μια ιστορία. Το 1993 έμεινα πολλές ημέρες στη Σλοβενία και την Κροατία, την πΓΔΜ, τη Σερβία και τη Βοσνία. Επισκέφθηκα κέντρα προσφύγων κάθε λογής και έμαθα από κοντά τους τρόπους με τους οποίους η Unicef στήριζε τις προσπάθειες να σωθούν τα παιδιά. Μίλησα τότε με μια κροάτισσα παιδοψυχολόγο. Με ρώτησε αν ήθελα να μάθω ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε αποφασίσει να εργαστεί για τα παιδιά των προσφύγων, ιδιαίτερα εκείνα που προέρχονταν από τη Βοσνία και την Κροατία. Η δόκτωρ Ανίκα ήταν Εβραία. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε διασωθεί από έναν κροάτη αγρότη και τη γυναίκα του, οι οποίοι, την ώρα που η φασιστική αστυνομία της Κροατίας εισέβαλλε στα σπίτια αναζητώντας κρυμμένους Εβραίους, ισχυρίστηκαν ότι η πεντάχρονη Ανίκα ήταν ένα από τα δικά τους παιδιά. Η δόκτωρ Ανίκα πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της ενήλικης ζωής της παρέχοντας συμβουλευτική στα παιδιά των προσφύγων, ευχόμενη να μπορέσει κάποτε να ανταποδώσει αυτό που αποκαλούσε «εκείνη την ευγένεια ψυχής». Ηταν βέβαιη ότι αν τα παιδιά, ακόμη και σε αυτές τις φρικτές συνθήκες, βιώσουν, έστω για ένα μικρό μόνο διάστημα, αληθινή ανθρώπινη καλοσύνη, θα κατορθώσουν τελικά να οχυρωθούν απέναντι στα δεινά ενός αδίστακτου πολέμου: στα ψυχικά τραύματα και την αδυσώπητη φτώχεια».
Η τέχνη είναι τελικά μια πολιτική πράξη; «Η μεγάλη βρετανίδα ηθοποιός Πέγκι Ασκροφτ παρήγγειλε σε έναν αμερικανό θεατρικό συγγραφέα, τον Ρόμπερτ Αρντρεϊ, ένα έργο για την Ουγγρική Επανάσταση. Επαιξε η ίδια σε αυτό, λίγους μόνο μήνες μετά την καταστολή της ουγγρικής «αντεπανάστασης» από τους Σοβιετικούς, και η παράσταση στο Λονδίνο ήταν καταπληκτική. Εσείς τι θα λέγατε, ήταν μια καλλιτεχνική ή μια πολιτική απόπειρα; Η απάντηση που εγώ δίνω είναι ότι επρόκειτο για ένα έξοχο καλλιτεχνικό γεγονός, αλλά και για ένα εξαιρετικά χρήσιμο πολιτικό εγχείρημα. Παρ’ όλα αυτά, προτιμώ να χρησιμοποιήσω το πιο κατάλληλο επίθετο «κοινωνικό»».
Εχετε συμμετάσχει και σε αρκετές παραστάσεις ελληνικής τραγωδίας που, θα συμφωνείτε φαντάζομαι, συνιστούν μια ανεξάντλητη πλατφόρμα για σύγχρονους πολιτικούς παραλληλισμούς… «Συμφωνώ απόλυτα. Το 2005 έπαιξα στην «Εκάβη» του Ευριπίδη. Κατά τις πρόβες, στο John F. Kennedy Center for the Performing Arts στην Ουάσιγκτον, ο σκηνοθέτης και μεταφραστής μας, ο ποιητής Τόνι Χάρισον (ο οποίος παρεμπιπτόντως είχε μάθει από μικρός να διαβάζει ελληνικά) τοποθέτησε για τις ανάγκες του σκηνικού αμερικανικές στρατιωτικές σκηνές σε ημικυκλική διάταξη. Η διείσδυσή μας στο έργο –στο οποίο ο Ευριπίδης καταδεικνύει ότι οι ωμότητες και η στρατιωτική κατοχή των Ελλήνων επισύρουν αντίποινα από τους Τρώες και από την ίδια την Εκάβη –απέκτησε μεγαλύτερο βάθος χάρη στον παραλληλισμό με την τότε αμερικανική κατοχή στο Ιράκ. Θα πρέπει, λέτε, σε αυτή την περίπτωση να θεωρήσουμε την παρέμβαση του Χάρισον μια πολιτική απόφαση ή μια αισθητική επιλογή; Αν θέλετε τη γνώμη μου, πάντως, ο Ευριπίδης εξορίστηκε γι’ αυτό ακριβώς το έργο.
Θυμάμαι το κοινό στο Κέντρο Κένεντι φώναζε στο τέλος της παράστασης: «Σας ευχαριστούμε!». Χωρίς αμφιβολία αυτή ήταν η ανθρώπινη αντίδραση στο έργο. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι θεατές κλαίνε και φωνάζουν «ευχαριστώ» στο τέλος της παράστασης «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση. Με συγκίνησε και με εντυπωσίασε το έργο της, ο θίασός της, η σκηνοθεσία και η εξαιρετική ερμηνεία της· για αρκετή ώρα μετά δεν ήθελα να μιλάω, αλλά να κλαίω. Ο κόσμος γύρω μου με ρωτούσε και με ξαναρωτούσε «Πώς σας φάνηκε;» και εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πάω με τη Μιμή στο καμαρίνι και να την αγκαλιάσω σφιχτά. Με το έργο της αυτό για τους έλληνες πρόσφυγες του 1922, κατανόησα μια καινούργια διάσταση στην αποφασιστικότητα των Ελλήνων να ανασύρουν πρόσφυγες μέσα από τα κύματα, μέρα με την ημέρα, καταστροφή με την καταστροφή».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ