Νομίζω ότι είχα το αποκλειστικό προνόμιο να δεχτώ «αίτημα φιλίας» από το «πιο επιδραστικό πρόσωπο στο ελληνικό Facebook» (θυμίζω ότι ένα άρθρο της για τη νέα κυβέρνηση συγκέντρωσε 25.000 likes και 4.900 shares, «χτυπώντας» ακόμη και το επικό ποστάρισμα του Αλέξη Τσίπρα πριν από τη μεγάλη μάχη της διαπραγμάτευσης με τα 17.000 likes και τα 2.500 shares). Ναι, η Ελενα Ακρίτα ζήτησε να γίνω «φίλη» της (διότι όταν το αποπειράθηκα εγώ, οι 114.732 «φίλοι» που ήδη είχε καθιστούσαν τη σελίδα της υπερκορεσμένη και το δικό μου αίτημα εξοβελιζόταν στα Τάρταρα του κυβερνοχώρου). Η «καλωδιωμένη» 60χρονη συνάδελφος των «Νέων» που γράφει αδιαλείπτως από 18 χρόνων (ευθυμογραφήματα, άρθρα, σενάρια κ.ο.κ.), η flashy διανοούμενη με την πύρινη γλώσσα και τη γόβα-στιλέτο, η αριστερή μεγαλοαστή με το καλοακονισμένο χιούμορ και τα καταγγελτικά ποστ επιστρέφει σήμερα με μία ακόμη έκπληξη: το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημά της με τίτλο «Φόνος 5 αστέρων» (εκδόσεις Διόπτρα) και φόντο την Ελλάδα της κρίσης. Ενα κλασικό whodunnit (ήδη No 1 στα ευπώλητα του Public), μέσα από την ιδιοσυγκρασιακή γραφή της, την οποία, βέβαια, επιμένει ότι προσπάθησε εδώ να «τιθασεύσει». Η κουβέντα μας θα λάβει χώρα στο πατρικό της σπίτι στη Φιλοθέη, στην ίδια προνομιούχα κηπούπολη που λαμβάνει χώρα και το πρώτο της… έγκλημα.
Aναδειχθήκατε πρόσφατα στο πιο «επιδραστικό πρόσωπο του ελληνικού Facebook», ξεπερνώντας ακόμη και τον Αλέξη Τσίπρα. Εχετε, θα έλεγε κανείς, έναν μοναδικό τρόπο να ξανασυστήνεστε στον εαυτό σας και στην εκάστοτε εποχή. «Το πώς αυτοσυστήνεσαι, το πώς αυτοεφευρίσκεσαι, έχει να κάνει με το πόσο καλά αντανακλαστικά έχεις και το πόσο πολύ ακούς. Εγώ, από τη μία, δύσκολα μπορώ να κάνω παρέα με γυναίκες της ηλικίας μου. Από την άλλη, μου αρέσει να κάνω παρέα με νεότερους ανθρώπους, χωρίς να νεάζω καθόλου στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά, χωρίς να κάνω πράγματα που θα έκαναν τον γιο μου να ντρέπεται για εμένα. Οταν νεάζεις, εκτίθεσαι. Είναι η άποψη: «Εχω ωραία πόδια, άρα πρέπει να βάλω κοντή φούστα». «Οχι, αγάπη μου, δεν θα βάλεις κοντή φούστα στην ηλικία μας». Απεχθάνομαι εξίσου, βέβαια, το σύνδρομο της ηλικίας, το να βλέπεις τα χρόνια που περνάνε σαν μολυσματική νόσο. Γελάω όταν με «χτυπάνε» για την ηλικία μου. «Να ‘ξερες, αγνή χωριατοπούλα μου (το απευθύνω και σε άνδρες) πόσο δεν με αγγίζει αυτό που λες». Μπορείς να μου πεις «Εγραψες ένα αίσχος κείμενο», «Εγραψες ένα αίσχος βιβλίο», αλλά η ηλικία δεν μπορεί να με σηματοδοτήσει. Ξανασυστήνεσαι, λοιπόν, όταν ακούς, όταν αγαπάς το Διαδίκτυο –γιατί εγώ το αγαπώ το Διαδίκτυο, δεν είναι ένα εργαλείο, έτσι απλά -, όταν ακούς το παιδί σου και τους φίλους του…».
Αλήθεια, πώς μια 60χρονη «μετανάστρια» του ψηφιακού κόσμου (εν αντιθέσει με τους νεαρούς «ιθαγενείς») κατάφερε να παίζει την καινούργια τεχνολογία στα δάχτυλα; «Εγώ, είναι η αλήθεια, είμαι ιθαγενής της ηλεκτρικής γραφομηχανής, αυτής που διόρθωνε μόνη της. Ξεκίνησα, όμως, από τα πρώτα βήματα της νέας τεχνολογίας –γι’ αυτό είμαι τώρα τόσο εξοικειωμένη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –«παίζοντας» στα πρώτα φόρουμ. Μιλάμε τώρα για 15 χρόνια πριν. Ημουν κυρίως σε αριστερά φόρουμ, συνήθως με ένα ψευδώνυμο (π.χ. Μαρίνα). Εκεί, βέβαια, γνώρισα ανθρώπους. Από ένα σημείο, όμως, ένιωθα έναν διχασμό (από τη μία, ήμουν η Ελενα Ακρίτα και, από την άλλη, έγραφα σαν Μαρίνα), οπότε κάποιους με τους οποίους ένιωθα πιο κοντά τούς γνώριζα. Η ανωνυμία με απελευθέρωνε στην αρχή, αλλά ένιωθα ότι ήταν και λίγο υποκρισία».
Η ανωνυμία δεν είναι αναπόσπαστο κομμάτι του Διαδικτύου; «Ναι, γι’ αυτό και είμαι πολύ ανεκτική απέναντί της. Οπως είμαι ανεκτική και στην «τρολιά». Μπορεί να απαντήσω με αντίστοιχη «τρολιά». Αν, δηλαδή, κάποιος μου πει κάτι επιθετικό, μπορεί να του πω «Πώς μιλάτε έτσι σε μια νομπελίστρια, δεν σας επιτρέπω!». Και μου έχει τύχει να πει ο άλλος «Α, έχετε πάρει το Νομπέλ;» και να του απαντήσω «Ενα μόνο; Είμαι κατά συρροήν νομπελίστρια». Προτιμάω αυτό το Διαδίκτυο με όλα τα κακά του –γιατί υπάρχουν και πάρα πολλά κακά, έτσι; –παρά ένα αποστειρωμένο Διαδίκτυο. Εν πάση περιπτώσει, ένας κόσμος απέκτησε φωνή με όλο αυτό. Το πώς τη διαχειρίζεται ο καθένας –άλλος καλά, άλλος μέτρια, άλλος κακά, άλλος «Αντε, μωρή, πήγαινε να πλύνεις πιάτα» –είναι άλλο θέμα… Μ’ εμένα ειλικρινά δεν ξέρω πώς έγινε. Είναι όπως στο θέατρο: μια παράσταση γίνεται τεράστια επιτυχία, χωρίς να ξέρεις ακριβώς πώς… Ξεκίνησα από μια γνήσια ανάγκη για να επικοινωνώ. Δεν είχα ποτέ μία σελίδα που ανακοίνωνε ψυχρά «Μη χάσετε το καινούργιο μου μυθιστόρημα ‘Φόνος 5 αστέρων'». Λειτουργώ, δηλαδή, περισσότερο ως χρήστης, ως Ελενα. Αυτό αρέσει και ίσως έχει μια απήχηση».
Και το ότι ταυτόχρονα δεν αφήσατε να σας «καταπιεί» ο μικρόκοσμος του Διαδικτύου. Δείχνετε να έχετε πάντα επαφή με τον παλμό τού έξω. «Αυτή είναι μια παιδική ασθένεια την οποία την περνάς όταν ξεκινάς. Οταν πρωτοξεκίνησα με τα φόρουμ, πέρασα ένα διάστημα έξι μηνών που μπήκα σε έναν τέτοιο μικρόκοσμο. Δηλαδή, πραγματικά ήμουν εκεί μέσα με τις ώρες και έπαιρνε τις διαστάσεις μιας κοινότητας η οποία έπαυε να είναι διαδικτυακή και γινόταν μια κοινότητα ζωής. Αρχισα να επηρεάζομαι, να εκνευρίζομαι… Το ξεπέρασα, όμως, πολύ γρήγορα, γιατί το κατάλαβα. Είχα, όμως, και την ηλικία αυτή, έτσι; Το πέρασα, λοιπόν, γρήγορα, οπότε μετά πήρα τις αποστάσεις μου. Επίσης, βοήθησε το ότι είχα μια ζωή που «έτρεχε» –και ζωή σημαίνει οικογένεια, παιδί, φίλους -, για εμένα οι φίλοι είναι πιο σημαντικοί από τους έρωτες. Παράλληλα, βέβαια, για να τα λέμε και αυτά, και μια Ελλάδα κρίσης. Εάν δεν μας κάνει αυτό να ξανασυστηθούμε με τη ζωή μας, δεν θα μας κάνει ποτέ τίποτα. Δεν είναι μόνο ότι άλλαξε την καθημερινότητά μας, είναι ότι ανατρέπει όσα θεωρούσαμε δεδομένα. Εγώ, π.χ., θεωρούσα δεδομένο ότι σε αυτό εδώ το σπίτι που γεννήθηκα, που έλεγε ο Παλαμάς, εδώ και θα πεθάνω».
Σε μια εποχή απαξίωσης δημοσιογράφων, καλλιτεχνών και διανοουμένων, είστε, θα λέγατε, μια «χρυσή τομή»; Μια θεατράλε δημοσιογράφος που παρεμβαίνει με δηλητηριώδη χρονογραφήματα και καταγγελτικά ποστ; «Θυμώνω πάρα πολύ με τους δημοσιογράφους, με τους συγγραφείς, με τους καλλιτέχνες, με όποιον έχει δημόσιο λόγο και τρέμει να μη χάσει την πελατεία του. Είτε η πελατεία του είναι ο θεατής, είτε ο αναγνώστης, είτε o follower. Δηλαδή, στο δημοφήψισμα του Ιουλίου, εγώ πρώτη και καλύτερη –μου λέει και η μάνα μου «Δεν κρατάς και λίγο το στόμα σου, παιδάκι μου» – είπα «Οχι» (είναι άλλη συζήτηση γιατί το είπα). Θέλω να πω ότι εγώ βγαίνω μπροστά και τοποθετούμαι. Πίστεψα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κάνει κάτι. Τώρα που αρχίζω να παγώνω, να εισπράττω και εγώ την απογοήτευσή μου ως ψηφοφόρος, πάλι το εκφράζω… Και μου λένε «Μα, βρε Ελενα, δεν έχεις μάθει ακόμη στη ζωή σου;». Οχι, και δεν θα μάθω. Εγώ θέλω να πεθάνω ελπίζοντας. Εάν, λοιπόν, σε αυτή την ηλικία έκανα τη μαλακία να πιστέψω πάλι, δεν μετανιώνω. Από την άλλη, δεν έχω παρωπίδες. Δεν βγαίνω να πω «Αλλο είναι να μου βάλει ΕΝΦΙΑ η Αριστερά και άλλο να μου βάλει ΕΝΦΙΑ η Δεξιά». Μπορεί να έχω χιλιάδες ελαττώματα, αλλά για ένα πράγμα που είμαι περήφανη είναι ότι ποτέ μου δεν μασάω τα λόγια μου. Είμαι σίγουρη τώρα που βγάζω βιβλίο, κάποιοι θα πούνε «Εμείς δεν θα την αγοράσουμε αυτή γιατί είναι πολύ αριστερή, είναι πολύ συριζαία ή γιατί είναι πολύ μεγαλοαστή, Φιλοθεάτισσα και το «έπαιζε» συριζαία. Εχω, βλέπετε, πάρα πολλές αποσκευές».
Σας έχουν «χτυπήσει» επανειλημμένως για αυτή την αστική σας καταγωγή… «Πάρα πολύ. Θεωρούν υποκρισία το να είσαι αστός και να ψηφίζεις Αριστερά. Και δεν καταλαβαίνουν ότι η Αριστερά, όπως τη βλέπω εγώ, όχι η Αριστερά όπως γίνεται εδώ, δεν είναι θέμα ταξικού εχθρού ντε και καλά, είναι μια ευρύτερη αντίληψη πραγμάτων.
Είναι μια Αριστερά που αγκαλιάζει, π.χ., το αυτιστικό παιδί, δεν το περιθωριοποιεί. Που δεν αντιμετωπίζει τον γκέι σαν παρία. Που για οποιονδήποτε έχει την όποια διαφορετικότητα –που και αυτό είναι σχετικό σαν όρος –έχει μια αγκαλιά. Για εμένα αυτό είναι η Αριστερά. Δεν είναι «Εργάτες, αγρότες και φοιτητές!». Αυτό βγήκα και το φώναξα στα 18 μου. Με αυτή την έννοια, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιος δεν μπορεί να είναι αστός και αριστερός. Και στο κάτω κάτω, οι αριστεροί πρέπει να είναι χορτασμένοι, το ‘λεγε και ο Λένιν: «Mη φοβάσαι τον πλούσιο, τον γιο της πλύστρας να φοβάσαι». Γιατί ο πεινασμένος θα κοιτάξει να φάει μόλις κάτσει στην εξουσία. Οχι πάντα, αλλά πολλές φορές. Κάθε φορά που μου προτείνουν να ασχοληθώ με την πολιτική λέω όχι. Καλύτερα να είσαι ψαράς, παρά να είσαι ψάρι, όπως είχε πει κάποτε ο αρχισυντάκτης της «Monde»».
Ο πατέρας σας, Λουκής Ακρίτας, επιφανής δημοσιογράφος, λογοτέχνης, πολιτικός. Η μητέρα σας, Σύλβα Ακρίτα, η πρώτη γυναίκα βουλευτής του ΠαΣοΚ. Πολιτικά, τι σας έχουν κληροδοτήσει οι γονείς σας; «Ηταν και οι δύο πολύ προοδευτικοί άνθρωποι, με την ευρύτερη, όμως, έννοια που σας είπα: σε θέματα κοινωνικά, σε θέματα ισότητας. Σκεφθείτε ότι μεγάλωσα σε εποχές που τα παιδιά πήγαιναν υποχρεωτικά στην εκκλησία. Εμένα οι γονείς μου ποτέ δεν μου είπαν «Πήγαινε στην εκκλησία», «Φίλα το χέρι» ή «Τα παιδιά δεν μιλάνε στο τραπέζι». Μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου μπαινόβγαιναν από τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Γεώργιο Θεοτοκά μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Μόραλη και τον Οδυσσέα Ελύτη… Οταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν στο σπίτι σου, σε αυτό το σπίτι που είμαστε τώρα εμείς οι δύο και μιλάμε, το να μην κάνεις και εσύ κάτι στη ζωή σου… Αν θέλετε τη γνώμη μου, και σας τη λέω κοιτώντας σας στα μάτια, πολύ λίγα έχω κάνει αναλόγως. Θα έπρεπε να είχα βγει πολύ πιο σπουδαία προσωπικότητα από ό,τι βγήκα».
Η προσωπικότητα, πάντως, αυτή γεννά πάθη… «Νομίζω ότι εκτός από αυτούς που με συμπαθούν ή με αντιπαθούν (έχω δεχθεί και απειλές κατά της ζωής μου) υπάρχει και μια άλλη κατηγορία: αυτοί που με γνωρίζουν και με συμπαθούν. Είναι μια κοπελιά εκεί που κάνω κάθε χρόνο κάτι ιατρικές εξετάσεις ρουτίνας. Κάθε φορά μού λέει τα ίδια: «Aχ, κυρία Ακρίτα, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σας αντιπαθούσα πριν σας γνωρίσω!». Το ξέρω όλο αυτό… Αλλά δεν μπορώ να είμαι ουδέτερη. Δεν μπορώ να είμαι ένα κλασικό ταγέρ Chanel που «πάει» με όλα, που φοριέται σε όλες τις περιστάσεις και που πάντα όταν το φοράς είσαι σίγουρος και ασφαλής. Ταγέρ Chanel δεν ήμουν ποτέ. Total black, μάλιστα, να το συζητήσουμε».
Αυτό το total black παραπέμπει αναπόφευκτα στον «Αδύναμο κρίκο», έναν ρόλο σας που φημολογείται ότι έχετε απαρνηθεί… «Μη σας πω ότι μου πρότειναν να τον ξανακάνω! Ηταν δύσκολο σαν διαδικασία, γιατί από ό,τι έχω κάνει στη δημοσιογραφία, ναι, αυτό ήταν ρόλος. Δεν μπορούσα αυτό, το να είμαι εκεί από θέση ισχύος και να είναι ο άλλος πιο αδύναμος (γιατί είναι αυτός που πρέπει να υποστεί την ερώτηση, που δεν έχει εξοικείωση με τις κάμερες κ.ο.κ.). Τον πρώτο καιρό γύρναγα άρρωστη. Ενιωθα σαν να μιλούσα σε κάποιον που δεν μπορούσε να μου απαντήσει. Η γιαγιά μου, η μάνα της μητέρας μου, με έχει χτυπήσει μία φορά στη ζωή της: ήταν ένα χαστούκι σαν χάδι, αλλά το θυμάμαι ακόμη στο μάγουλό μου. Ηταν τη δεκαετία του ’50, ήμουν πέντε ετών και μίλησα απότομα σε μια κοπέλα που είχαμε οικιακή βοηθό. Μου έδωσε το χαστούκι –που ακόμη, σας λέω, μου καίει το μάγουλο –και μου είπε: «Να θυμάσαι στη ζωή σου ότι απότομα μιλάμε σε αυτούς που θεωρούμε ανώτερους μέχρι ίσους. Από εκεί και κάτω ποτέ». Αυτή την αίσθηση είχα με τον «Αδύναμο κρίκο».
Γι’ αυτό αρνηθήκατε να τον παρουσιάσετε ξανά; «Οταν μου πρότειναν πρόσφατα να το ξανακάνω, είπα «Τώρα, παιδιά, δεν γίνεται». Δεν είναι ποιος θα το παρουσιάσει. Είναι ότι τότε τους έλεγα «Αν κερδίσεις, τι θα τα κάνεις τα λεφτά;» και μου απαντούσαν «Θα πάρω την κοπέλα μου και θα πάω ταξίδι στον Αγιο Μαυρίκιο» ή «Θα πάρω μια χιλιάρα μηχανή». Οταν τώρα δεις στο μάτι του άλλου ότι αυτά τα λεφτά τα θέλει για να πληρώσει τη ΔΕΗ που έχει κοπεί ή για να αγοράσει γάλα για το παιδί του, απλά αυτό δεν «παίζεται». Οχι μόνο δεν θέλω να το κάνω, δεν πρέπει να γίνει από κανέναν αυτό το παιχνίδι. Είναι μια άλλη Ελλάδα».
Σε αυτή την Ελλάδα εσείς επιλέξατε να γράψετε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα και να σπουδάσετε Κοινωνιολογία (με εξειδίκευση στην Εγκληματολογία) σε ένα αγγλικό πανεπιστήμιο… «Ναι, εμένα με έβγαλε σε τρελά μονοπάτια η κρίση. Χρειαζόμουν ανάσες όπως όλοι. Από την ώρα που έπαψα αναγκαστικά να φαντασιώνομαι μακρινά ταξίδια, άρχισε να μου βγαίνει αλλού. Από τη μία, να προσπαθώ να επιβιώσω και, από την άλλη, να κολυμπήσω και να βγάλω το κεφάλι μου από τη σκατίλα μέσα στην οποία κολυμπάμε. Ετσι, αποφάσισα σε αυτή την ηλικία να ξαναγίνω φοιτήτρια. Και ήταν πολύ αστείο γιατί σπουδάζαμε μαζί με τον 22χρονο γιο μου. «Ρε παιδί μου, είσαι σίγουρος ότι είναι αυτή γραμματοσειρά;» του έλεγα. Ολο αυτό με ξανάνιωσε. Η χαρά, η αγωνία τού να περιμένω τους βαθμούς μου, ο καθηγητής μου –που ανήκει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Σκωτίας…! Τα πρώτα μου μαθήματα τα πέρασα με distinction και όχι επειδή είμαι η Ελενα Ακρίτα. Ολο αυτό, βέβαια, τροφοδότησε πολύ και το πρώτο μυθιστόρημά μου, που είναι αστυνομικό, τους χαρακτήρες, τα ψυχογραφήματα…».
Αν σας ζητούσα να χαρτογραφήσετε την Ελλάδα της κρίσης; «Πιστεύω ότι η κρίση μάς βγάζει τα άκρα μας. Μπορεί, π.χ., αν είσαι καλών προθέσεων, να σε κάνει ακτιβιστή, αν είσαι κακών, θα πεις στον σύρο πρόσφυγα «Δώσε μου 5 ευρώ για να πάρεις ένα ροδάκινο στο παιδί σου». Από την άλλη, έχει βεβαίως ενδιαφέρον και η παθητικότητα με την οποία αντιδρούμε, ή μάλλον δεν αντιδρούμε, οι σιωπηλοί μάρτυρες του εγκλήματος, ο καναπές. Αυτό, όμως, που μου ζητάτε, δεν γίνεται ακόμη. Δεν μπορώ να χαρτογραφήσω μια κοινωνία που είναι εν εξελίξει και εν αναδιανομή. Είναι μια κοινωνία που κοχλάζει και αν δεν γίνει το κόχλασμα και αν δεν βγάλουνε τη χύτρα και δεν κρυώσει λίγο για να το φάμε, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι τρώμε και τι γεύση έχει αυτό».
Σίγουρα έχουν αναδυθεί νέες ψυχικές διαταραχές. «Ναι, μπορούμε να κάνουμε πλέον πλάκα και να λέμε «Πιάσε ένα Xanax στο τέσσερα και ένα Lexotanil στη μέση να τσιμπάει η παρέα» –όλο και περισσότερος κόσμος χρησιμοποιούμε αγχολυτικά ή ψυχοφάρμακα. Απενοχοποιήθηκαν τα «Δεν είμαι καλά», «Εχω μια διαταραχή» ή «Επαθα κρίση πανικού». Υστερα, πιστεύω ότι οι άνθρωποι είναι σήμερα πιο ανοιχτοί στις επιλογές του άλλου. Μιλάμε, π.χ., για το σύμφωνο συμβίωσης. Μιλάμε για τα γκέι ζευγάρια. Γιατί να μην είναι παντρεμένοι; Πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν είναι το τι κάνουν στο κρεβάτι οι γκέι –και δεν είμαι γκέι, ρε γαμώ το, αλλά δίνω αγώνες. Μα έρωτας δεν είναι το κρεβάτι, ρε μαλάκα, δεν είναι η κλειστή πόρτα. Είναι η κοινή ζωή, η έκφραση έξω, είναι οι κοινοί φίλοι. Γιατί, λοιπόν, να μην μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να ζήσουν τη ζωή τους και να παντρευτούν αν θέλουν; Δεν το καταλαβαίνω. Και τι είναι αυτό που εμάς με τα χιλιάδες διαζύγια και τους αποτυχημένους γάμους μάς καθιστά πιο μάγκες απ’ αυτούς;».
Πιστεύετε ότι θα ξεπεράσουμε ποτέ το συλλογικό τραύμα των capital controls; «Προσπαθώ στην κουβέντα μας να μην «μπατάρω» προς μια απαισιοδοξία. Πιστεύω ότι θα συνεχίσουμε, θα ζήσουμε, θείε Βάνια. Μπαίνει, βέβαια, εδώ και το «πώς θα ζήσουμε;»».
Τι σκέφτεστε μετά την «11η Σεπτεμβρίου» της Ευρώπης; «Το μόνο που με εκφράζει αυτή τη στιγμή είναι το «porte ouverte» (ανοιχτή πόρτα) που είπαν οι Γάλλοι. Μαγκιά τους που το έκαναν, δεν τους το… πολυείχα. Και το ότι στα δικά μου τεφτέρια δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη που να είναι πιο «νεκρός» από έναν άλλον. Εκτός, βέβαια, από τον καμικάζι ο οποίος, πεθαίνοντας, σκοτώνει άλλους εκατό –δεν είμαι δα και τόσο προοδευτική. Επίσης, με μια Γαλλία –με μια Ευρώπη –σε πόλεμο, μήπως καταλάβουμε επιτέλους από ποιους τρέχουν να ξεφύγουν οι πρόσφυγες που πνίγονται στα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων;».
Πώς βιώσατε, αλήθεια, την αντιπαλότητα στο κύμα οδύνης των ελληνικών social media; Κάποιοι επέλεξαν να «ντύσουν» το προφίλ τους στο Facebook με την τρικολόρ και κάποιοι όχι… «Οποιος θέλει βάζει γαλλική σημαία, όποιος δεν θέλει δεν βάζει. Αλλά, όπως έγραψα, αυτό το κουνημένο δάχτυλο μες στη μούρη μας, πάρτε το από μπροστά μας. Εγώ, για παράδειγμα, δεν έβαλα. Και; Θα την «πω» στον άλλον που ένιωσε αυτή την ανάγκη; Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός –άρα διαφορετικά εκφράζει θυμό, οργή, θλίψη, απόγνωση. Θα του το υποδείξουμε εμείς; Το manual στο συναίσθημα πότε κυκλοφόρησε;».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ