Η απροσδόκητη φιλία κτίστηκε το 2009, στο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών. «Ηταν το πρώτο μου ντιμπέιτ» λέει η 35χρονη Σία Κοσιώνη. «Ο περίγυρος είχε μεγαλύτερο άγχος για το αν θα τα καταφέρω από ό,τι εγώ η ίδια! Η Ολγα μού φέρθηκε σχεδόν μητρικά. Hθελα να κάνω μια ερώτηση που είχε ολίγον θράσος σε έναν πολιτικό αρχηγό που είχε μια άνεση να απαντάει επίσης με θράσος. Η Ολγα ανησύχησε πως εκείνος μπορεί να μου απαντούσε με προσβλητικό τρόπο…». «Της είπα απλά να έχει τον νου της» συμπληρώνει η Ολγα Τρέμη. «Ετυχε να καθήσουμε δίπλα δίπλα. «Να σου δώσω το στυλό μου γιατί ταιριάζει με αυτό που φοράς;» με ρώτησε η Σία. Και αυτό είχε σημασία. Οχι για το «σετάρισμα», αλλά γιατί αυτό ήταν το «ευχαριστώ» της».
Εξι χρόνια μετά, η ένταση της ενημέρωσης είναι στο κόκκινο. Πώς κάνεις κεντρικό δελτίο ειδήσεων σε καιρούς έκτακτων γεγονότων; Οι δύο ισχυρές κυρίες των ειδήσεων, δύο διαφορετικές γενιές τηλεοπτικής δημοσιογραφίας με έντονη εσάνς star quality, η πιο έμπειρη των παλαιοτέρων Ολγα Τρέμη του Mega και η πιο πολυσυζητημένη των νεοτέρων Σία Κοσιώνη του ΣΚΑΪ, μιλούν για πρώτη φορά από κοινού στο ΒΗΜΑgazino. Για το τι σημαίνει να κουβαλάς καθημερινά στους ώμους σου τη ναυαρχίδα του καναλιού, για τη ζωή πίσω από την απόλυτα αυτοελεγχόμενη on air εικόνα τους, για το τι σημαίνει να εκφωνείς ειδήσεις όταν η Ελλάδα βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού.
Με τον ενθουσιασμό σας για αυτή τη συνάντηση καταρρίπτετε τον μύθο ότι οι ανκοργουίμεν αλληλοκαταβροχθίζονται…
Ολγα Τρέμη: «Λυπάμαι που καταρρίπτεται ο μύθος. Ισως αυτό το στερεότυπο να είναι πολύ ελκυστικό αλλά δεν ισχύει. Με συγκίνησε πολύ το γεγονός ότι όταν επανήλθα στο δελτίο του Μega, και οι τρεις κυρίες των άλλων δελτίων, η Σία, η Μαρία (σ.σ.: Χούκλη) και η Μάρα (σ.σ.: Ζαχαρέα), μου ευχήθηκαν «καλή επιτυχία»».
Σία Κοσιώνη: «Ο ανταγωνισμός υπάρχει προφανώς και σε επίπεδο προϊόντων και σε επίπεδο προσώπων αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις καλλιεργούνται. Είναι βέβαια και τα στοιχεία αλληλεγγύης λόγω της φθοράς της δουλειάς. Υπάρχει και η στοχοποίηση. Στην Ελλάδα, ως γνωστόν, έχουμε μια ροπή προς τη συνωμοσιολογία. Για πολλά καλοκαίρια κάποιος ερχόταν να πάρει τη θέση μου στο δελτίο του ΣΚΑΪ ».
Η μιντιακή σεναριολογία που σας καταδιώκει κάθε σεζόν;



Σ.Κ.:
«Ναι. Προέρχεται από διάφορα κέντρα. Από το διπλανό γραφείο, από άλλον σταθμό, από κάποιον που έχει συμφέρον και θέτει πολλές φορές και πολύ έντονα υπό αμφισβήτηση εσένα, τη δουλειά σου, τη θέση σου… Εχει ακουστεί πολλές φορές ότι εγώ πάω στο Μega ή ότι η Ολγα πάει στον ANT1. Και εκεί ακόμη υπάρχουν κάποια κανάλια επικοινωνίας μεταξύ μας, τα οποία είναι αόρατα στον κόσμο και διαμέσου των οποίων καθησυχάζει η μία την άλλη».
Ο.Τ.: «Μη νομίζετε βέβαια ότι ασχολούμαστε νυχθημερόν με αυτά. Κάποια γίνονται για την εξυπηρέτηση κάποιων συμφερόντων αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι η επιπολαιότητα μιας δημοσιογραφίας που ψάχνει να πουλήσει».
Πώς είναι να σηκώνεις καθημερινά στους ώμους σου τη ναυαρχίδα του καναλιού μπροστά σε εκατομμύρια τηλεθεατές;



Σ.Κ.:
«Η ώρα του δελτίου είναι η πιο εύκολη φάση της ημέρας! Είναι η στιγμή της κάθαρσης. Ο,τι κάναμε, κάναμε, όλα είναι έτοιμα, πάμε να τα πούμε».
Ο.Τ.: «Ναι, πίσω από την κάμερα υπάρχει μια μακρά προετοιμασία, μια αντιπαράθεση απόψεων και ιδεών, συχνά με μεγάλη ένταση. Αυτό που ετοιμάζεται πριν, σερβίρεται μετά (γελάει)».
Σ.Κ.: «Είναι βέβαια και η ώρα που τα αντανακλαστικά σου δουλεύουν στο 150% είτε είσαι κουρασμένη είτε όχι, είτε έχεις περάσει μια δύσκολη μέρα είτε όχι… Δεν έχεις επιλογή. Ούτε να κάνεις λάθος ούτε να βήξεις. Εγώ μόλις τελευταία χαλάρωσα. Παλιά θεωρούσα ότι δεν κάνει να κουνήσω το φρύδι, δεν κάνει να φύγει ο γιακάς…».
Σε μια περίοδο επικοινωνιακής ασάφειας, εσείς καλείστε να μετράτε την κάθε σας λέξη. Συναισθάνεσθε το μέγεθος αυτής της ευθύνης;



Σ.Κ.:
«Εγώ είμαι εννέα χρόνια στο δελτίο. Ομως τα τελευταία τέσσερα έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να φιλτράρω την κάθε μου λέξη, σκεπτόμενη ακριβώς τι αντίκτυπο μπορεί να έχει. Και αυτή είναι μια διαδικασία πολύ σκληρή».
Ο.Τ.: «Ολο αυτό σου βάζει μια πολύ μεγάλη ευθύνη στους ώμους σου που σχεδόν φτάνεις να λες: «Tώρα μου αντιστοιχεί αυτή η ευθύνη;». Και το λέω γιατί μερικές φορές λειτουργούμε on air σε ένα κενό, άρα επωμιζόμαστε ένα μεγάλο κομμάτι της ευθύνης που δεν μας αναλογεί…».
Σ.Κ.: «…Γιατί καλείσαι να κάνεις μια εκτίμηση. Να καλύψεις αυτό το κενό. Συχνά και εκτός τηλεόρασης. Βγαίνεις μια βόλτα και σου λένε: «Τι βλέπετε; Τι θα γίνει;» θεωρώντας ότι εσύ είσαι αυτός που ξέρει και θα τους πει κάτι στα σίγουρα».
Εχετε δεχτεί και εισβολές στην ιδιωτική σας ζωή…



Σ.Κ.:
«Δεν είχα ποτέ όνειρο να γίνω διάσημη εν αντιθέσει με εκείνους που ορμώνται από αυτό το όνειρο. Δεν μου αρέσει, το κατανοώ βέβαια. Εμένα με έφερε η ζωή σε ένα πεδίο που υποχρεωτικά έχει δημοσιότητα. Μου αρέσει να λέω ότι δεν την επιζητώ. Εχω αρκετή δημοσιότητα σε αυτό που κάνω. Δεν θέλω άλλη!».
Ο.Τ.: «Κοιτάξτε, εγώ δεν βιώνω εισβολή στην προσωπική μου ζωή επειδή είναι πολύ δεδομένη για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν υπάρχει ίντριγκα. Αυτό το οποίο βιώνω είναι η παρακολούθησή της. Για μένα το πιο σοκαριστικό πράγμα ήταν όταν, σαν αφελής μπεκάτσα την πρώτη μέρα του κυνηγιού, πήγα ευτυχής, επειδή επιτέλους μπορώ και εγώ να κάνω κάτι χωρίς να ασχολούνται μαζί μου, σε ένα σουπερμάρκετ του Λονδίνου να ψωνίσω με τον γιο μου και το είδα να κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο…».
Με τον χρόνο επέρχεται μια ανοσία;



Ο.Τ.:
«Οχι, το συναισθηματικό κομμάτι ποτέ δεν αλλάζει. Απλώς μαθαίνεις να το διαχειρίζεσαι με άλλον τρόπο. Βέβαια για να φτάσεις εκεί θέλει πολλά χαστούκια! Οπως τότε που είχα σπάσει το χέρι μου και δεν πήγα μια μέρα στο δελτίο άρα… απελύθην. Μπορούσα να πάω στο δελτίο αλλά είχα πει στον εαυτό μου: «Ρε παιδί μου, θα σου χαριστώ σήμερα»».
Σ.Κ.: «Οι τηλεθεατές θεωρούν ότι εμείς που μπαίνουμε καθημερινά στα σπίτια τους, ξέρετε, δεν έχουμε δέρμα, αίμα, συναίσθημα… Είναι χρήσιμο να αντιληφθούν ότι είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Και ότι πολλά από τα γεγονότα που εκφωνούμε τα πάμε σπίτι μας το βράδυ. Προχθές που πέταξε ο άλλος το μωρό από το μπαλκόνι, εγώ ήμουν άρρωστη όλη μέρα. Ή όλη αυτή την πολιτικοοικονομική ταραχή… Και όμως, σε αντιμετωπίζουν συχνά σαν να είσαι μια πέτρα, ένας βράχος».
Είναι και αυτή η άκαμπτη τηλεοπτική περσόνα σας.



Σ.Κ.:
«Αυτό ισχύει. Είναι η φύση αυτής της θέσης».
Ο.Τ.: «Κοιτάξτε, εγώ δεν νομίζω ότι ένας επαγγελματίας, που κρίνεται ανά πάσα στιγμή, έχει περιθώρια να χαλαρώνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αυτός δεν έχει συναισθήματα. Μπορεί να κλάψει μετά ή πριν. Σε κάθε ρόλο όμως υπάρχουν προδιαγραφές. Δεν μπορεί μια παρουσιάστρια να συμπεριφέρεται σαν να παρουσιάζει μια εκπομπή που γονείς βρίσκουν τα χαμένα τους παιδιά και πέφτει πολύ κλάμα. Δεν το λέω επικριτικά, απλώς προσπαθώ να κάνω την αντίστιξη. Το δελτίο είναι περιοριστικό από τη φόρμα του. Ενώ είναι προσωποκεντρικό, ταυτοχρόνως με έναν τρόπο δεν είναι».
Σ.Κ.: «Περιμένει κανείς να είσαι τέλειος –και σωστά το περιμένει –και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καταβάλλεται όλη αυτή η προσπάθεια να εκπέμπεται αυτή η εικόνα της ισχυρής δομής, της ψυχραιμίας, της δύναμης».
O.Τ.: «Δεν είμαστε εμείς η είδηση, εντάξει; Είναι λάθος αυτό. Είναι μια αντίληψη για τον παρουσιαστή που ίσχυε πριν από μια δεκαπενταετία».
Πώς είναι να βρίσκεσαι σε απόσταση αναπνοής από τα ιστορικά γεγονότα και μάλιστα in real time;
Ο.Τ.: «Πρέπει να το βλέπεις, τονίζω, όχι ναρκισσιστικά, σαν μια μεγάλη ευκαιρία. Η οποία δεν δίνεται στον καθέναν».
Σ.Κ.: «Για μένα αυτό ήταν ο καθοριστικός παράγοντας του να επιλέξω αυτή τη δουλειά. Ηθελα να είμαι εκεί, στις εξελίξεις… Τα τελευταία μάλιστα χρόνια έχουν και μια ιστορική διάσταση».
Ο.Τ.: «Εχουμε συνδεθεί με ιστορικές στιγμές. Δεν είναι ιστορική στιγμή η ημέρα που ο Παπανδρέου με τις βαρκούλες να κουνιούνται πίσω του ανακοίνωσε ότι μπαίνουμε στο Μνημόνιο;».
Σ.Κ.: «Εχω κρατήσει πολλές σημειώσεις από ιστορικά βράδια. Φεύγοντας, πήγαινα να πετάξω τα χαρτιά όπως κάνω πάντα και είπα: «Ασ’ το, ρε παιδί μου, να έχω αύριο κάπου να το διηγηθώ αυτό». Διότι αυτά τα χαρτιά αύριο θα συνιστούν Ιστορία. Μέσα σε όλη αυτή την πίεση, τη φθορά και την ίντριγκα που έχει αυτή η δουλειά –υπάρχουν ημέρες που πιέζομαι τόσο πολύ που όταν τελειώνει το δελτίο πονάει όλο μου το σώμα –νιώθω ευγνωμοσύνη».
Πώς στέκεστε απέναντι σε αυτό το κύμα απαξίωσης των ΜΜΕ η οποία μιλάει συχνά για «παπαγαλάκια της εξουσίας»;


O.Τ.: «Υπάρχει μια προσέγγιση εξαιρετικά μονοδιάστατη και πάρα πολύ άδικη. Ως κοινωνία είμαστε αδόμητη και χωρίς κανόνες. Αρα μπορεί εύκολα να περάσουν ακραίες αντιλήψεις, επιφανειακές αναλύσεις, ίσως και ρατσιστικές, με την έννοια της ισοπέδωσης, ότι όλοι ίδιοι είμαστε. Οταν ξεκίνησα τη δημοσιογραφία, ο αγαπημένος μας σάκος του μποξ ήταν οι γιατροί. Τους βρίζαμε διαρκώς. Ομως με συλλογικά αναθέματα δεν προχωράς. Μετά περάσαμε στην αμφισβήτηση των θεσμών. Καταλήξαμε να αμφισβητούμε την πολιτική και τους πολιτικούς, που είναι βέβαια πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Με πολύ μεγάλη ευκολία σηκώνουμε διάφορες σημαίες: «Οι δημοσιογράφοι είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει». Γενικώς υπάρχουν διάφορα σενάρια συνωμοσίας. Μήπως τα «συστημικά» κανάλια σηκώνουμε κάθε βράδυ αεροπλάνα και τους ψεκάζουμε κιόλας; Ε, δεν μπορείς να αναλύεις έτσι τα πράγματα».
Σ.Κ.: «Mην τα ρίχνουμε όμως όλα στην κοινωνία…».
Ο.Τ.: «Οχι, βέβαια. Απλά τονίζω ότι υπάρχει μια ισοπεδωτική ευκολία προσέγγισης. Από εκεί και πέρα, το ότι έχουν δοθεί πάρα πολλές αφορμές και από την πολιτική και από τη δημοσιογραφία είναι κάτι που οφείλει κανείς να μην αμφισβητεί, αν θέλει να είναι έντιμος».
Σ.Κ.: «Οι κοινωνίες εκπαιδεύονται, από τους πολιτικούς, από τα μέσα ενημέρωσης. Και αυτός ο λαϊκισμός, με την ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει και τον ισοπεδωτισμό που λέει η Ολγα, ήταν το σαράκι της κοινωνίας, και είναι πολύ ισχυρός μέσα στην πολιτική και μέσα στα media. Και ξαφνικά ξημέρωσε μια μέρα που βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τον απότοκό του. Το πρόβλημα είναι πως αντί να δώσουμε μια απάντηση υπευθυνότητας σε αυτόν τον λαϊκισμό, προσπαθούμε να τον καταπολεμήσουμε με περισσότερο λαϊκισμό».
Ο.Τ.: «Τα πάντα ξεκινούν από τους έλληνες πολίτες. Δεν θεωρώ ότι κατευθύνονται από πολιτικούς ή δημοσιογράφους».
Σ.Κ.: «Δεν είπα «κατευθύνονται», είπα «εκπαιδεύονται»».
Ο.Τ.: «Ναι, αλλά κάνουν οι ίδιοι τις επιλογές τους. Είναι αμφίδρομη η σχέση, ο πολιτικός ή ο δημοσιογράφος μπορεί να κάνει αυτό που του ζητείται. Οχι ότι εμείς δεν κάνουμε πολλά λάθη. Ομως η ευθύνη είναι και στον πολίτη. Ο πολίτης είναι το υπερόπλο. Ούτε ο πολιτικός ούτε ο δημοσιογράφος».
Σ.Κ.: «Δεν διαφωνώ. Οι κοινωνίες όμως πηγαίνουν μπροστά από ηγέτες σε όλα τα επίπεδα. Ο κόσμος έχει ανάγκη από την καθοδήγηση, την έμπνευση. Στην Ελλάδα αυτό το κομμάτι των «ηγετών» πρέπει να δώσει τη μάχη».
Η διαχείριση εκ μέρους σας δεν παίζει καθοριστικό ρόλο;



Ο.Τ.:
«Διαχειριζόμαστε όμως κάτι που υπάρχει. Δεν το κατασκευάζουμε και δεν θα πρέπει να το κατασκευάζουμε. Από εκεί και πέρα, το αν υπάρχουν ηγεσίες που εμπνέουν (και όχι μόνο για την πολιτική) είναι άλλη ιστορία. Ο κόσμος χρειάζεται όραμα. Και αυτό σήμερα δεν ξέρω αν και ποιοι του το δίνουν. Εμείς σίγουρα δεν μπορούμε να δώσουμε όραμα. Μπορούμε όμως να βοηθήσουμε αν υπάρχει ή να επισημάνουμε ότι δεν υπάρχει…».
Σ.K.: «Είναι αυτό που έλεγε ο Μαρκ Τουέιν: «Δεν ξέρω αν αυτοί που μας κυβερνούν είναι έξυπνοι και μας δουλεύουν ή είναι ηλίθιοι που μιλούν στα σοβαρά». Η δουλειά μας νομίζω είναι να επισημαίνουμε ποιος έξυπνος δουλεύει τον κόσμο και ποιος ηλίθιος μιλάει στα σοβαρά!».
Ο.Τ.: «Ναι… παίζεται ένα έργο και εσύ πρέπει να περιγράψεις το έργο, δεν μπορείς να το δημιουργήσεις».
Το πρόβλημα όμως είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου έχει φθάσει να σας ταυτίζει με το έργο…
Σ.Κ.: «Είναι η σύγχυση που υπάρχει. Οχι ότι δεν έχει επιχειρηθεί από τα media να υποκαταστήσουν την εξουσία κατά καιρούς. Και έχουν γίνει λάθη. Αν δεν υπήρχαν, δεν θα υπήρχε και αντίδραση».
Ο.Τ.: «Εχουμε μια τάση –δεν εξαιρώ τον εαυτό μου –να ομφαλοσκοπούμε. Αυτό που λέει η Σία είναι μια συζήτηση η οποία διεξάγεται εδώ περίπου εικοσιπέντε χρόνια σε όλον τον κόσμο. Είναι ο μεγάλος μετασχηματισμός που έγινε την τελευταία 20ετία του 20ού αιώνα, όπου είχαμε ως παγκόσμιο φαινόμενο την υποχώρηση των θεσμών προστασίας του δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με τους μηχανισμούς της αγοράς στους οποίους ανήκουν τα μέσα και ιδίως η τηλεόραση. Εκεί δημιουργήθηκε μια ανισορροπία η οποία ναι μεν αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης, αλλά ουδέποτε υποκαταστάθηκε. Και αυτό, με συγχωρείτε πάρα πολύ, δεν είναι μόνο ευθύνη των μέσων. Η φύση απεχθάνεται το κενό. Οταν λοιπόν υπάρχει ένα κενό, είναι αναμενόμενο κάποιοι να θέλουν να το καταλάβουν. Είναι και των πολιτικών ευθύνη να ξαναδιεκδικήσουν τον ρόλο που τους αντιστοιχεί σε σχέση με τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί. Και εγώ δεν τους βλέπω να το κάνουν».
Σ.Κ.: «Κάποιοι βάζουν τους κανόνες και κάποιοι τους τηρούν. Οταν θα αποφασίσουν οι έλληνες πολιτικοί να επιβάλουν κανόνες στο παιχνίδι, οι παίκτες θα παίξουν με βάση τους κανόνες. Και επειδή γίνεται και πάρα πολλή συζήτηση για τους καναλάρχες, τις άδειες, καλό είναι να γνωρίζει ο κόσμος ότι από το 1989, οπότε και απελευθερώθηκε η τηλεόραση, ποτέ δεν μπήκαν κανόνες. Δεν το ήθελαν οι πολιτικοί. Γιατί; Για να υπάρχουν συνθήκες ομηρείας, εξάρτησης και ελέγχου. Ιt takes two to tango».
Εχετε κάνει τις μικρές σας επαναστάσεις στο δελτίο;



Ο.T.:
«Φυσικά. Είναι οι έντονες συζητήσεις με την ομάδα που γίνονται… στη βάση της κοινής λογικής, στη βάση δηλαδή του τι είναι είδηση. Και πολύ δευτερευόντως, νομίζω και για τον ΣΚΑΪ, αλλά σίγουρα και για το Mega, στη βάση του τι πουλάει και τι όχι. Διότι, μιλώντας για το δικό μας μαγαζί, υπήρξαν περίοδοι ακραίου λαϊκισμού, όπου το Mega συνειδητά έκανε πρώτο θέμα κάτι που ήξερε ότι δεν θα έχει αύριο μια θεαματική αποτύπωση σε τηλεθέαση. Δεν μπορείς να είσαι έρμαιο του τι πουλάει. Διότι δεν είναι μόνο το σήμερα που πρέπει να υπάρχει, είναι και η στρατηγική, να μπορέσεις να λειτουργήσεις και στο αύριο. Δηλαδή τι προφίλ θέλω να διαμορφώσω και πώς θέλω σε βάθος χρόνου να αναδείξω κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά, όχι με την έννοια της καλύτερης ποιότητας, που θα δώσουν εκείνη τη δυναμική και για την πρωτιά».
Σ.Κ.: Και εμείς υπολογίζουμε βέβαια αυτό που πουλάει. Ωστόσο και με δική μου παρέμβαση αλλά και άλλων συναδέλφων έχουμε αποφασίσει να θυσιάσουμε κάτι που είναι «σέξι» δημοσιογραφικά, γιατί θεωρούμε ότι δεν είναι ηθικό ή δεν εξυπηρετεί τη μακροπρόθεσμη στρατηγική».
Ενα παράδειγμα;



Σ.Κ.:
«Θυμάμαι πολύ έντονα να έχουμε συμφωνήσει να μην παίξουμε τις περίφημες φωτογραφίες των ιερόδουλων με AIDS. Τότε μάλιστα που γινόταν πάρτι στα κανάλια και στον ΣΚΑΪ! Συνέβαινε δε το φοβερό άλλες εκπομπές στον ΣΚΑΪ να το παίζουν και το δελτίο του σταθμού να μην το παίζει! (γελάει). Ηταν μια υπέροχη επανάσταση!».
Σε ποιον βαθμό το γυαλί δημιουργεί μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας;



O.T.:
«Κοιτάξτε, εγώ το πρωί που ξυπνάω λέω: «Πάμε να κάνουμε αυτή τη δουλειά». Που είναι σκληρή, ενδιαφέρουσα, προκλητική και μου αρέσει. Εχει όμως και δύο άλλα σκέλη. Την εξουσία και τη δημοσιότητα. Οι δύο κίνδυνοι στη γοητεία των οποίων δεν πρέπει να υποκύψεις γιατί θα αποκοπείς από την ουσία των πραγμάτων, θα «ψωνιστείς». Εγώ προσπαθώ να τα αφήνω αμφότερα στο περιθώριο».
Σ.Κ.: «Δεν είναι απλό όμως. Tο εύκολο, το ανθρώπινο είναι να διολισθήσεις. Υπάρχουν κάποια κρατήματα που σε εμποδίζουν, που έχουν να κάνουν με την καλλιέργειά σου, με το τι θέλω να κάνω και τι θέλω να εκπέμπω…».
Ο.Τ.: «Πώς να το ξέρουμε όμως αν έχουμε διολισθήσει; Εγώ περιγράφω ποια είναι η συνειδητή, εσωτερική μου προσπάθεια. Κάποιος άλλος θα με κρίνει. Πρέπει να θυμάσαι ότι είσαι μια δημοσιογράφος που κάνει μια δουλειά. Ούτε συγκυβερνάς ούτε υποδεικνύεις στους άλλους πώς να κυβερνήσουν…».

Πόσο κοντά βρίσκεστε στην πραγματική ζωή; Δεν σας εγκλωβίζει το γυαλί σε ένα κλειστό σύστημα αποκομμένο από τον κόσμο, όπου συναγελάζεστε αποκλειστικά με διάφορα κέντρα εξουσίας;
Ο.Τ.: «Αν λειτουργούσαμε έτσι, θα μας είχε «ξεράσει» το σύστημα προ πολλού. Αν δεν είσαι σε επαφή με την κοινωνία, κάνε μια άλλη δουλίτσα».
Σ.Κ.: «Καταλαβαίνω πως έτσι μπορεί να φαίνεται αλλά η αντίφαση με την πραγματικότητα είναι μεγάλη. Ξυπνάς το πρωί, πηγαίνεις στον περιπτερά να πάρεις τσιγάρα, σου λέει τα θέματά του. Συναντάς τη γειτόνισσα απέναντι, σου λέει τα δικά της. Οι φίλοι σου δεν είναι όλοι του σιναφιού, είναι «κανονικοί» άνθρωποι που παλεύουν… Είσαι ένα ενεργό κύτταρο της κοινωνίας. Βέβαια μπορείς εύκολα να περιθωριοποιηθείς, να μπεις σε ένα…».
Ο.Τ.: «Θερμοκήπιο…».
Σ.Κ.: «Ναι, που σε εμποδίζει να βλέπεις τι πραγματικά συμβαίνει. Υπάρχει αυτή η επιλογή. Μπορείς όμως πάντα να είσαι ένας κανονικός άνθρωπος. Για μένα η δουλειά μου είναι μια κανονική δουλειά. Δεν βρίσκω σε αυτήν τίποτε το φανταχτερό, τίποτε το extravagant…».
O Τζέρεμι Κλάρκσον του «Top Gear», της δημοφιλούς εκπομπής αυτοκινήτου, εκδιώχθηκε πρόσφατα από το BBC επειδή χτύπησε τον βοηθό του. Εχετε βιώσει αυτή την τηλεοπτική αλαζονεία;
Σ.Κ.: «Είναι αυτό που έχει περιγραφεί πολύ σωστά ως «το σύνδρομο της ύβρης» που πλήττει μεγαλοδημοσιογράφους, πολιτικούς κ.τ.λ. που θεωρούν ότι έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο…».
Ο.Τ.: «Που τους επιτρέπονται τα πάντα…».
Σ.Κ.: «Που μπορούν να προσβάλλουν και να σκοτώνουν ψυχικά ανθρώπους. Φυσικά και το έχω δει να συμβαίνει. Η Ολγα ίσως περισσότερο από μένα. Σίγουρα, πάντως, δεν έχω δει να πέφτει ξύλο».
Ο.Τ.: «Εχει συμβεί και αυτό!».
Σ.Κ.: «Το πώς συμπεριφέρεσαι στους συνεργάτες σου είναι δομικό στοιχείο της δουλειάς. Εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά μου καλά αν ένιωθα ότι υπάρχουν γύρω μου άνθρωποι που με φοβούνται ή με σιχαίνονται, που με θεωρούν ας πούμε «ψώνιο» ή «σκύλα»».
Ο.Τ.: «Είναι πολύ σημαντικό να παίρνεις από τον κάθε άνθρωπο το καλύτερο που μπορεί να δώσει για μια κοινή προσπάθεια».
Σ.Κ.: «Γιατί όταν μιλάμε για «καβαλημένους» δημοσιογράφους που εκπέμπουν το μήνυμα «εσείς δουλεύετε για να γίνω εγώ μάγκας το βράδυ», η σούπα «χαλάει». Είναι πολύ σημαντικό το να νιώθει ο κάθε ρεπόρτερ, ο κάθε μοντέρ, ο κάθε τεχνικός ότι το δελτίο θα το καρπωθεί και ο ίδιος. Οχι η Σία ή η Ολγα».
Φοβάστε τη στιγμή της αποχώρησης από το κεντρικό δελτίο;
Ο.Τ.: «Για τη Σία είναι άκαιρο το ερώτημα».
Σ.Κ.: «Εγώ θα σας πω ειλικρινά ότι προετοιμάζομαι για την αποχώρηση από την πρώτη στιγμή. Με γεμίζει η δημοσιογραφία είτε την κάνω οn camera, είτε στον Τύπo, είτε στο ραδιόφωνο… Και αν σταματήσω το δελτίο, δημοσιογράφος θα θέλω να είμαι. Ξέρω ότι είναι πολύ εθιστική η εικόνα αλλά το καλλιεργώ μέσα μου από την αρχή. This is not forever. Kαι να σας πω και κάτι; Θέλω να επιλέξω εγώ πότε θα φύγω, δεν θέλω να με «φύγουνε». Το λέω αυτό ούσα 35 ετών».
Εσείς, κυρία Τρέμη, δηλώσατε ότι δεν θέλετε να σας βαλσαμώσουν αλλά και ότι δεν υπάρχουν και τόσο πολλά νέα πρόσωπα.
Ο.Τ.: «Οτι δεν υπάρχουν τόσο πολλά νέα πρόσωπα όσα θα μπορούσε ο καθένας να ελπίζει. Είναι εντυπωσιακό πόσο λίγοι άνθρωποι έχουν αναδειχθεί σε πρώτους ρόλους στην τηλεόραση την τελευταία εικοσαετία».
Πού το αποδίδετε;



Σ.Κ.:
«Για να υπάρξουν νέα πρόσωπα πρέπει να προϋπάρξει μια διαδικασία κτισίματος. Δεν είναι κανείς ένα αστέρι που πέφτει απ’ τον ουρανό. Το αστεράκι θέλει αστερόσκονη μέρα με την ημέρα για να λάμψει κάποια στιγμή. Μέσα σε αυτή την ανάγκη των media να πουλήσουν, και αυτό ισχύει παγκοσμίως, είναι πολύ μικρή η επένδυση σε καινούργιους ανθρώπους. Θέλει κόπο, χρόνο. Οπως ήταν η επένδυση του ΣΚΑΪ σε εμένα…».
Ο.Τ.: «Δεν υπάρχει στρατηγική. Δεν υπάρχει αυτό που λέμε «πολιτική ανάδειξη» στελεχών που πρέπει να έχει η οποιαδήποτε επιχείρηση».
Πώς κρίνετε η μία το δελτίο της άλλης; Αξιοποιεί πλήρως τη δυναμική της;



Ο.Τ.:
«Oχι, η Σία δεν την αξιοποιεί αλλά αυτό το πιστεύω και για μένα που είμαι 39 χρόνια στο κουρμπέτι. Αυτό που εννοώ, και θα το έλεγα και αν δεν τη γνώριζα προσωπικά, ως εκπαιδευμένος τηλεθεατής, είναι ότι αυτό που βλέπουμε σήμερα δεν είναι η οροφή, ότι η γυναίκα έχει πολύ δρόμο μπροστά της!».
Σ.Κ.: (γελάει) «Τι να πω εγώ για μια κυρία Τρέμη;».

* Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ